Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Η αταραξία των στωικών


Το θεμελιώδες ζήτημα όλης της Ελληνικής Φιλοσοφίας είναι το ζήτημα του υπέρτατου αγαθού. Και η απάντηση της Στοάς, όπως και όλων των άλλων συστημάτων, κλασικών και ελληνιστικών, είναι ότι υπέρτατο αγαθό στη ζωή είναι η ευδαιμονία. Όμως, ενώ ο Χριστιανός δέχεται την ευλογία ενός θεού που παρέχει την ελπίδα και μαζί την πραγμάτωσή της, ο Έλληνας φιλόσοφος πιστεύει πως μπορούμε, μες σε τούτο το βασανισμένο κόσμο, να κερδίσουμε από μόνοι μας την ευτυχία.

Για τον Στωικό ο σκοπός της ζωής ταυτίζεται με τον ενάρετο βίο κι αυτό, πάλι, σημαίνει ότι το μόνο αληθινό αγαθόν είναι το ηθικό αγαθόν. Και ως τέτοιο είναι το μόνο πράγμα που αξίζει· και επιπλέον, είναι αρκετό για να ζει κανείς ευτυχισμένος. Δηλαδή η χρηστότητα – η ευδαιμονία – εναπόκειται σε μια εσωτερική στάση, στην αγαθή βούληση, όπως θα έλεγε ο Καντ. Δεν έχει σημασία τι εξωτερικά γεγονότα έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Αυτό που μετράει είναι ότι θέλει το πρέπον, ότι πράττει το πρέπον, ότι κάνει σωστή χρήση των όσων του συμβαίνουν.

Όμως αν ο Στωικός επιδιώκει να γίνει αφέντης του εαυτού του, το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Σε τι έγκειται η ιδιαιτερότητα της στωικής αντίληψης ως προς την κυριαρχία πάνω στον εαυτό; Χωρίς άλλο στην ελευθερία από τα πάθη· στην απάθεια. Η αρετή συνίσταται στο να μην ταράζεται κανείς από τα γεγονότα.

[…] Όμως, ενώ ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος θεωρούν ότι ο θυμός μπορεί να παρακινήσει σε σπουδαίες πράξεις, οι Στωικοί αμφιβάλλουν πολύ για την βοήθεια που μπορεί να προσφέρουν τα πάθη στην υπόθεση της αρετής. Ακόμα και τα καλά πάθη τείνουν να τα θεωρούν κακούς στρατιώτες, κακούς συμμάχους στον αγώνα της ζωής […] μπορούν επίσης να τον οδηγήσουν στην καταστροφή […] Κοντολογίς, οι Στωικοί δεν εμπιστεύονται την «εμπαθή» αρετή, την αρετή που βασίζεται στο συναίσθημα. Αναζητούν την αρετή που βασίζεται σε αρχές. […]

Όπως φαίνεται, το πιστεύω τους είναι «Η ψυχή μου και ο θεός», και όχι «Η ψυχή μου, οι ψυχές των συνανθρώπων μου και ο θεός». Κι αν διατείνεται ότι νιώθει λύπη για κάποιον συνάνθρωπο, τούτη η λύπη δεν είναι από καρδιάς, είναι μια καθωσπρέπει προσποίηση. Γιατί όπως λέει ο Επίκτητος, «Αν το φέρει η τύχη, μη διστάσεις να συμπαρασταθείς σ’ αυτόν που υποφέρει, να τον παρηγορήσεις με τα λόγια σου, ακόμα και ν’ αναστενάξεις μαζί του. Εντούτοις, πρόσεχε, μην τυχόν στενάξεις και μέσα σου». (Εγχειρίδιον 16)

[…] Όπως εξηγεί ένας από τους παλαιούς σχολιαστές, η συμπόνια του σοφού δεν μπορεί να είναι μήτε προσποιητή μήτε επιτηδευμένη, γιατί δεν του είναι επιτρεπτό να ψεύδεται […] Άλλο έχει στο νου του ο Επίκτητος: να συναισθάνεσαι και να προσφέρεις βοήθεια στον άλλο, με τον ίδιο τρόπο που θα προσπαθούσες να σώσεις κάποιον που πνίγεται μες στη θάλασσα. Με το να στέκεσαι στην ακτή δεν τον σώζεις· πρέπει να μπεις στο νερό· και θα το κάνεις επειδή τον συμπονάς. Όμως δεν θα αφεθείς να σε παρασύρει το ρεύμα. Μ’ άλλα λόγια, δεν πρέπει να συμπονάς υπερβολικά, αλλιώς θα πνιγείτε και οι δύο.  Να μην χάνεις από τα μάτια σου την ευρύτερη εικόνα. Αυτό ακριβώς απαιτεί και ο Σωκράτης από τον Κρίτωνα. Αυτός που δεν έχει προσβληθεί από το κακό πρέπει να έχει το μυαλό του καθαρό και ψύχραιμο· να δίνει φρόνιμες συμβουλές. Και μπορεί να το κάνει μόνο αν, χωρίς να ξεχνά πως δεν είναι ο ίδιος που υποφέρει, είναι σε θέση να δει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις.

Ο Στωικός σοφός, λοιπόν, δεν είναι Ινδός βουδιστής. Δεν είναι αλήθεια ότι κάνει το καλό χωρίς να συναισθάνεται και να συμπονά τους άλλους. Τα ίχνη των παθών, οι ουλές, όπως λέει ο Ζήνων (SVF, 1 απ. 215), παραμένουν στην ψυχή του. Το ίδιο παραδέχεται και ο Χρύσιππος. Ο Σενέκας το λέει ωραία: «Δεν αποτελεί δύναμη το να αντέχει κανείς κάτι που δεν αισθάνεται» (De Constantia X 4). Βεβαιότατα, ο σοφός υποτάσσει τα συναισθήματά του· τα ελέγχει, όμως δεν παύει να έχει αισθήματα. […] Απάθεια σημαίνει ότι ο σοφός δεν επιτρέπει να μεγεθύνονται οι εφήμερες αντιδράσεις και να γίνονται πάθη και σταθερές αξίες, ακριβώς όπως δεν του αρκεί απλώς να τις μετριάζει. […] Ο οίκτος, για παράδειγμα, είναι ένα πάθος που βλάπτει και αυτόν που τον αισθάνεται και αυτόν που υποφέρει. Όμως η συμπάθεια, όπως και η φιλανθρωπία, είναι καλά αισθήματα. Όπως λέει ο Σενέκας (De Clementia II 6) «κάνουμε κι εμείς ότι και οι άνθρωποι με πάθη, όμως με διαφορετικό τρόπο» […] Το ζητούμενο δεν είναι η απάθεια, αλλά – για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της Στοάς – η ευπάθεια (το καλό συναίσθημα). Αντί για ηδονή, φόβο και επιθυμία, ο σοφός θα επιζητήσει τη χαρά, την προσοχή («ευλάβεια») και την ορθή βούληση. […] Για να το πούμε όπως ο Ζήνων, ευπάθεια είναι η αβίαστη ροή της ζωής· μια συναισθηματική σταθερότητα, όπως υποστηρίζει ο Σενέκας, που τη χαρακτηρίζει η αταραξία.

Ludwig Edelstein, Ο Στωικός Σοφός

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, 2002, σελ. 17-21)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου