Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

H δειλή και η άλλη μας πλευρά


Του Βασίλη Καραποστόλη*

Σε εποχές όπως αυτή που ζούμε εξαπολύονται μέσα από την απογοήτευση μερικές ασυγκράτητες προσδοκίες. Οι άνθρωποι εύχονται κρυφά να εμφανισθεί «κάτι» ή «κάποιος» για να τους απαλλάξει από τα βάσανα. Όμως υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «κάτι» και στο «κάποιος». Το πρώτο παραπέμπει είτε στην τύχη είτε σε κάποιον ανενεργό μέχρι τότε μηχανισμό του κόσμου ο οποίος θα μπει ξαφνικά σε κίνηση και θα διορθώσει τα πράγματα. Η δεύτερη περίπτωση είναι πιο περίπλοκη. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο «κάποιος» που θα ερχόταν να δώσει τέλος στις αγωνίες μας; Οι προηγούμενοι αιώνες έχουν δώσει την απάντησή τους: ο σωτήρας είναι είτε ο Θεός είτε ο ίδιος ο άνθρωπος. Υπήρξαν εποχές που λάτρεψαν τη δύναμη του Θεού. Υπήρξαν άλλες που λάτρεψαν τη δύναμη του ανθρώπου. Κι έπειτα ήρθε μια άλλη εποχή, η δική μας, κατά την οποία έσβησαν και οι δυο λατρείες, επειδή το να είναι κανείς λάτρης φάνηκε πως από μόνο του υποτιμούσε τη νοημοσύνη των ανθρώπων.

Έπειτα απ’ αυτό θα νόμιζε κανείς ότι καθώς γκρεμίζονταν τα βάθρα των θεών και των ειδώλων, θα εγειρόταν στη θέση τους ένα άλλο βάθρο πάνω στο οποίο θα στεκόταν υπερήφανος και αγέρωχος ο νους. Πλην όμως, είδαμε ότι αυτός ο νους ομολόγησε την αδυναμία του. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει πειστικά γιατί η λογική ενώ βάζει τα πάντα σε τάξη, το τελικό αποτέλεσμα είναι η τάξη κάθε τόσο να ανατρέπεται και μάλιστα συχνά κατά έναν τρόπο που σαρκάζει τις έννοιες του συλλογισμού, του συμπεράσματος, του σχεδιασμού. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να προβλέψει τίποτε. Τότε λοιπόν τι μένει; Μια μικρή ακόμα ελπίδα τρεμοπαίζει ίσως στην καρδιά. Επομένως εκεί, στην καρδιά, θα ’πρεπε να στραφεί η προσοχή μας.

Αλλά καρδιά, με όλη τη σημασία της λέξης, σημαίνει δυνατοί παλμοί, άνοιγμα, θάρρος, και δεν υπάρχουν πολλοί σήμερα που θα παραδέχονταν ότι αυτές οι ιδιότητες υπάρχουν μέσα στο στήθος κάποιων που κυκλοφορούν τριγύρω τους. Ποιος θα τολμούσε να πει πως επιζούν ακόμη ηρωικές υπάρξεις από τις οποίες ο ίδιος, δυστυχώς, εξαιρείται; Μάλλον αδύνατη μια τέτοια αντιπαραβολή. Γιατί είναι τόσο βαθιά η δυσπιστία απέναντι σε κάθε μορφή γενναιότητας, ώστε να φαίνεται σχεδόν πλεονεκτικό να ζει κανείς σήμερα προφυλαγμένος από όλα, μη διακινδυνεύοντας τίποτα, έχοντας πεισθεί πως όποιοι αψηφούν τους κινδύνους δεν είναι παρά κοκοράκια, προγραμμένα από τη μοίρα του κόσμου. Οι λύκοι είναι γραφτό να καταβροχθίζουν τα κοκόρια. Οπότε θεωρείται φρόνιμο να μένει κανείς στο σπίτι του, στο κοτέτσι του, και να μαθαίνει τα νέα που φτιάχνονται στις λυκοφωλιές για να διαδοθούν παντού.

Αιχμαλωσία

Ο έγκλειστος άνθρωπος σήμερα είναι αιχμάλωτος στην ίδια του την αντίφαση. Από τη μια φοβάται και από την άλλη δυσπιστεί. Φοβάται πως αν δεν αντιδράσουν μερικοί στα αρπακτικά που τον απειλούν θα υποστεί ακόμη χειρότερα και τα λίγα που έχει κερδίσει θα χάνονται μέρα με τη μέρα. Από την άλλη αρνείται να πιστέψει πως κάποιοι άλλοι θα ήταν ικανοί να πάρουν τις αναγκαίες αποφάσεις που θα τον έκαναν να τους ζηλέψει ή να τους θαυμάσει. Μην μπορώντας οι κατώτεροι να είναι ανώτεροι θέλουν τουλάχιστον οι ανώτεροι να είναι κατώτεροι. Η μικροψυχία τα θέλει όλα: και να είναι η ίδια αναλλοίωτη και να μην υπάρχει το αντίθετό της.

Παρ’ όλα αυτά, η αγωνία παραμένει. Όταν τα προβλήματα πιέζουν, ξεμυτάει αναπόφευκτα αυτή η προσμονή που για τη δειλή συνείδηση είναι παράλογη: να εμφανιστεί μέσα από τις πράξεις ορισμένων μια θέληση τόσο ριζικά διαφορετική που να μας θεραπεύσει από τη δυσπιστία μας. Μια θέληση που θα αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη μας σε κάποιες αξίες που δεν θα υποχωρούσαν με τις πρώτες απειλές. Και αν αυτή τη θέληση δυσκολευόμαστε σήμερα να τη χαρακτηρίσουμε ηρωική, ας την ονομάσουμε όπως αλλιώς θέλουμε: θαρρετή, τολμηρή, αταλάντευτη. Αρκεί να διασωθεί μέσα μας η ιδέα ότι είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ξεπεράσει το όριο που επιδιώκουν κάποιοι εποπτεύοντες να του βάλουν για να τον κρατήσουν σε μια κατάσταση όπου η μαλθακότητα φέρνει μαλθακότητα μέχρι να έρθει στο τέλος η αηδία για τον ίδιο του τον εαυτό. Και η αηδία αυτή για να μη φανερωθεί ξεσπάει συνήθως εναντίον κάποιων άλλων που φαίνονται πιο σφριγηλοί. Ένας αηδιασμένος άνθρωπος ούτε να διαμαρτυρηθεί μπορεί, ούτε να πολεμήσει. Μπορεί, όμως, με έναν τρόπο να μισήσει, αν και στο μίσος του θα διατηρείται το ίχνος της αδυναμίας.

Εδώ είναι που φθάνουμε στο αγκαθωτό πλέγμα της μνησικακίας. Όποιος δυσπιστεί για τα πάντα, ίσως ακόμη να μην είναι δηλητηριασμένος από τη μνησικακία (εναντίον παντός πιθανώς καλύτερού του), εκείνος όμως που απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε σκέψη ότι υπάρχουν άτομα με θάρρος, ικανά να επιμείνουν σε κάποιες αρχές τους ή ακόμη και σε κάποια βαθιά συναισθήματα, αυτός έχει σίγουρα τοξινωθεί από ένα μείγμα ανημπόριας και φθόνου.

Θα αφήσουμε λοιπόν αυτό το οξύ να διαρρεύσει παντού; Διαπιστώνεται μια κακή λειτουργία του ήπατος και η καρδιά (αυτή που ακόμη και στα τραγούδια δεν μνημονεύεται πια και πολύ) το πληρώνει πρώτη. Θα πάψει να χτυπάει εάν δεν καθαρίσει το αίμα και το αίμα καθαρίζει καλύτερα όταν το ζητήσει ο εγκέφαλος. Ας το ζητήσει λοιπόν. Είναι δύσκολο, το είπαμε. Από τη στιγμή που κλονίστηκε η εμπιστοσύνη στον νου έχουν πάψει να λειτουργούν και τα όργανα που δίνουν εντολές. Άλλη διέξοδος όμως δεν υπάρχει. Πρέπει να προσπαθήσουμε να θελήσουμε. Πρέπει να θελήσουμε να πιστέψουμε. Πρέπει να πιστέψουμε στα ίδια τα μάτια μας, αφού το να δούμε με τον νου μοιάζει αδύνατο.

Γενναίοι και ψευδογενναίοι

Τι βλέπουμε λοιπόν; Την ποικιλία του κόσμου, τις διαφορές και τις ομοιότητες των ανθρώπων. Εδώ κι εκεί, μέσα στη γενική λιποψυχία δεν ξεπετάγονται και μερικοί, ελάχιστοι έστω, που με τις πράξεις τους αναταράζουν το τέλμα; Τα βάζουν με τους πιο ισχυρούς, επιμένουν, ορθώνουν το ανάστημά τους, δεν καταπίνουν τις προσβολές ούτε και τις φτύνουν στο πρόσωπο των διπλανών τους που δεν φταίνε, μόνο και μόνο για να μετακυλίσουν πάνω τους την ντροπή. Αν κρατήσουμε ανοιχτά τα μάτια σ’ αυτά τα φαινόμενα, τότε θα μείνει χώρος και για μεγαλύτερης εμβέλειας θαρρετούς. Πιθανόν να εμφανιστούν κάποιοι ακόμη πιο σθεναροί, ακόμη πιο αποφασισμένοι. Θα είναι καλύτεροί μας και εμείς θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάρη σ’ αυτούς η δειλή μας πλευρά θα δώσει τόπο σε μιαν άλλη λιγότερο ζαρωμένη. Άλλωστε, εάν δεν δεχτούμε πως είναι δυνατόν να έρθουν και κάποιοι πραγματικά γενναίοι, θα πρέπει να δεχτούμε να μας εξουσιάζουν κάποιοι ψευδογενναίοι. Ή το ένα θα συμβεί ή το άλλο.

* Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Παν. Αθηνών.

Δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Τα δώρα και οι ενοχές


Ο House βρίσκει την ευκαιρία να απομυθοποιήσει τη χειρονομία του να προσφέρει κανείς δώρα, όταν «συλλαμβάνει» τον φίλο του να αγοράζει ακριβά σοκολατάκια.

Από το δέκατο τέταρτο επεισόδιο  (Sex Kills) της δεύτερης σεζόν των Ιατρικών Yποθέσεων:

House: Ωραία σοκολατάκια. Πια είναι η τυχερή;

Wilson: Η γυναίκα μου.

House: Δε με νοιάζει ποια θα πάρει τα σοκολατάκια. Αλλά με ποια έχεις δεσμό.

[…]

House: Νορβηγικά σοκολατάκια. Όταν αγοράζεις τέτοια πράγματα, κερδίζουν οι τρομοκράτες.

Wilson: Μερικοί καταπιέζουν τα συναισθήματά τους και αυτά εκδηλώνονται ως σωματικός πόνος. Οι υγιείς άνθρωποι εκφράζουν συναισθήματα όπως η στοργή, κάνοντας δώρα.  

House: Τα δώρα εκφράζουν ενοχές. Όσο πιο ακριβή είναι η έκφραση, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενοχή. Το κουτί αυτό κοστίζει 12 δολάρια. Οπότε είτε δεν κοιμήθηκες ακόμα μαζί της, είτε δεν ήταν και τόσο καλή. 

Wilson: Δεν έχουν όλα να κάνουν με το σεξ Χάουζ.

House: Σοβαρά; Πότε το αλλάξανε αυτό;




Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Το νεοφεμινιστικό ανέκδοτο


Ως απάντηση στην εισβολή των μη πολιτικά ορθών ανεκδότων ήρθε μια νέα γενιά – ιστορίες οι οποίες αρχίζουν σαν τα παραδοσιακά, σοβινιστικά ανέκδοτα περασμένων καιρών, αλλά με μια νέα εξέλιξη στην οποία νικήτρια είναι η γυναίκα:

Δύο άντρες που εργάζονται ως ντίλερ στο καζίνο περιμένουν στο τραπέζι με τα ζάρια και βαριούνται αφόρητα. Μια πολύ ελκυστική ξανθιά γυναίκα καταφθάνει και στοιχηματίζει $20.000 σε μια μόνο ζαριά. Λέει: «Ελπίζω να μην σας πειράζει, αλλά αισθάνομαι πιο τυχερή όταν είμαι τελείως γυμνή». Έτσι, γδύνεται, ρίχνει τα ζάρια, και φωνάζει: «Έλα μωρό μου. Η μαμά χρειάζεται καινούρια ρούχα!» Καθώς τα ζάρια σταματούν, αρχίζει να χοροπηδάει τσιρίζοντας: «ΝΑΙ! ΝΑΙ! ΚΕΡΔΙΣΑ!» Αγκαλιάζει και τους δύο ντίλερ, παίρνει τα κέρδη της και τα ρούχα της, και φεύγει γρήγορα.

Οι ντίλερ κοιτάζουν ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι. Τελικά, ο ένας από τους δύο ρωτά: «Τι έφερε;» Ο άλλος απαντά: «Δεν ξέρω – νόμιζα ότι κοίταζες εσύ».

Ηθικό δίδαγμα: Δεν είναι όλες οι ξανθιές χαζές, αλλά όλοι οι άντρες είναι άντρες.

Να άλλο ένα παράδειγμα αυτού του νεοφεμινιστικού είδους:

Μέσα σε ένα αεροπλάνο μια ξανθιά κάθεται δίπλα σε ένα δικηγόρο. Ο δικηγόρος προσπαθεί να την πείσει να παίξουν ένα παιχνίδι με το οποίο θα διαπιστώσουν ποιος έχει περισσότερες γενικές γνώσεις. Στο τέλος, της λέει ότι θα της προσφέρει πιθανότητες δέκα προς ένα. Κάθε φορά που εκείνος δε θα γνωρίζει την απάντηση σε μια δική της ερώτηση, θα της πληρώνει πενήντα δολάρια.

Εκείνη συμφωνεί να παίξει, και ο άντρας τη ρωτά: «Ποια είναι η απόσταση από τη γή στο πιο κοντινό άστρο;»

Η γυναίκα δε λέει τίποτα, απλά του δίνει ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων.

Εκείνη τον ρωτά: «Τι είναι εκείνο που ανεβαίνει ένα λόφο με τρία πόδια και τον κατεβαίνει με τέσσερα πόδια;»

Σκέφτεται για αρκετή ώρα αλλά στο τέλος αναγκάζεται να ομολογήσει ότι δεν έχει ιδέα. Της δίνει πενήντα δολάρια.

Η ξανθιά βάζει τα λεφτά στην τσάντα της χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο.

Ο δικηγόρος λέει: «Για περίμενε. Ποια είναι η απάντηση στην ερώτησή σου;»

Χωρίς να πει λέξει του δίνει πέντε δολάρια.


 (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΑΤΥΠΟΥΣ, 2008, σελ. 180-182)

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Στωικισμός: πως μαθαίνουμε να μη νοιαζόμαστε


«Φιλοσοφώ» κάτι σημαίνει αποδέχομαι αυτό που δεν μπορώ να αλλάξω. Τι συμβαίνει με την αναπόφευκτη διαδικασία της γήρανσης και τη βραχύτητα του βίου; Πως πρέπει να νιώθετε για τα γνωρίσματα της ανθρώπινης κατάστασης; Το ίδιο;

Όταν οι άνθρωποι λένε ότι «φιλοσοφούν» αυτό που τους συμβαίνει, χρησιμοποιούν τη λέξη με τον τρόπο των Στωικών. Η λέξη «Στωικός» προέρχεται από τη Στοά, μια ζωγραφιστή σκεπαστή είσοδο στην Αθήνα όπου συναντιόταν αυτοί οι φιλόσοφοι. Ένας από τους πρώτους ήταν ο Ζήνων ο Κιτιεύς (334-262 π. Χ.). Οι πρώτοι Έλληνες Στωικοί είχαν απόψεις για μια ευρεία γκάμα φιλοσοφικών προβλημάτων, όπως για την πραγματικότητα, τη λογική και την ηθική. Αλλά ήταν διάσημοι κυρίως για τις απόψεις τους περί του ψυχικού ελέγχου. Η βασική τους ιδέα ότι πρέπει να μας απασχολούν μόνο τα πράγματα που μπορούμε να αλλάξουμε. Δεν πρέπει να συγχυζόμαστε για τίποτε άλλο. Όπως οι Σκεπτικοί, οι Στωικοί, απέβλεπαν στην ήρεμη ψυχική διάθεση. Ένας Στωικός, ακόμα κι όταν αντιμετώπιζε τραγικά γεγονότα, όπως τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, έπρεπε να παραμείνει ασυγκίνητος. Τη στάση μας απέναντι σε ότι συμβαίνει μπορούμε να την ελέγχουμε, ακόμα και αν αυτό που συμβαίνει είναι συχνά πέραν του ελέγχου μας

Στην καρδιά του στωικισμού υπάρχει η ιδέα ότι είμαστε υπεύθυνοι για ότι νιώθουμε και σκεφτόμαστε. Μπορούμε να επιλέγουμε πως θα ανταποκριθούμε στην τύχη και στην ατυχία. Κάποιοι βλέπουν τα συναισθήματα τους σαν τον καιρό. Οι Στωικοί, απεναντίας, πίστευαν ότι αυτό που νιώθουμε για μια κατάσταση ή ένα γεγονός είναι ζήτημα επιλογής. Τα συναισθήματα δεν μας συμβαίνουν έτσι απλά. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να οργιζόμαστε όταν κάποιος μας εξαπατά. Οι Στωικοί πίστευαν πως τα συναισθήματα θολώνουν τη λογική και καταστρέφουν την κρίση. Δεν πρέπει απλώς να τα ελέγχουμε, αλλά όποτε είναι δυνατόν να τα αφαιρούμε εντελώς.

Ο Επίκτητος (55-135 μ. Χ.), ένας από τους διασημότερου όψιμους Στωικούς, ήταν αρχικά σκλάβος. Είχε περάσει πολλές δυσκολίες […] – κούτσαινε ως αποτέλεσμα ενός άγριου ξυλοδαρμού. Όταν δήλωνε ότι ο νους μπορεί να παραμείνει ελεύθερος ενώ το σώμα είναι σκλαβωμένο, βασιζόταν στη δική του εμπειρία. Η διδασκαλία του […] συνοψιζόταν στο εξής: «Οι σκέψεις μας εξαρτώνται από μας». […]

Αυτή η σκληρή φιλοσοφία εμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα, αλλά άκμασε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δύο σπουδαίοι συγγραφείς που διέδωσαν τη στωική διδασκαλία ήταν ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων (106-43 π. Χ.) και ο Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (1 π. Χ. - 65 μ. Χ.). Η βραχύτητα του βίου και η αναπόδραστη γήρανση ήταν θέματα που τους ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Αναγνώριζαν ότι η γήρανση είναι μια φυσική διαδικασία και δεν προσπάθησαν να αλλάξουν αυτό που δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Συγχρόνως βέβαια πίστευαν ότι πρέπει να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε στο σύντομο διάστημα που ζούμε. 

Ο Κικέρων ήταν τρομερά πολυάσχολος: ήταν νομομαθής και πολιτικός, καθώς και φιλόσοφος. Στο βιβλίο του Περί γήρατος εντόπισε τέσσερα βασικά προβλήματα όσον αφορά τη γήρανση: η εργασία γίνεται δυσκολότερη, το σώμα πιο αδύναμο, η χαρά από τις σωματικές ηδονές χάνεται, ο θάνατος πλησιάζει. […] Ο Κικέρων θεωρούσε πως αφενός πρέπει να αποδεχτούμε τη φυσική διαδικασία της γήρανσης, αφετέρου να αναγνωρίσουμε ότι η στάση μας απέναντι σ’ αυτή τη διαδικασία δε χρειάζεται να είναι απαισιόδοξη.

Ο Σενέκας, ένας άλλος σπουδαίος εκλαϊκευτής των στωικών αντιλήψεων, ακολούθησε μια παρόμοια γραμμή όταν έγραφε για την βραχύτητα του βίου. Σπάνια ακούμε ανθρώπους να παραπονούνται ότι η ζωή είναι μεγάλη. Οι περισσότεροι λένε ότι είναι πολύ σύντομη. Υπάρχουν τόσα να κάνουν και τόσο λίγος χρόνος να τα κάνουν. Με τα λόγια του Ιπποκράτη: «Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή». Οι ηλικιωμένοι που βλέπουν τον θάνατο να πλησιάζει εύχονται να ζήσουν μερικά χρόνια ακόμα ώστε να πετύχουν όσα πραγματικά ήθελαν στη ζωή τους. Αλλά συχνά είναι πολύ αργά και θλίβονται για όσα θα μπορούσαν να είχαν γίνει. Η φύση είναι σκληρή από αυτή την άποψη. Ενώ πλησιάζουμε την ευτυχία, πεθαίνουμε.   

Ο Σενέκας δε συμφωνούσε με αυτή την άποψη. […] το πρόβλημα, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν ότι ο βίος είναι βραχύς, αλλά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν άσχημα το χρόνο τους. Και πάλι, μεγαλύτερη σημασία έχει η στάση μας […] Δεν πρέπει να θυμώνουμε που ο βίος είναι βραχύς, αλλά απεναντίας να κάνουμε όσα περισσότερα μπορούμε. […]

Μια καλή ζωή έχει το πλεονέκτημα ότι στα γηρατειά δε φοβάται κανείς τις αναμνήσεις του. […] Ο Σενέκας ωθούσε τους αναγνώστες του να απομακρύνονται από το πλήθος και να μην κρύβονται από τον εαυτό τους παριστάνοντας τους πολυάσχολους. […] Ο πιο γόνιμος τρόπος ύπαρξης, δήλωνε ο Σενέκας, ήταν η μελέτη της φιλοσοφίας. Αυτός ήταν ένας τρόπος να ζει κανείς αληθινά.

Ο βίος του Σενέκα του πρόσφερε πολλές ευκαιρίες να ασκεί όσα διακήρυττε. […] Ο Νέρων κατηγόρησε τον Σενέκα ότι συμμετείχε σε μια συνομωσία για να τον δολοφονήσουν. […] Έτσι, ο Σενέκας αυτοκτόνησε και, μένοντας πιστός στον στωικισμό του, υπήρξε γαλήνιος ως το τέλος.

Μπορούμε να σκεφτόμαστε τη βασική διδασκαλία των Στωικών ως ένα είδος ψυχοθεραπείας, ως μια σειρά από ψυχολογικές τεχνικές που θα γαληνέψουν τη ζωή μας. Αποτινάξετε τα οχληρά συναισθήματα που θολώνουν τη σκέψη σας και όλα θα γίνουν πιο ξεκάθαρα. […] Η κατάσταση της αταραξίας, την οποία προέκριναν οι Στωικοί, μπορεί να μειώσει τη δυστυχία ενόψει γεγονότων που δεν ελέγχουμε. Όμως το τίμημα είναι ότι γινόμαστε πιο ψυχροί, πιο άκαρδοι και ίσως λιγότερο ανθρώπινοι. […]


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2012, σελ. 42-48)


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Τι είναι η φιλία;


Η έλξη ανάμεσα στα όντα και η ανάδειξη δεσμών επιλογής προκαλούσαν πάντα ευφορία στους εταίρους και ενδιαφέρον, κάποτε και φθόνο, στους παρισταμένους. Οι κυρίαρχες λέξεις σε αυτό το πεδίο είναι ποικίλες: συνάφεια, συμπάθεια, συναίσθημα, φιλία, έρωτας, στοργή, ευμένεια, οικειότητα, κοινότητα και άλλες. […]

Φιλία και συνάφεια. – Η περισσότερο εμπεριεκτική έννοια και διαδικασία φαίνεται πως είναι εκείνη της «συνάφειας». Ο παλαιός αυτός όρος, αρχικά σε χρήση στους αλχημιστές, κατόπιν στη λογοτεχνία, υποδηλώνει την εγγύτητα, την ομοιότητα, την αυθόρμητη έλξη. Η συνάφεια ενέχει πάντα ένα βίωμα ικανοποίησης για τους εταίρους, που κυμαίνεται από τις αμοιβαίες συμπάθειες που γεννιούνται κατά τις συναντήσεις έως τους δεσμούς φιλίας ή αγάπης που ενώνουν στενά δύο (κάποτε και περισσότερα) πρόσωπα. […] Όμως αποκλείονται από το πεδίο της οι τρόποι σύνδεσης χωρίς επιλογή, όπως η περίπτωση οικογενειακών ή συντεχνιακών δεσμών (ακόμη και αν στους κόλπους τους οι συνάφειες θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο), ενώ αποκλείονται και οι επιλεγμένες αλλά χωρίς σύνδεσμο σχέσεις, οι καθαρές σχέσεις συμφέροντος και χρησιμοποίησης του άλλου.

Η συνάφεια διακρίνεται επίσης από την απλή προτίμηση που μπορεί να παραμείνει μονόπλευρη ή φευγαλέα. Αντίθετα, ενέχει διαδικασίες ταύτισης και εξιδανίκευσης γιατί είναι ενεργές στο πλαίσιο της φιλίας.

Φιλία και έρωτας, στοργή. – Γραπτά και μαρτυρίες αναδεικνύουν δύο φανερές διαφορές αλλά και πολλά κοινά σημεία:

§     Κατ’ αρχάς το σεξουαλικό ορμέφυτο, που κινητοποιεί την επιθυμία και τον ερωτικό εναγκαλισμό. Ας σημειωθεί πάντως πως υπάρχει μεταξύ φίλων κάποια σωματική συμβατότητα και συμπάθεια: η όψη και η φωνή του φίλου μας είναι αγαπητές, διατηρούμε ευλαβικά τις φωτογραφίες που είμαστε μαζί και κάποια συμβολικά δώρα.

§    Στη συνέχεια, μια κατάσταση γοητείας που αναστατώνει. Ο έρωτας όταν γεννιέται κατακλύζει όλο το πεδίο της ύπαρξης, τείνει να αποκλείσει ή να συρρικνώσει τις άλλες μορφές σχέσης και δραστηριότητας. Η φιλία αποδέχεται κάποιο μοίρασμα, μια σχετική πολλαπλότητα. Παραμένει όμως εκτεθειμένη σε κρίσεις σε περίπτωση σοβαρής ασυμφωνίας, ακόμη στη ζήλια εκείνου που φοβάται πως μετράει λιγότερο από κάποιον άλλο για τον καλύτερο του φίλο.

Όπως ο έρωτας, έτσι και η φιλία μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αναβλύσει αρχικά σαν κεραυνοβόλο βίωμα συνοδευόμενο από ιδέες προκαθορισμού. […]

Τέλος, ενώ ο έρωτας μπορεί να είναι μονόπλευρος, άρα πηγή δυστυχίας αν επιμένει, η φιλία εμφανίζεται μόνο ως αμοιβαιότητα. Ξεθωριάζει όταν μια πολύ σκληρή απογοήτευση έρθει και ραγίσει τη δυάδα. 

Ένα ρευστό αίσθημα, περίπου ενδιάμεσο μεταξύ έρωτα και φιλίας, θα μπορούσε να είναι η στοργή, […] αίσθημα κοντινό του συναισθηματικοί δεσίματος.

Φιλία και συμπάθεια. – Αυτός ο όρος με τρέχουσα χρήση δεν εμφανίζεται καν σε όλα τα λεξικά ψυχολογίας. Εν τούτοις, το αίσθημα που υποδεικνύεται προηγείται του σχηματισμού της φιλίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αμοιβαίο και συντηρείται από ένα αρκετά σταθερό πλαίσιο συνκείμενων καταστάσεων. Μια συμπάθεια αναπτύσσεται στη διάρκεια ενός ταξιδιού, μιας κοινά εκτελούμενης εργασίας, ενός πρόσκαιρου παιχνιδιού. Η εντύπωση της τείνει να σβήσει, αφήνοντας κάποτε πίσω της νοσταλγία. Από τη στιγμή που αποκτά διάρκεια, η συμπάθεια οδηγεί σε αυτό που ονομαζόταν από την αρχαιότητα ευμένεια. Ορισμένοι επιφανείς συγγραφείς αποδίδουν στη συμπάθεια μείζονα ρόλο και τη σχέση προς το άλλο, ήδη από την πρώιμη παιδική ηλικία, αντιπαραβάλλοντας τη με τη ζήλια και την απόρριψη. […]

Φιλία και συντροφικότητα. – Τα δύο είδη σχέσεων διακρίνονται σαφώς στα περισσότερα κείμενα και στις περισσότερες απαντήσεις που έδωσαν οι έρευνες. Η διαφορά αφορά ταυτόχρονα την ένταση του δεσμού, τον στενού του χαρακτήρα, τη διάρκεια του την πολυσημία του. Η συντροφικότητα αναπτύσσεται συχνότερα στους χώρους εργασίας, στους χώρους ελεύθερων δραστηριοτήτων, μέσα από καθημερινές επαφές ή ακόμη και μέσα από τη στράτευση σε κοινούς αγώνες. Η μία μορφή σχέσης μπορεί εξάλλου να οδηγήσει στην άλλη, αλλά δεν λειτουργεί και αντίστροφα. […]

Φιλία και κοινότητα. – Αυτή καθαυτή η έννοια της κοινότητας είναι πολύ πλατιά, όπως γράφει ο Ζ. Ντιμπόστ: «Αυτή η λέξη καταδεικνύει ένα σύνολο του οποίου όλα τα στοιχεία συνδέονται μέσω αυτού που τους είναι κοινό». Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Φ. Τένις, καταδεικνύει επίσης μια μορφή συλλογικής ζωής προγενέστερη της τεχνοκρατικής και ατομικιστικής κοινωνίας μας και σύμφωνα με τον Γκ. Γκούρβιτς, μια μορφή κοινωνικότητας μεταξύ του βιώματος μαζικότητας και του βιώματος μέθεξης. Συνυπάρχουν πολλοί άλλοι ορισμοί. […]

Φιλία και σεξουαλικότητα. – Η διαπλοκή των αισθημάτων, των πρακτικών και του δομημένου λόγου μέσα στα γραπτά τεκμήρια και στις μαρτυρίες όλων των εποχών καθιστά παρακινδυνευμένη την αξιολόγηση της αντίστοιχης συμμετοχής κάθε διάστασης ή του ενδεχόμενου συνδυασμού τους. Ενώ μεταξύ ανδρών και γυναικών ο ερωτισμός εύλογα συσχετίζεται με αγάπη και στοργή, μήπως οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις παραμένουν πιο πολύπλοκες από αυτή την άποψη; Σήμερα φαίνεται να έχει αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό το ταμπού και δεν μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος που μπορεί να παίζει η φιλία σε αυτό τον τύπο σχέσης. Αυτό συναντάται στα κείμενα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έως και σε κάποια αποσπάσματα των μεσαιωνικών επών, και, στη συνέχεια, από την Αναγέννηση έως τον 18ο αιώνα πέρα από τα απολογητικά γραπτά μιας ανεπίσημης φιλολογίας.

Αυτή η προβληματική πάνω στη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό που σπάνια προσεγγίζεται χωρίς προκατάληψη (θετική ή αρνητική) […] Είναι γεμάτη σημασία μια φράση, λιγότερο μνημονευμένη από άλλες, που διαβάζει κανείς στον Μοντέν. Αφού έχει χαρακτηρίσει τη φιλία (μεταξύ ανδρών) ως «πνευματική απόλαυση» και αφού έχει αρνηθεί κατηγορηματικά στις γυναίκες την ικανότητα να «υποστηρίζουν τον εναγκαλισμό ενός τόσο πυκνού και μακροχρόνιου δεσμού», γράφει:

«Και βέβαια, χωρίς ετούτο, αν μπορούσε να στηθεί μια τέτοια συνεύρεση ελεύθερη και ηθελημένη, όπου όχι μόνο οι ψυχές θα είχαν την ολοκληρωτική απόλαυση, αλλά ακόμη όπου τα σώματα θα συμμετείχαν στη συνένωση, όπου ο άνθρωπος θα ήταν ολόκληρος δεσμευμένος, είναι βέβαιο πως η φιλία θα ήταν πιο πλήρης, πιο γεμάτη» (Δοκίμια, βιβλίο 1, κεφ. 28).

Μετά από αυτήν τη διαφορική προσέγγιση, είναι δυνατό να διαπιστωθεί ένας εξειδικευμένος ορισμός:

Η φιλία αντιστοιχεί σε ένα δεσμό ευμένειας και εσωτερικότητας μεταξύ δύο (ή πολλών) προσώπων, που δεν θεμελιώνεται ούτε πάνω στη συγγένεια ούτε πάνω στη σεξουαλική έλξη ούτε πάνω στο συμφέρον ή στις κοινωνικές συμβατότητες, έστω κι αν αναγνωρίζεται μια πιθανή παρεμβολή, με την ευρεία έννοια, αυτών των συσχετιζόμενων παραγόντων.


(ΤΟ ΒΗΜΑγνώση, 2007, ΣΕΛ. 6-15)

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Γούντι Αλεν: τι έμαθα από τη ζωή



Στον «Ειρηνοποιό»  ( Love and Death)  ο Γούντι Αλεν σχολιάζει με σαρκασμό όχι μόνον το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος  Τολστόι αλλά και άλλα μεγάλα έργα της ρωσικής λογοτεχνικής παράδοσης, όπως το «Εγκλημα και τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι και το «Πατέρες και γιοι» του Ιβάν Τουργκένιεφ και κλείνει εύστοχα το μάτι στον αγαπημένο του Ινγκμαρ Μπέργκμαν.

 

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Μπορίς (Γούντι Αλεν) κάνει μια ανακεφαλαίωση για το τι έμαθε από τη ζωή:

Το θέμα είναι τι έμαθα από τη ζωή.

Ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε πνεύμα και σώμα. Το πνεύμα καλύπτει την ποίηση, τη φιλοσοφία … αλλά το σώμα είναι αυτό που διασκεδάζει.

Σημασία έχει όμως να μην πικραίνεσαι. Αν υπάρχει Θεός, δεν νομίζω ότι είναι κακός. Απλώς είναι αποτυχημένος στη χείριστη των περιστάσεων. Άλλωστε, υπάρχουν χειρότερα στη ζωή από το θάνατο. Μια βραδιά μ’ έναν ασφαλιστή θα σας πείσει.

Προσπαθήστε να μην σκέφτεστε τον θάνατο σαν τέλος … αλλά σαν καλό τρόπο περικοπής των εξόδων σας.

Όσο για τον έρωτα τι να πεις; Δεν έχει σημασία η ποσότητα των σεξουαλικών σχέσεων … αλλά η ποιότητα. Αν όμως δεν το κάνετε μια φορά στους οκτώ μήνες, σίγουρα υπάρχει πρόβλημα.

Αυτά από μένα παιδιά. Αντίο.


Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η αντεπανάσταση


Εύκολα κατανοούμε τον ρόλο που διαδραμάτισαν στην αντεπανάσταση οι αριστοκράτες και ηγέτες του κλήρου του παλαιού καθεστώτος. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα δεν είχε δοθεί αρκετή προσοχή στη συμμετοχή και της κατώτερης τάξης στην αντεπανάσταση, και γενικά στα συντηρητικά κινήματα. Τη δεκαετία του 1790 στη Γαλλία οι ευγενείς και οι κληρικοί κατόρθωσαν να συσπειρώσουν μεγάλες δυνάμεις καθολικών και βασιλοφρόνων, που αποτελούνταν από τεχνίτες, αγρότες, μεροκαματιάρηδες και ανέργους. Αυτά τα ένοπλα σώματα ατάκτων κατά καιρούς απέκτησαν αρκετή δύναμη ώστε ν’ απειλήσουν την ίδια την Επανάσταση. γιατί όμως πάλευαν αυτοί οι απλοί άνθρωποι να σώσουν την εξουσία και τα προνόμια των αρχοντογεννημένων;

Η αντίσταση ερχόταν συνήθως από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της Γαλλίας. Εκεί ελάχιστα είχαν διεισδύσει η φιλελεύθερη αστική τάξη και οι μεταρρυθμιστικές αξίες της. Οι χωρικοί παρήγαν για τη δική τους κατανάλωση· είχαν μικρή πρόσβαση στα εμπορικά δίκτυα αγορών που αναπτύσσονταν γύρω από τις πόλεις και τους αστούς μεσάζοντες. Μάλιστα στις περιοχές αυτές οι ευγενείς συνήθως εξακολουθούσαν να διαχειρίζονται οι ίδιοι τα κτήματά τους και να τελούν τις παραδοσιακές τους λειτουργίες, διατηρώντας έτσι το κύρος τους. Δεν ήταν τόσο συχνό φαινόμενο το να φεύγουν για να τεμπελιάζουν στις πόλεις, αφήνοντας τους αγρότες τους στο έλεος των επιστατών. Παραδοσιακοί και αυτοί στους τρόπους τους, οι αγρότες και οι τεχνίτες των πιο απομακρυσμένων περιοχών νοιάζονταν μόνο για τον τόπο τους κι έμεναν πεισματικά πιστοί στη παλιά τους θρησκεία. Ο παπάς της ενορίας μοιράζονταν άλλωστε τη φτώχεια τους· αυτός ήταν ο μόνος που τους έφερνε ειδήσεις και ιδέες από τον έξω κόσμο, και μάλιστα ο ίδιος εκπλήρωνε πολλούς οικονομικούς και πολιτικούς ρόλους που αλλού ασκούνταν από τους αστούς. Όταν λοιπόν οι επαναστάτες καταδίωξαν τους ιερείς που δεν έδιναν όρκο πίστης στην Πολιτική Σύνταξη του κλήρου, απελαύνοντας τους και κατηγορώντας τους για προδότες, κι έπειτα στέλνοντας άλλους κληρικούς για να τους αντικαταστήσουν, ή όταν άρπαζαν τις περιουσίες της εκκλησίας για να επιβάλλουν διοικητικά τον αναδασμό, στην πραγματικότητα έπλητταν τους βαθύτατους συναισθηματικούς δεσμούς των κατοίκων της υπαίθρου. Συχνά χιλιάδες χωρικοί ξεσηκώνονταν με το σύνθημα «Ζήτω ο βασιλιάς και ο καλός μας ο παπάς!» 

Συχνά, πάλι, στις αγροτικές περιοχές εντάσσονται στις αντεπαναστατικές ομάδες και οι τεχνίτες. Το οικονομικό σύστημα της ελεύθερης επιχείρησης των αστών ήταν απειλή για τους ειδικευομένους εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίοι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στα αντεπαναστατικά κινήματα. Το 1791 οι επαναστάτες είχαν καταργήσει τις συντεχνίες. Οι αστοί υφασματέμποροι έλεγχαν τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς […] Ήδη πριν από την Επανάσταση άλλωστε οι κλωστοϋφαντουργοί και άλλοι τεχνίτες είχαν εξεγερθεί εναντίον της εισαγωγής των νέων μηχανών […]

Όταν λοιπόν οι χωρικοί και οι τεχνίτες των πιο απομακρυσμένων περιοχών της Γαλλίας κλήθηκαν να καταταγούν στο στρατό για να υπερασπιστούν την Επανάσταση εν έτει 1793, διόλου απροσδόκητα πολλοί πήραν τα όπλα εναντίον της […] Έχοντας στερηθεί την εκκλησία τους, τις συντεχνίες τους και τους καθαγιασμένους τρόπους των προγόνων τους, οι απλοί πολίτες πολλών καθυστερημένων περιοχών στράφηκαν στις αντάρτικες τακτικές που ήταν οι πιο κατάλληλες σ’ αυτές τις συνθήκες. […] Ωστόσο, […] μπορούσαν να παρενοχλήσουν την Επανάσταση αλλά όχι και να τη νικήσουν […] παρ’ όλα αυτά, κατόρθωσαν να κρατήσουν ζωντανή τη σποραδική αντίσταση, και μάλιστα μέχρι τα χρόνια του Ναπολέοντα, και σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μαζί με άλλες παρόμοιες ομάδες, βοήθησαν να σχηματιστεί μια μάζα ανθρώπων της κατώτερης τάξης έτοιμη ν’ ακολουθήσει τα συντηρητικά κοινωνικά κινήματα.   


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, 2009, σελ. 31-33)

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Ο Rousseau και η αρχαία δημοκρατία


Ο Rousseau αναφέρεται διαρκώς στην αρχαιότητα […] Κατ’ αυτόν η Αρχαιότητα δεν αποτελεί πάντοτε «πρότυπον» ή, εν πάση περιπτώσει, όχι το μόνο πρότυπο. Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για τον πρώτο συγγραφέα που τονίζει – στο Κοινωνικό Συμβόλαιο – το ρόλο της άμεσης δημοκρατίας στον αρχαίο κόσμο και επιμένει στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Γνωρίζετε την περίφημη παρατήρησή του για τους Άγγλους που νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή εκλέγουν περιοδικά εκπροσώπους, ενώ είναι ελεύθεροι μόνο για μια φευγαλέα στιγμή, όσο διαρκεί δηλαδή η εκλογική διαδικασία.

Στην καρδιά της πολιτικής φιλοσοφίας του Rousseau θα βρούμε την ιδέα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει ενδιάμεσος μεταξύ του ατόμου και του εαυτού του, ότι ο κυρίαρχος (με την έννοια που δίνει ο Rousseau σε αυτό τον όρο) δεν μπορεί να ασκήσει την κυριαρχία του παρά μόνο όταν ο λαός συνέρχεται και αποφασίζει.

Υπάρχει εδώ ένα είδος ταλάντευσης και μια τραγική πλευρά στη σκέψη του Rousseau, διότι έχει συναίσθηση του αποφασιστικού χαρακτήρα της ποσοτικής διάστασης για την ίδια την άμεση δημοκρατία, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται: ως συνέλευση στον ίδιο χώρο, την ίδια στιγμή του συνόλου των ατόμων που συγκροτούν τον κυρίαρχο· αναφέρει εξάλλου εντελώς ρητά ότι μια τέτοια δημοκρατία θα μπορούσε να πραγματωθεί στο σύγχρονο κόσμο μόνο σε ολιγάριθμες κοινότητες. Εξ ου και το ενδιαφέρον για χώρες όπως η Ελβετία ή η Κορσική, για την οποία και ετοίμαζε σχέδιο συντάγματος.

Το ενδιαφέρον όμως που έχει για μας ο Rousseau στο πλαίσιο της συζήτησής αυτής είναι ότι επιμένει όχι μόνο στη νομική και συνταγματική πλευρά των πολιτικών θεσμών, αλλά και στο γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί ο πολιτικός θεσμός υπό τη στενή έννοια από αυτό που θα αποκαλούσαμε καθολικό θεσμό της κοινωνίας, στον οποίο αναφέρεται με την ορολογία της εποχής του μιλώντας για «ήθη». Ως προς αυτό,  ο Rousseau παραμένει κλασικός· είναι ίσως ο τελευταίος από τους κλασικούς στην πολιτική φιλοσοφία, απόγονος του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, αλλά επίσης του Machiavelli και του Montesquieu.

Αυτός που αναλαμβάνει να δώσει νόμους ή θεσμούς σε ένα λαό, γράφει ο  Rousseau, πρέπει «να αισθανθεί ικανός να αλλάξει, κατά το λεγόμενο, την ανθρώπινη φύση», και αυτό που εννοεί εδώ είναι: πρέπει να αρχίσει από τη μεταρρύθμιση των ηθών τους, διότι αυτό που «συντηρεί το πνεύμα των θεσμών στον λαό» είναι τα ήθη. (Πρέπει να γίνει σαφώς κατανοητό ότι ο όρος «ήθη» δεν παραπέμπει σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «ηθική» δεν παραπέμπει σε αυτό που θα αποκαλούσαμε «ηθική» με την στενή έννοια· πρόκειται για τρόπους του είναι και τρόπους του ζην – η Sittlichkeit του Hegel, και περίπου το ήθος του Ηράκλειτου -, η στάση απέναντι στη ζωή και στον κόσμο, η συμπεριφορά με την καθολική έννοια – και τελικά, στη δική μας γλώσσα, η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας) […] Μετά τον Hegel, οι πτυχές αυτές εξαφανίζονται από το οπτικό πεδίο μιας πολιτικής φιλοσοφίας απίστευτα κοντόφθαλμης […]

Για τον  Rousseau, υπάρχει ένας απαρασάλευτος παράγοντας: το ήθος των ατόμων που ζουν στη κοινωνία. Από αυτή ακριβώς την άποψη θαυμάζει τον αρχαίο κόσμο και αυτό ακριβώς τον κάνει ιδιαίτερα απαισιόδοξο σε ότι αφορά τις πραγματικές πιθανότητες για την εγκαθίδρυση μιας αληθινής δημοκρατίας στην Ευρώπη του 18ου αιώνα: που να βρίσκονται άραγε τα ήθη τα οποία θα επέτρεπαν τη θεμελίωση μιας τέτοιας δημοκρατίας;


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ, 2008, σελ. 46-49)

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Ευκλείδης και Λίνκολν


Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, με την ταινία «Λίνκολν», παρακολουθεί τους τελευταίους τέσσερις μήνες της ζωής ενός από τους πιο σημαντικούς προέδρους της Αμερικής, του Αβραάμ Λίνκολν, στην προσπάθειά του να αλλάξει τον ρου της ιστορίας βάζοντας τέλος στη δουλεία και επαναφέροντας την Ένωση της Αμερικής.

Στην σκηνή που ακολουθεί ο Λίνκολν, συνομιλώντας με δύο νεαρούς στρατιώτες τους αναλύει πως η σκέψη του Ευκλείδη επηρέασε τις πολιτικές του ιδέες:

Λίνκολν: Λέτε να επιλέγουμε τη γέννησή μας;

Στρατιώτης Α: Υποθέτω πως όχι.

Λίνκολν: Μας ταιριάζει η εποχή στην οποία γεννιόμαστε;

Στρατιώτης Α: Δεν ξέρω αν ισχύει για μένα. Εσάς σας ταιριάζει μάλλον, κύριε.

Λίνκολν: Εσύ τι πιστεύεις;

Στρατιώτης B: Εγώ είμαι μηχανικός. Φαντάζομαι υπάρχουν μηχανές αλλά δεν ταιριάζουν σε κάποιον συγκεκριμένα.

Λίνκολν: Είσαι μηχανικός και σίγουρα θα γνωρίζεις τα αξιώματα του Ευκλείδη.

Στρατιώτης B: Στο σχολείο μάλλον τα έμαθα αλλά …

Λίνκολν: Δεν πήγα για πολύ στο σχολείο αλλά μελέτησα τον Ευκλείδη από ένα βιβλίο που δανείστηκα. Λίγα πράγματα κατέληξαν στον εγκέφαλό μου αλλά ότι έμαθα έμεινε εκεί μέσα. Κάποια θεωρία του Ευκλείδη λέει το εξής: Στοιχεία που είναι ίσα προς κάποιο τρίτο είναι και μεταξύ τους ίσα. Είναι κανόνας μαθηματικής λογικής. Πράγματι είναι σωστή. Πάντα έτσι θα είναι. Στο βιβλίο του … ο Ευκλείδης λέει ότι είναι αυτονόητο. Υπάρχει δηλαδή γραμμένος ο κανόνας σε ένα βιβλίο 2.000 ετών. Είναι αυτονόητη αλήθεια ότι πράγματα που είναι ίσα με ένα τρίτο είναι και μεταξύ τους ίσα. Στο ξεκίνημα μας είμαστε όλοι ίσοι. Από εκεί είναι η προέλευση, έτσι; Αυτή η ισορροπία είναι δίκαιη. Αυτή είναι η δικαιοσύνη.


Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Το αντιφεμινιστικό ανέκδοτο


Τα κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα του φεμινισμού είναι πάρα πολλά: δικαίωμα ψήφου, νόμοι για την προστασία των θυμάτων βιασμού, καλύτερη αντιμετώπιση και αποζημίωση στο εργασιακό χώρο. Πρόσφατα, άλλο ένα κοινωνικά άσχημο αποτέλεσμα του φεμινισμού ήταν η αντεπίθεση των αντρών. Απ’ αυτή έχει γεννηθεί μια νέα κατηγορία: το μη πολιτικά ορθό ανέκδοτο.

Το να αποκαλούμε οποιοδήποτε ανέκδοτο που κοροϊδεύει το φεμινισμό μη πολιτικά ορθό προσδίδει μια νέα διάσταση στο ανέκδοτο – «Ξέρω ότι αυτό το ανέκδοτο πηγαίνει ενάντια στην αποδεκτή φιλελεύθερη φιλοσοφία, αλλά δεν μπορείς να κάνεις πλάκα πλέον;» Χαρακτηρίζοντας ένα ανέκδοτο με τον τρόπο αυτό, εκείνος που το λέει υποστηρίζει την ασέβεια, μια ιδιότητα που μπορεί να κάνει το ανέκδοτο ακόμα πιο αστείο, και πιο κοινωνικά επικίνδυνο για κείνον που το λέει, όπως γίνεται φανερό σ’ αυτό το τραβηγμένο ανέκδοτο:

Σε μια υπερατλαντική πτήση, ένα αεροπλάνο περνάει μέσα από μια μεγάλη καταιγίδα. Οι αναταράξεις είναι τρομερές, και ενώ τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, ένας κεραυνός χτυπά το ένα φτερό.

Μια γυναίκα πανικοβάλλεται. Σηκώνεται όρθια στο μπροστινό μέρος του αεροπλάνου φωνάζοντας: «Είμαι πολύ νέα για να πεθάνω!» Μετά φωνάζει: «Λοιπόν, αν πρόκειται να πεθάνω, θέλω τα τελευταία μου λεπτά στη γη να είναι αξέχαστα! Κανείς δεν με έχει κάνει ποτέ να νιώσω στ’ αλήθεια σαν γυναίκα. Ε λοιπόν, βαρέθηκα. Υπάρχει κάποιος μέσα σ’ αυτό το αεροπλάνο που μπορεί να με κάνει να νιώσω στ’ αλήθεια σαν γυναίκα;»

Για ένα λεπτό επικρατεί σιωπή. Όλοι έχουν ξεχάσει ότι κινδυνεύει η ζωή τους, και κοιτάζουν, καθηλωμένοι, την απελπισμένη γυναίκα στο μπροστινό μέρος του αεροπλάνου.

Τότε, από το πίσω μέρος του αεροπλάνου, ένας άντρας σηκώνεται όρθιος. Είναι ένας ψηλός, μαυρισμένος παίδαρος με κατάμαυρα μαλλιά, και αρχίζει να περπατά αργά στο διάδρομο, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό του. «Εγώ μπορώ να σε κάνω να νιώσεις σα γυναίκα». Λέει.

Όλοι τους παρακολουθούν ακίνητοι. Καθώς ο άντρας πλησιάζει, η γυναίκα αρχίζει να αναστατώνεται. Εκείνος βγάζει το πουκάμισό του. Μύες διαγράφονται στο στήθος του και καθώς την πλησιάζει, τεντώνει το χέρι του κρατώντας το πουκάμισό του προς την τρεμάμενη γυναίκα, λέει: «Σιδέρωσε αυτό».


 (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΑΤΥΠΟΥΣ, 2008, σελ. 179-180)

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Τα κλειδιά της διαλεκτικής τέχνης


Τις περισσότερες φορές πάμε κόντρα σε μια άποψη,
ενώ στην πραγματικότητα αυτό που δε μας αρέσει είναι
ο τόνος με τον οποίο την εκφράζουν
Φ. Νίτσε


Να ακούμε ενεργητικά. Οι μεγάλοι ομιλητές ξεχωρίζουν επειδή ξέρουν να ακούν χωρίς να διακόπτουν τους συνομιλητές τους για να εκφράσουν τη δική τους άποψη. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια συμπεριφορά  …. από μέρους μας θα ξεφουσκώσει τον ενθουσιασμό του άλλου.

Να λέμε τη γνώμη μας μόνο αν μας τη ζητάνε. Το να εισβάλουμε στο ξένο έδαφος για να πούμε σε κάποιον τι πρέπει να κάνει είναι παράγοντας προστριβής. Οι κρίσεις επί προσωπικών θεμάτων είναι επιτρεπτές μόνο όταν μας τις ζητούν με παρρησία.

Να αποφεύγουμε τους περισπασμούς. Τίποτα δεν είναι πιο αποθαρρυντικό για κάποιον που μας ανοίγει την καρδιά του, από το να απαντάμε στο κινητό μας που χτυπάει.

Να σχηματίζουμε ερωτήσεις. Όταν κάποιος αναλύει μια εμπειρία ή εκθέτει μια άποψη, η ομιλία του μπορεί να καταλήξει να θυμίζει στεγνή δεξαμενή αν περιοριστούμε μόνο στο να ακούμε. Το να ρωτάμε για διάφορες όψεις του θέματος που μας παρουσιάζουν είναι ένας θαυμάσιος τρόπος για να δώσουμε βάθος στο διάλογο.


 (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2010, σελ. 135-136)

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Η επικούρεια θεραπεία


Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος (341-270 π. Χ) υποστήριζε ότι ο φόβος του θανάτου είναι χάσιμο χρόνου και βασίζεται σε κακή λογική. Είναι μια ψυχική διάθεση την οποία πρέπει να ξεπεράσουμε […]

Ο Επίκουρος γεννήθηκε στη Σάμο. Πέρασε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στην Αθήνα, όπου έγινε μια θρυλική μορφή προσελκύοντας πολλούς μαθητές οι οποίοι ζούσαν μαζί του σε μια κοινότητα. Αυτή περιλάμβανε επίσης γυναίκες και σκλάβους –κάτι σπάνιο για την αρχαία Αθήνα. […] Διεύθυνε τη φιλοσοφική του σχολή σε ένα σπίτι με κήπο, γι αυτό και έμεινε γνωστό ως ο κήπος. […] Ήταν σημαντικό για όσους τον ακολουθούσαν να εφαρμόζουν στην πράξη τη φιλοσοφία του, όχι απλώς να τη μαθαίνουν

Για τον Επίκουρο, το μυστικό της ζωής, είναι να καταλάβουμε ότι αναζητούμε ηδονή και, ακόμα πιο σημαντικό, ότι αποφεύγουμε την οδύνη όποτε μπορούμε. Αυτά μας παρακινούν […] Ο καλύτερος τρόπος να ζείτε, συνεπώς, είναι ο εξής: να έχετε έναν απλούστατο τρόπο ζωής, να είστε καλοί με τους γύρω σας και να περιστοιχίζεστε από φίλους. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορείτε να ικανοποιείτε τις περισσότερες επιθυμίες σας. Δε θα θέλετε κάτι που δε θα μπορείτε να το αποκτήσετε. […] Είναι πολύ καλύτερο να ζείτε απλά. Αν οι επιθυμίες σας είναι απλές, ικανοποιούνται εύκολα, συνεπώς έχετε τον χρόνο και την ενέργεια να απολαμβάνεται τα πράγματα που έχουν σημασία. Αυτή ήταν η συνταγή του Επίκουρου για την ευτυχία και έχει πολύ νόημα.

Αυτή η διδασκαλία ήταν μια μορφή θεραπείας. Στόχος του Επίκουρου ήταν να θεραπεύσει τους μαθητές του από την ψυχική οδύνη και να τους δείξει πως ο σωματικός πόνος γίνεται ανεκτός όταν θυμόμαστε περασμένες ηδονές. Επισήμαινε πως οι ηδονές είναι ευχάριστες την εκάστοτε στιγμή, αλλά είναι επίσης ευχάριστες όταν τις θυμόμαστε μετά, συνεπώς μας ωφελούν και μακροπρόθεσμα. Καθώς πέθαινε και βρισκόταν σε επώδυνη κατάσταση έγραψε σε ένα φίλο του για το πώς κατόρθωσε να αποστασιοποιηθεί από την αρρώστια του ενθυμούμενος τη χαρά από τις παλαιότερες συζητήσεις τους.

Όλα αυτά διαφέρουν από τη σημερινή σημασία της λέξης «επικούρειος». Σημαίνει σχεδόν το αντίθετο. Ένας «επικούρειος» άνθρωπος αρέσκεται σε καλό φαγητό, ενδίδει στην πολυτέλεια και την αισθησιακή ηδονή. Τα γούστα του Επίκουρου ήταν πολύ πιο απλά. Δίδασκε την ανάγκη να είναι κανείς μετριοπαθής: όποιος παραδίδεται σε άπληστες ορέξεις απλώς δημιουργεί όλο και περισσότερες επιθυμίες, οπότε στο τέλος προκαλεί την ψυχική αγωνία του ανεκπλήρωτου πόθου. Μια τέτοια ζωή αέναης επιθυμίας πρέπει να αποφεύγεται. Αυτός και οι οπαδοί του ζούσαν με ψωμί και νερό […] Παρά ταύτα, οι εχθροί του υποστήριζαν ότι στην κοινότητα του Κήπου οι Επικούρειοι έτρωγαν, έπιναν, και έκαναν σεξ σε ένα ατελείωτο όργιο. Έτσι προέκυψε η νεότερη σημασία της λέξης «επικούρειος» […]   

Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Επίκουρος, έγραψε κάπου τριακόσια βιβλία σε πάπυρο αν και κανένα δεν έχει σωθεί. Ότι γνωρίζουμε για αυτόν προέρχεται κυρίως από σημειώσεις των οπαδών του. […] Μια άλλη σημαντική πηγή πληροφοριών για τη διδασκαλία του Επίκουρου είναι το μακροσκελές ποίημα Για τη φύση των πραγμάτων του Ρωμαίου φιλόσοφου-ποιητή Λουκρήτιου. Αυτό το ποίημα, που το συνέθεσε ο Λουκρήτιος πάνω από διακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Επίκουρου, συνοψίζει τις βασικές διδασκαλίες της σχολής του.

Ας επανέλθουμε λοιπόν στο ερώτημα του Επίκουρου: γιατί δεν πρέπει να φοβάστε τον θάνατο; Ένας λόγος είναι ότι δεν τον βιώνετε. Ο θάνατος σας δεν θα είναι κάτι που θα συμβεί σ’ εσάς. Όταν συμβεί δε θα είστε εκεί. Ο φιλόσοφος του 20ου αιώνα Λούντβιχ Βιτγκενστάιν έγραψε κάτι παρόμοιο στο Tractatus Logico-Philosophicus: «Ο θάνατος δεν είναι ένα γεγονός στη ζωή». Σύμφωνα με αυτή την ιδέα, τα γεγονότα είναι πράγματα που βιώνουμε, αλλά ο ίδιος ο θάνατός μας είναι μια αφαίρεση της πιθανότητας της εμπειρίας, όχι κάτι επιπλέον το οποίο θα μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε και κάπως να βιώσουμε. 

Όταν φανταζόμαστε τον ίδιο μας τον θάνατο, υποστήριζε ο Επίκουρος, οι περισσότεροι κάνουμε το λάθος να σκεφτόμαστε πως θα έχει απομείνει κάτι από μας το οποίο θα νιώθει ότι θα έχει συμβεί στο νεκρό σώμα. Αλλά έτσι παρανοούμε αυτό που είμαστε. Είμαστε δεμένοι στο συγκεκριμένο σώμα μας, τη σάρκα και τα οστά μας. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, αποτελούμαστε από άτομα (αν και με αυτό τον όρο εννοούσε κάτι διαφορετικό απ’ ότι εννοούν οι νεότεροι επιστήμονες). Μόλις αυτά τα άτομα διαλυθούν με τον θάνατο, δεν υπάρχουνε πια ως πρόσωπο με τη δυνατότητα της συνείδησης. Ακόμα και αν κάποιος κατόρθωνε να επανασυνδέσει όλα τα κομμάτια αργότερα και να εμφυσήσει ζωή στο ανασυγκροτημένο σώμα, αυτό δε θα είχε καμιά σχέση μ’ εμένα. Το νέο έμβιο σώμα δεν θα ήμουν εγώ, παρ’ ότι θα έμοιαζε μ’ εμένα. Δε θα ένιωθα τους πόνους του, επειδή, μόλις το σώμα πάψει να λειτουργεί, τίποτα δεν μπορεί να το επαναφέρει στη ζωή. Η αλυσίδα της ταυτότητας θα έχει σπάσει. 

Ο Επίκουρος πίστευε πως μπορούσε να θεραπεύσει τους οπαδούς του από το φόβο του θανάτου και με το να επισημαίνει τη διαφορά ανάμεσα σε όσα νιώθουμε για το μέλλον και με όσα νιώθουμε για το παρελθόν. Νοιαζόμαστε για το ένα μα όχι για το άλλο. Σκεφτείτε το χρόνο προτού γεννηθείτε, όλο αυτό το χρόνο όπου δεν υπήρχατε. Όχι μόνο τις εβδομάδες που βρισκόμασταν στη μήτρα της μητέρας σας και θα μπορούσατε να είχατε γεννηθεί πρόωρα, ή ακόμα το σημείο προτού οι γονείς σας σας συλλάβουν και ήσασταν απλώς μια πιθανότητα για αυτούς, αλλά τα δισεκατομμύρια χρόνια προτού γεννηθείτε. Συνήθως δεν ανησυχούμε επειδή δεν υπήρχαμε όλες αυτές τις χιλιετίες πριν από τη γέννησή μας. Γιατί να νοιάζεται κάποιος για όλο αυτό το χρόνο όπου δεν υπήρχε; Αν όμως αυτό ισχύει, γιατί να νοιαζόμαστε τόσο πολύ για όλους τους αιώνες της μη ύπαρξης μας μετά θάνατον; Η σκέψη μας είναι ασύμμετρη. Έχουμε την προκατάληψη να ανησυχούμε για το χρόνο μετά το θάνατό μας παρά για το χρόνο πριν από τη γέννησή μας. Ο Επίκουρος το θεωρούσε λάθος. Μόλις το καταλάβετε, θα αρχίσετε να σκέφτεστε τον χρόνο μετά το θάνατό σας όπως σκέπτεστε τον πρότερο χρόνο. Τότε δε θα νοιάζεστε τόσο πολύ.

Κάποιοι άνθρωποι ανησυχούν πολύ πως θα τιμωρηθούν, μετά θάνατον. Ο Επίκουρος απέρριπτε και αυτή την ανησυχία. Οι θεοί δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τη δημιουργία τους, έλεγε με σιγουριά στους οπαδούς του. Υπάρχουν ανεξάρτητα από μας και δεν εμπλέκονται σε όσα γίνονται στον κόσμο. Έτσι θα είστε μια χαρά. Αυτή είναι η θεραπεία του, ο συνδυασμός αυτός των επιχειρημάτων. Ο Επίκουρος συνόψισε τη φιλοσοφία του στην επιτύμβια επιγραφή του:

«Δεν ήμουν. Ήμουν. Δε με νοιάζει».


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2012, σελ. 35-41)

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Η ασθένεια του καπιταλισμού


Αυτή τη σύγχυση ανάμεσα στην Αστική Εποχή και τον καπιταλισμό σχεδόν όλος ο κόσμος την κάνει, χωρίς να καταλαβαίνει πόσο είναι κακοήθης και παραπλανητική. […]

Η Αστική Εποχή βάσταξε έξη μ’ εφτά αιώνες. Δεν είναι λίγο για μια ιστορική περίοδο. Ο καπιταλισμός όμως δεν έχει συνδέσει τη μοίρα του με τον αστικό κόσμο. Είναι σύγχρονος με την εμφάνιση του ανθρώπου σε τούτο τον πλανήτη. Εδώ και είκοσι ή σαράντα χιλιάδες αιώνες, σ’ αυτόν οφείλονται όλες οι πρόοδοι της ανθρωπότητας. Ο αστικός κόσμος ήταν μια αρρώστια του καπιταλισμού, αρρώστια παιδική, κακοήθης βέβαια, και πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι που ο καπιταλισμός ελευθερώνεται επιτέλους απ’ αυτήν. Γιατί ο καπιταλισμός έχει όλη τη ζωή μπροστά του, τώρα που πάει να γιατρευτεί από την αστική του ασθένεια. Θα μπορέσει να μεγαλώσει, να γίνει ωραίος, να ακμάσει. Η απάρνηση του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσε με απάρνηση εκείνου του στοιχείου που είναι ιδιαίτερο στον άνθρωπο, του ίδιου του μέλλοντος του είδους μας.

Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός της Αστικής Εποχής σαν τον διαβήτη του καπιταλισμού. Ο διαβήτης είναι η παρουσία υπερβολικού σάκχαρου στον οργανισμό. Το σάκχαρο του καπιταλισμού είναι το χρήμα. Το χρήμα χρειάζεται, μα όχι σε υπερβολικές δόσεις. Η Αστική Εποχή ψέφτισε τον ορισμό του καπιταλισμού γιατί δεν μπόρεσε να περιορίσει το χρήμα στην αναγκαία αλλά περιορισμένη λειτουργία του! Ξαφνικά, όλοι οι μεταβολισμοί χάλασαν. Αυτό γιατρεύεται, είναι μια αρρώστια από την οποία κανείς να θεραπευτεί.

D. L. Bruckberger, Ο καπιταλισμός

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ, 1985, σελ. 61- 62)