Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Τι είναι φίλος

[…] Με την ευκαιρία, σου είπα τι με είχε «τραβήξει» στον Πυθαγόρα; Αυτός ανακάλυψε τη λέξη φιλία. Το ήξερες; Όταν τον ρώτησαν τι είναι φίλος, απάντησε:

«Αυτός που είναι ο άλλος σου εαυτός, όπως το 220 και το 284».

Δύο αριθμοί είναι «φίλιοι» ή «φιλικοί», αν ο καθένας ισούται με το άθροισμα όσων μετρούν (δηλαδή διαιρούν) τον άλλο. Οι πιο διάσημοι φίλιοι αριθμοί του Πυθαγόρειου Πανθέου είναι οι 220 και 284. κάνουν ένα ταιριαστό ζευγάρι. […] Αν έχεις καιρό, επαλήθευσέ το. […]

Με λύσσα, έσβηνε και ξανάρχιζε. Στο τέλος, ανάμεσα σε μουντζούρες, διαγραφές και διορθώσεις κατέληξε:

Διαιρέτες του 220: 1, 2, 4, 5, 10, 11, 20, 22, 44, 55, 110.

Διαιρέτες του 284: 1, 2, 4, 71, 142.

Άθροισμα των διαιρετών του 220; Άρχισε να προσθέτει […] Στο τέλος βρήκε το αποτέλεσμα 284! […]

Άθροισμα των διαιρετών του 284; […] 220!

Ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του! «Ιδού, το επαλήθευσα. Πρόκειται για φίλους!»



(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ, 1999, σελ. 118,122)


*
Φίλοι αριθμοί

O Ιάμβλιχος εις την πραγματείαν του Περί της Νικόμαχου Αριθμητικής Εισαγωγής σελ. 35, 6, λέγει, ότι ο Πυθαγόρας, όταν τις τον ηρώτησε «τί έστι φίλος» είπεν «έτερος εγώ». Εκ της γνώμης αυτής του Πυθαγόρου εδόθη αφορμή και ευρέθησαν υπό των Πυθαγορείων οι αριθμοί, οι όποιοι καλούνται φίλοι αριθμοί. Καλούνται δε δύο αριθμοί φίλοι,  προσθέτει ο Ιάμβλιχος, όταν το άθροισμα όλων των πηλίκων του πρώτου ισούται με τον δεύτερον αριθμόν και το άθροισμα όλων των πηλίκων του δευτέρου ισούται με τον πρώτον αριθμόν. Οι δύο αριθμοί π.χ. 220 και 284 είναι φίλοι αριθμοί, διότι:


Ευάγγελου ΣταμάτηΕλληνικά Μαθηματικά

[Μορφωτικαί εκδόσεις, 1979, σελ. 53-54]

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Κων/νος Καραμανλής: για τη «σημερινή» κατάσταση

[…] Η προσαρμογή είναι ο ισχυρότερος νόμος της ζωής και όποιος δεν συμμορφώνεται με αυτόν δεν μπορεί να επιβιώσει.

11.4.78, Ομιλία στο Συνέδριο ΠΑΣΕΓΕΣ

v   

[…] Δεν υπάρχουν μαγικαί λύσεις των προβλημάτων. […] Το μυστικόν της επιτυχίας είναι ο μόχθος.

23.11.74, Προς την πρώτη Κοινοβουλευτική Κυβέρνηση

v   

Στη ζωή πολλές φορές οι δυσκολίες γίνονται κίνητρο για περισυλλογή: ξυπνούν και εντείνουν την αγωνιστικότητά μας και τελικά οδηγούν σε καινούριες και μεγαλύτερες κατακτήσεις, […]

31.12.79, Πρωτοχρονιάτικο Μήνυμα

v   

Είναι […] λυπηρό που στη καταναλωτική εποχή μας τα ιδανικά παρεχώρησαν τη θέση τους στον ευδαιμονισμό. Το φαινόμενο αυτό είναι ανησυχητικό και θα πρέπει να το προσέξει η ποικιλώνυμη ηγεσία του τόπου μας και να διδάξει στον Λαό ότι η ευδαιμονία δεν συμπίπτει με τον ευδαιμονισμό. […]

1.1.80, Ομιλία στη Στρατιωτική Λέσχη

v   

[…] Τον τελευταίο καιρό η ανθρωπότητα μπήκε σε μια έντονη και πολύμορφη κρίση. Η σύγχυση και, θα έλεγα, η αναρχία που επικρατεί σήμερα στον κόσμο, παίρνει τέτοια μορφή και τέτοιες διαστάσεις, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι επιδιώκομε την αυτοκαταστροφή μας […]

25.6.81, Λόγος στην Πορτογαλική Βουλή

v   

Από τις ιδέας σας αντιπαθώ περισσότερο τις μεθόδους σας, διότι δεν έχετε το θάρρος να ειπήτε την αλήθεια.

12.6.76, απευθυνόμενος στην Αντιπολίτευση

v   

Η αντιπολίτευσης δια να ασκήση αντιπολίτευσιν, επικαλείται πολλάκις πράγματα αναληθή, τα οποία όμως δια της συχνής επαναλήψεως καταλήγει να τα πιστεύη και η ιδία ως αληθή. Και τότε, γίνεται θύμα ενός αυτοτροφοδοτούμενου φανατισμού, που την εμποδίζει να ασκήση το έργον της κατά τρόπον ψύχραιμον και επικοδομητικόν.

28.3.75, Βουλή

Ο Πολιτικός Λόγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή

(ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, 2004, σελ. 129, 210-213)


Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Η κοσμοθεωρία της αστικής τάξης

Η αστική τάξη ήταν υπεύθυνη για την αποκοπή της ευρωπαϊκής κοινωνίας από τα παλιά πρότυπα ζωής και την εξώθησή της σε καινούργια. […] Χρησιμοποίησε τις θεωρίες ενός αριθμού πολιτικών οικονομολόγων. […]

Τα έργα του οικονομολόγου Αδάμ Σμίθ προώθησαν την εκτίμηση της αστικής τάξης για την ατομική επιχείρηση. Τα γραπτά μιας άλλης ομάδας, των κλασικών ή φιλελευθέρων οικονομολόγων –ιδιαίτερα των Άγγλων Θωμά Μάλθου και Δαβίδ Ρικάρντο- περιείχαν αρχές ελκυστικές για τους επιχειρηματίες που επιθυμούσαν να αναδιοργανώσουν ελεύθερα τις οικονομίες των χωρών τους. Τα κύρια στοιχεία των θεωριών που διαμόρφωσαν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, ήταν:

v  Οικονομικός ατομικισμός: Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί για το αποκλειστικό του συμφέρον την ιδιοκτησία που έχει κληρονομήσει ή αποκτήσει με οποιαδήποτε νόμιμη μέθοδο. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να κάνουν ότι τους αρέσει, στο βαθμό που δεν παρεμποδίζουν το αντίστοιχο δικαίωμα των άλλων να κάνουν το ίδιο.

v  Laissez faire: Ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό που απαιτεί η δημόσια ασφάλεια. Το κράτος θα πρέπει να αρκεσθεί στο ρόλο ενός αστυνόμου που θα τηρεί την τάξη και θα προστατεύει την ιδιοκτησία, χωρίς ποτέ να παρεμβαίνει στη λειτουργία των οικονομικών διαδικασιών.

v  Υπακοή στο φυσικό νόμο: Υπάρχουν αμετάβλητοι νόμοι που λειτουργούν στο βασίλειο της οικονομίας, όπως και σε κάθε τομέα του Σύμπαντος. Παραδείγματα είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης κ.ο.κ. Οι νόμοι αυτοί πρέπει να αναγνωρίζονται και να τηρούνται· το αντίθετο είναι καταστρεπτικό.

v  Ελευθερία του συμβάλλεσθε: Κάθε άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να διαπραγματευθεί την καλύτερη σύμβαση που μπορεί να επιτευχθεί με οποιοδήποτε άλλο άτομο. Ιδιαίτερα, η ελευθερία των εργατών και των εργοδοτών να διαπραγματεύονται μεταξύ τους για τους μισθούς και ωράρια, δεν θα πρέπει να περιορίζεται ούτε από νόμους, ούτε από τη συλλογική δύναμη των εργατικών ενώσεων.

v  Ελεύθερος ανταγωνισμός και ελεύθερο εμπόριο: Ο ανταγωνισμός διατηρεί τις τιμές χαμηλές, εξαλείφει τους μη αποδοτικούς παραγωγούς, εξασφαλίζει τη μεγίστη παραγωγή για την ικανοποίηση της κοινή ζήτησης. Κατά συνέπεια, κανενός είδους μονοπώλιο δεν πρέπει να είναι ανεκτό, ούτε κανένας νόμος που να ρυθμίζει τις τιμές προς όφελος ανίκανων επιχειρηματιών. Επιπλέον, προκειμένου να υποχρεωθεί κάθε χώρα να προσανατολιστεί στην παραγωγή εκείνη που τις αρμόζει καλύτερα, πρέπει να καταργηθούν όλοι οι προστατευτικοί δασμοί. Το ελεύθερο διεθνές εμπόριο θα συντελέσει επίσης στη διατήρηση χαμηλών τιμών.

[…] Ο Μάλθος και ο Ρικάρντο ωστόσο ενίσχυσαν παραπέρα την αστική κοσμοαντίληψη, με τις ερμηνείες που έδωσαν στα αλληλοσυγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα.


Ο Μάλθος για τον πληθυσμό

Ο Μάλθος, στο γνωστό του Δοκίμιο για τον πληθυσμό, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1798, υποστήριξε ότι η φύση έχει θέσει πεισματικά όρια στην πρόοδο της ανθρωπότητας προς την ευτυχία και την ευημερία· εξαιτίας της σεξουαλικής βουλιμίας του ανθρώπου, υπάρχει μια φυσική τάση αύξησης του πληθυσμού με ρυθμό μεγαλύτερο από την αύξηση των τροφίμων. Βέβαια υπάρχουν ισχυροί φραγμοί στην αύξηση του πληθυσμού, όπως οι πόλεμοι, οι επιδημίες, οι λιμοί, τα εγκλήματα. Αυτά όμως, όταν λειτουργούν αποτελεσματικά, αυξάνουν το φορτίο της ανθρώπινης αθλιότητας. Κατά συνέπεια, η φτώχεια και ο πόνος είναι αναπόφευκτα. Ακόμα και αν νομοθετηθεί η κατανομή του κοινωνικού πλούτου εξίσου σε όλους τους ανθρώπους, η θέση των φτωχών δεν θα βελτιωνόταν παρά μόνο προσωρινά· σύντομα θα έκαναν περισσότερα παιδιά, με αποτέλεσμα να βρεθούν τελικά σε κατάσταση εξίσου κακή με την αρχική. […]

Τα επιχειρήματα του Μάλθου επέτρεψαν στην αστική τάξη να συγκατατεθεί στην κατάλυση μιας παλαιότερης κοινωνίας, που είχε καταβάλει κάποιες απόπειρες μέριμνας για τους φτωχούς. […] Παράλληλα ο Μάλθος έλεγε στους φορολογούμενους ότι τα προγράμματα που αποσκοπούσαν στην οικονομική ενίσχυση των φτωχών, ζημίωναν τόσο τους φτωχούς, όσο και τους πλούσιους: […] Ο Μάλθος συντέλεσε στη μετάθεση της ευθύνης για τη φτώχια από την κοινωνία στο άτομο, μια μετάθεση ελκυστική στην αστική τάξη, που επιθυμούσε να απαλλαγεί από το βάρος της βοήθειας προς τους ανέργους των πόλεων.


Ο Ρικάρντο για τα ημερομίσθια και τη γαιοπρόσοδο

Οι μαλθουσιανές θέσεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση των θεωριών του Σκωτσέζου οικονομολόγου Ρικάρντο. Σύμφωνα με το Ρικάρντο τα ημερομίσθια τείνουν σε ένα επίπεδο μόλις αρκετό για να επιτρέπει στους εργάτες «να συντηρούνται και να διαιωνίζουν το είδος τους, χωρίς ούτε να αυξάνεται ούτε να ελαττώνεται». Σε τούτο έδωσε την ισχύ σιδερένιου νόμου, από τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει διαφυγή. Αν τα ημερομίσθια αυξηθούν προσωρινά πάνω από το επίπεδο επιβίωσης, θα προκαλέσουν αύξηση του πληθυσμού, και ο συνακόλουθος ανταγωνισμός για εξεύρεση εργασίας θα τα κατεβάσει πάλι στο προηγούμενο επίπεδο. Ο Ρικάρντο επινόησε επίσης και ένα νόμο για τη γαιοπρόσοδο. Υποστήριξε ότι η γαιοπρόσοδος καθορίζεται από το κόστος παραγωγής στις πιο άγονες εκτάσεις που πρέπει να καλλιεργηθούν κατά συνέπεια, καθώς μια χώρα γεμίζει πληθυσμό, ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό του κοινωνικού εισοδήματος διοχετεύεται στους γαιοκτήμονες.

Και εδώ επίσης, ένας θεωρητικός παρείχε επιχειρήματα χρήσιμα για την αστική τάξη, στην προσπάθειά της να αυτοπροσδιοριστεί και να υπερασπίσει τον εαυτό της στα πλαίσια μιας νέας κοινωνικής διάταξης. Ο «νόμος των ημερομισθίων» έδωσε στους εργοδότες ένα όπλο για να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις των εργατών τους για μεγαλύτερες αμοιβές. Ο νόμος της γαιοπροσόδου δικαίωσε την αντίθεση της αστικής τάξης στη συνεχιζόμενη ισχύ των γαιοκτημόνων. Μια τάξη που αντλούσε τα εισοδήματά της, όχι από τη σκληρή δουλειά, αλλά απλώς από το ρόλο της ως εισπράκτορας ενοικίων, κερδοσκοπούσε αθέμιτα σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας και της άξιζε ένας περιορισμός των κερδών της.


Ο μπενθαμικός ωφελιμισμός

Μόλις ωστόσο η αστική τάξη άρχισε να επιχειρηματολογεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, πρόδωσε την αρχή του laissez faire. Έμποροι και επιχειρηματίες σφόδρα αντιτιθέμενοι σε οποιονδήποτε κρατικό παρεμβατισμό που ήταν δυνατό να περιορίσει το δικαίωμά τους να κερδίζουν όσα περισσότερα μπορούσαν, εύχονταν, παρ’ όλα αυτά, την επέμβαση του κράτους με σκοπό την παρεμπόδιση της επίτευξης του μέγιστου δυνατού κέρδους από μέρους των κερδοσκόπων γαιοκτημόνων. Πως μπορούσε να δικαιολογηθεί αυτή η προφανής ασυνέπεια; Η απάντηση βρέθηκε στις θεωρίες του Άγγλου Ιερεμία Μπένθαμ, αναμφίβολα κύριου στηρίγματος των απολογητών της αστικής τάξης. Ο Μπένθαμ, του οποίου το κυριότερο έργο, Αρχές της Ηθικής και της Νομοθεσίας, δημοσιεύτηκε το 1798, επιχειρηματολογούσε εναντίον της αντίληψης του 18ου αιώνα, σύμφωνα την οποία μια ικανοποιητική θεωρία κοινωνικής σταθερότητας θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην πίστη της φυσικής αρμονίας των ανθρώπινων συμφερόντων. Κατά τον Μπένθαμ, οι άνθρωποι είναι βασικά εγωιστικά όντα. Η υπόθεση ότι μια σταθερή και ευεργετική κοινωνία θα μπορούσε να αναδειχθεί από μόνη της μέσα από ένα σύνολο εγωιστικών συμφερόντων, ισοδυναμούσε, κατά τον Μπένθαμ, με την υπόθεση της πραγματοποίησης του αδυνάτου. Η κοινωνία, προκειμένου να λειτουργήσει σωστά, απαιτεί μια οργανωτική αρχή που να αναγνωρίζει από την μία τον ουσιαστικό εγωκεντρισμό των ανθρώπων, ενώ από την άλλη να τους υποχρεώνει να θυσιάσουν ένα μέρος τουλάχιστον των συμφερόντων τους για το καλό της πλειοψηφίας.

Η αρχή αυτή, που ονομάστηκε ωφελιμισμός, διακήρυσσε ότι κάθε θεσμός, κάθε νόμος, πρέπει να αξιολογείται ανάλογα με την κοινωνική του χρησιμότητα. Κοινωνικά χρήσιμος νόμος είναι εκείνος που προξενεί τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων. Αν ένας νόμος ικανοποιεί αυτό το κριτήριο, μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του· αν όχι θα πρέπει να εγκαταλείπεται αμέσως, ανεξάρτητα από το πόσο καταξιωμένο φαίνεται. Ακόμη και ένας εγωιστής θα αποδεχόταν το παραπάνω κοινωνικό κριτήριο, επειδή θα καταλάβαινε ότι, μακροπρόθεσμα, θα έκανε κακό και στον εαυτό του, αν επέμενε στην εφαρμογή νόμων που ίσως τον ευνοούσαν βραχυπρόθεσμα, αλλά που τελικά θα προκαλούσαν τέτοια γενική δυστυχία, ώστε να υπονομεύουν όχι μόνο τα συμφέροντα των άλλων αλλά και τα δικά του.

Η απήχηση του ωφελιμισμού στην αστική τάξη

Για ποιους λόγους η παραπάνω θεωρία προσέλκυε ιδιαίτερα τη βιομηχανική αστική τάξη; ο πρώτος ήταν ότι αναγνώριζε τη σπουδαιότητα του ατόμου. Τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το άθροισμα των εγωιστικών προσωπικοτήτων που το απάρτιζαν. Το κάθε άτομο καταλάβαινε καλύτερα τα δικά του συμφέροντα, οπότε ήταν καλύτερα να αφεθεί ελεύθερο στην επιδίωξή τους, οπότε ήταν δυνατό, με τον τρόπο που εκείνο νόμιζε κατάλληλο. Μόνο στην περίπτωση που τα συμφέροντα του συγκρούονταν με τα συμφέροντα –την ευτυχία- της πλειοψηφίας, έπρεπε να περιορίζεται η ελευθερία του ατόμου. […] ταυτόχρονα, τα δόγματα του Μπένθαμ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να δικαιολογήσουν τις αλλαγές που ήταν αναγκαίες για την πραγματοποίηση ενός βιομηχανικού κόσμου. […] Το κοινοβούλιο έπρεπε να αναμορφωθεί, έτσι ώστε το βάρος των βιομηχανικών συμφερόντων να γίνει αισθητό στο νομοθετικό έργο.

Ο ωφελιμισμός ήταν κατά συνέπεια ένα δίκαιο μαχαίρι που έκοβε τόσο από την κόψη του laissez faire, όσο και από εκείνη του κρατικού παρεμβατισμού. Η αστική τάξη χρησιμοποίησε και τις δύο όψεις. […]


Ο θετικισμός του Κοντ

Η φιλοσοφία του Κοντ, όπως ο ωφελιμισμός, πρόβαλλε την αρχή ότι κάθε αλήθεια προκύπτει από την εμπειρία ή την παρατήρηση του φυσικού κόσμου. Ο Κοντ απέρριψε τη μεταφυσική ως εντελώς μάταιη. Κανείς δεν μπορεί να ανακαλύψει την κρυμμένη ουσία των πραγμάτων –το γιατί τα γεγονότα συμβαίνον όπως συμβαίνουν ή ποιος είναι ο τελικός σκοπός και το νόημα της ύπαρξης. Το μόνο που μπορεί κανείς να μάθει πραγματικά, είναι το πώς συμβαίνουν ή ποιος είναι ο τελικός σκοπός και το νόημα της ύπαρξης. Το μόνο που μπορεί κανείς να μάθει πραγματικά, είναι το πώς συμβαίνουν τα γεγονότα, οι νόμοι που διέπουν την εκδήλωση των γεγονότων και οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους.

Ο θετικισμός πήρε το όνομά του από την άποψη ότι η μόνη γνώση κάποιας πραγματικής αξίας ήταν η «θετική», η επιστημονική δηλαδή γνώση. Ο Κοντ υποστήριζε ότι η ικανότητα της ανθρωπότητας να αναλύει επιστημονικά την κοινωνία και να προβλέπει το μέλλον της είχε φτάσει σε ένα σημείο που γρήγορα θα επέτρεπε στην Ευρώπη να οικοδομήσει μια «θετική» κοινωνία, οργανωμένη όχι βάσει πεποιθήσεων, αλλά βάσει γεγονότων. […] διαιρώντας την παγκόσμια ιστορία σε διαδοχικά στάδια (ένα «θρησκευτικό» στάδιο είχε προηγηθεί πριν από το «μεταφυσικό») και διακηρύσσοντας ότι η επίτευξη του ανωτέρου σταδίου δεν ήταν δυνατή χωρίς τη θύελλα της εκβιομηχάνισης, ο Κοντ διαβεβαίωνε την αστική τάξη για τον ηγετικό της ρόλο στον καλύτερο κόσμο που επρόκειτο να επακολουθήσει.


(ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2006, σελ. 529-540)


Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

O μοντέρνος πρίγκιπας

Αντόνιο Μαρία Κρέσπι, «Πορτρέτο του Ν. Μακιαβέλι»
Ο Νικολό Μακιαβέλι κατείχε πάντοτε μια αμφιλεγόμενη θέση στο δυτικό πάνθεον. Αξιομνημόνευτος είναι ο χαρακτηρισμός του ως «διδασκάλου του κακού» από τον πολιτικό φιλόσοφο Λίο Στράους, μια αξιολόγηση ταιριαστή με τη δημόσια εικόνα του, που θεωρεί το όνομά του συνώνυμο με τον αδίστακτο υπολογισμό. Κι όμως, ο Μακιαβέλι έχει επίσης θεωρηθεί από ακαδημαϊκούς σαν τον Τζ. Γκ. Α. Πόκοκ ως ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της σύγχρονης δημοκρατίας, που -ιδίως στο έργο του «Λόγοι για τα πρώτα δέκα βιβλία του Λιβίου»- επηρέασε καθοριστικά το σημερινό «μεικτό σύστημα» των διαχωρισμένων εξουσιών, που χαρακτηρίζει και το αμερικανικό σύνταγμα.

Στα «Ενδύματα της αυλής και του παλατιού» ο Φίλιπ Μπόμπιτ τοποθετείται σαφώς στο δεύτερο αυτό στρατόπεδο. Ο Μπόμπιτ, που είναι συνταγματολόγος, πρώην αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης και συγγραφέας του ευπώλητου «Η ασπίδα του Αχιλλέα», στο οποίο αναλύει την ανάδυση του σύγχρονου κράτους και του διεθνούς δικαίου, συνέγραψε ένα σύντομο και ευκρινές βιβλίο που εισάγει τον σύγχρονο αναγνώστη στο έργο του Φλωρεντίνου διανοούμενου. Υπηρετεί καλά τον σκοπό του, παρέχοντας πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες και αντικρούοντας ορισμένα συνήθη αρνητικά στερεότυπα για το πρόσωπό του. Μολοταύτα, ο Μακιαβέλι του εμφανίζεται τόσο πολύ λάτρης της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας, ώστε καταντάει σχεδόν αγνώριστος, με εντελώς λειασμένες τις κοφτερές γωνίες που τον καθιστούν τόσο ενδιαφέροντα.

Η κακή φήμη του Μακιαβέλι που προσπαθεί να διαψεύσει ο Μπόμπιτ ξεκίνησε από τον ουγενότο δοκιμιογράφο Ιννοκέντιο Ζαντιγιέ, του οποίου ο τόμος με τα σχολιασμένα γνωμικά του Μακιαβέλι υπήρξε καθοριστικός στη διαμόρφωση της άποψης της κοινής γνώμης για εκείνον. Αντιθέτως, ο Μπόμπιτ υμνολογεί τον Μακιαβέλι ως θεμελιωτή πολλών ριζικά μοντέρνων αντιλήψεων. Ήταν π.χ. ο πρώτος που αναγνώρισε και καλοδέχτηκε την ανάδυση του συγχρόνου κράτους, που στηρίζεται σε μόνιμους, απρόσωπους θεσμούς και όχι στις προσωπικές φεουδαλικές σχέσεις, όπως και σε έναν στρατό αποτελούμενο από στρατολογημένους πολίτες και όχι εκμισθωμένους μισθοφόρους.

Ο Μπόμπιτ συνεχίζει υποστηρίζοντας πως η προφανής συμπάθεια του Μακιαβέλι για τον αυταρχισμό στο «Ο ηγεμών» καθόλου δεν αντιφάσκει με τη συμπάθειά του προς τη σύγχρονη δημοκρατία που εκφράζεται στους «Λόγους». Οι «ηγεμόνες» είναι απλά καλύτεροι στο να ιδρύουν καθεστώτα, ενώ οι δημοκρατίες είναι καλύτερες στο να τα συντηρούν. Σύμφωνα με τον Μπόμπιτ, είναι εντελώς προφανές πως ο Μακιαβέλι «προτιμά αποφασιστικά τις δημοκρατίες από τις ολιγαρχίες», καθώς οι πρώτες επιδιώκουν το κοινό καλό, που «είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση των ιδεών». Ο Μακιαβέλι πίστευε επίσης πως τόσο οι ηγεμονίες όσο και οι δημοκρατίες χρειάζεται να κυβερνώνται υπό το κράτος ενός δικαίου που είναι «ουδέτερο, γενικής ισχύος και βασισμένο σε αρχές». Και φτάνει στο σημείο να προλέγει τη σύγχρονη δημοκρατία, όταν σημειώνει πως «ένα σύνταγμα που δεν παρέχει στο λαό αποφασιστικές δικαιοδοσίες όσον αφορά τις πολιτικές αποφάσεις δεν δύναται να φθάσει ή να διατηρήσει την συλλογική αρετή». Σύμφωνα με την άποψη θεολόγων σαν τον Ράιχνολντ Νίεμπουρ αλλά και την πρακτική της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, οι συνήθεις συμβουλές του Μακιαβέλι στον ηγεμόνα να ψεύδεται, να εξαπατά και να δρα με ωμότητα όταν είναι απαραίτητο, σχετίζονται απλά με την ηθική υπόσταση των συλλογικοτήτων, όχι των ατόμων.

Αν και δεν φτάνει στο σημείο να συμπεριλάβει τον Μακιαβέλι στους ιδρυτές-πατέρες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μόμπιτ δε βλέπει μεγάλες διαφορές μεταξύ των απόψεών του -κι εκείνων που εκφράστηκαν στα «ομοσπονδιακά κείμενα». Πολλοί έχουν υπογραμμίσει τον ρεπουμπλικανισμό που συνδέει τον Μακιαβέλι με τους ιδρυτές-πατέρες, αλλά λίγοι έφτασαν στο σημείο να προσφέρουν μια τόσο εξαγιασμένη εικόνα του Φλωρεντίνου φιλοσόφου στους σύγχρονους αναγνώστες.

Το πρόβλημα είναι πως η ανάγνωση του Μακιαβέλι από τον Μπόμπιτ είναι εξόχως επιλεκτική, και αποτυχαίνει να καταυγάσει ορισμένα σκοτεινά ζητήματα στην σκέψη του. Είναι πράγματι αληθές π.χ. πως ο Μακιαβέλι πράγματι έζησε σε μια εποχή όπου αναδυόταν το σύγχρονο κράτος και πως υπερασπίστηκε παθιασμένα ορισμένα στοιχεία του που θα γινόταν χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικής μορφής, όπως π.χ. την στράτευση των πολιτών. Μολοταύτα, όπως έχει ήδη δείξει ο Χάρβεϊ Μάνσφιλντ στο δοκίμιό του «Η αρετή του Μακιαβέλι» τού 1996, το μακιαβελικό stato αφορά πάντοτε ένα προσωποπαγές κράτος, ήτοι ένα κράτος που κυριαρχείται και κυβερνιέται επ' ωφελεία μιας πολύ συγκεκριμένης ομάδας εντός του. Το αν αυτό το κράτος είναι δημοκρατία ή πριγκιπάτο δεν έχει τόσο σημασία: στο πρώτο οι πολλοί καταπιέζουν τους ολίγους, στο δεύτερο συμβαίνει το αντίστροφο. Αντιθέτως, τα σύγχρονα κράτη είναι απρόσωπες δομές που εκφράζουν την κυριαρχία του κοινωνικού συνόλου, σύμφωνα με τα φυσικά δικαιώματα που απολαμβάνουν όλοι οι -ίσοι- πολίτες του. Αλλά ο πρώτος που διατύπωσε αυτή την άποψη ήταν ο Τόμας Χομπς , ενάμιση αιώνα μετά τον Μακιαβέλι.

Ακόμα πιο προβληματική είναι η προσπάθεια του Μπόμπιτ να εμφανίσει τον Μακιαβέλι ως υπερασπιστή αυτού που σήμερα αποκαλούμε «κράτος δικαίου». Ο Μακιαβέλι πράγματι υπερασπίζεται το νόμο και υπογραμμίζει πως οι δημοκρατίες που κυβερνώνται από το νόμο συχνά τυγχάνουν περισσότερης λαϊκής συγκατάθεσης από εκείνες που κυβερνώνται από κάποια αυθαίρετη εξουσία. Αλλά αν υπάρχει μια «κόκκινη γραμμή» στο σύνολο του έργου του Μακιαβέλι, αυτή είναι η κεντρική σημασία που παίζει η τόλμη του κυβερνήτη και η ενεργός άσκηση της εξουσίας που διαθέτει. Μιλώντας μάλιστα για εκτελεστική εξουσία, ο Μακιαβέλι συχνά εννοεί εκτελέσεις: όχι μόνο όσων παραβιάζουν τον νόμο, αλλά συχνά εκτελέσεις που υπερβαίνουν το νομικό πλαίσιο και στην πραγματικότητα λειτουργούν ως στοιχείο του πολιτικού παιγνίου. Πουθενά μάλιστα δεν διατυπώνει την ιδέα πως αυτές οι εκτελέσεις είναι αναγκαίες μόνο κατά τη διάρκεια της θεμελίωσης νέων καθεστώτων, όπως π.χ. συνέβη με τη σφαγή του Ρέμου από το Ρωμύλο στις απαρχές της Ρώμης. Οι παράνομες εκτελέσεις συμβάλουν στην χαλύβδωση του κύρους κάθε καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων των δημοκρατιών, που περιοδικά χρειάζεται να υπογραμμίζουν με αξιομνημόνευτο και τολμηρό τρόπο τις σημαντικές επιλογές τους.

Ο Μακιαβέλι δεν είναι ενδιαφέρων μόνο ως προπάτορας του σύγχρονου φιλελεύθερου συνταγματισμού. Είναι ενδιαφέρων διότι, σαν το Γερμανό φιλόσοφο και νομικό Καρλ Σμιτ ψαύει τα όρια του φιλελευθερισμού, δείχνοντας πόσο εξαρτάται σε τελική ανάλυση από την αρετή του ηγεμόνα και τη διάκριση των πολιτικών αποφάσεων -πολύ περισσότερο από την νομιμότητά τους. Ο Μάνσφιλντ μοιάζει σχεδόν να επικρίνει τον Μπόμπιτ, αρκετά χρόνια πριν ο δεύτερος αναπτύξει την επιχειρηματολογία του, όταν γράφει πως «πολύ θα θέλαμε να μπορούμε να συγκρατήσουμε τις ενοράσεις του (Μακιαβέλι) και να παραβλέψουμε τον εξτρεμισμό του, ή να θεωρήσουμε πως η αντίληψή του για την esecuzione είναι συμβατή με τα σύγχρονα, φιλελεύθερα συντάγματα, και δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τυράννου-uno solo (του μοναδικού ηγεμόνα, που δρα υπεράνω του νόμου) μια αντίληψη που σε εμάς μπορεί να προκαλεί ρίγη ή απλά να θεωρείται αλλόκοτη. Ο Μακιαβέλι είναι πιθανό να θεμελίωσε τη σύγχρονη εκτελεστική εξουσία, αλλά ο εξτρεμισμός του τον απέτρεψε από να μπορέσει να αναπτύξει το ζήτημα του διαχωρισμού των εξουσιών».

Ο Μπόμπιτ έχει αδιαμφισβήτητα δίκιο όταν συνδέει τον Μακιαβέλι με τη σύγχρονη πολιτική. Ο Φλωρεντίνος ήταν όντως ο πρώτος φιλόσοφος που διαρρηγνύει αποφασιστικά τις σχέσεις του με την πολιτική παράδοση του Αριστοτέλη και του Ακίνα που θεωρεί ως σκοπό της πολιτικής την προαγωγή του «καλού» ή τη βελτίωση της ζωής. Μη θέλοντας να θεμελιώσει την πολιτεία του σε «φανταστικές δημοκρατίες», ο Μακιαβέλι χαμήλωσε αποφασιστικά τον ορίζοντα της πολιτικής, που πλέον επιδιώκει μόνον ό,τι είναι πολιτικά πραγματοποιήσιμο. Ο Φλωρεντίνος φιλόσοφος ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που διέβλεψε πως η εσωτερική πολιτική μπορεί να καθορίζεται από τις ανηλεείς απαιτήσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Αλλά δεν μπορούμε να επινοήσουμε έναν «ηθικό» Μακιαβέλι απλά υπογραμμίζοντας τις αναφορές του στο «κοινό καλό». Αυτό το «καλό» δεν είναι μια (υποκειμενική έστω) αντίληψη για τη βελτίωση της ζωής, αλλά ένα ακόμα εργαλείο που επιτρέπει την κατίσχυση επί των υπολοίπων. Το κληροδότημα του Μακιαβέλι στο σύγχρονο φιλελευθερισμό και άρα και σε εμάς, είναι ακριβώς αυτός ο εκτοπισμός του «καλού», προς όφελος του ρεαλιστικού ή το εφικτού.


Πηγή: Προοδευτική Πολιτική

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

To ΚΚΕ και οι εθνικές μειονότητες (1918-1936)

Από την ίδρυσή του, το 1918, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ) είχε δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα των εθνοτήτων. Μαζί με τη μετονομασία και μεταμόρφωση του κόμματος σε «Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος (Ελληνικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς)», το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του 1924 αποδέχεται ομόφωνα την πολιτική της Διεθνούς στο «εθνικό» ζήτημα – πολιτική που απηχεί τις απόψεις του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και είναι αντικειμενικά ωφέλιμη στις Βουλγαρικές εθνικές επιδιώξεις. Στηρίζεται στην ακόλουθη παραδοχή:

Το μοίρασμα της Μακεδονίας μεταξύ Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδος και Βουλγαρίας ενισχύει ακόμη περισσότερον τον πόθο των μακεδόνων να συνενώσουν τα τρία τμήματα της διαμελισμένης πατρίδος των και να αποτελέσουν μία Μακεδονία ενιαία και ανεξάρτητη. Ο ίδιος πόθος για μία ενιαία ανεξάρτητη Θράκη συνενώνει το Θρακικό λαό που έχει κατατεμαχισθή σε τρία μέρη από την Ελλάδα, Τουρκία και Βουλγαρία. 

Με την επέμβαση ( «έκκληση») της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την εγκατάσταση νέας ηγεσίας υπό το Νίκο Ζαχαριάδη το 1931, εγκαινιάζεται η πιο ακραία φάση της πολιτικής, του ΚΚΕ στο «εθνικό». Η 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, το Δεκέμβριο του 1931, τονίζει:

Η Ελλάδα είναι κράτος ιμπεριαλιστικό, που κατέκτησε διά της βίας ολόκληρες περιφέρειες κατοικημένες από άλλες εθνότητες ( Μακεδονία και Θράκη ), που τις καταπιέζει και τις υποβάλλει σε μία αποικιακή εκμετάλλευση, που καταδιώκει και εξοντώνει τις εθνικές μειονότητες ( Εβραίοι).

Το ΚΚ της Ελλάδος διακηρύττει εν ονόματι των βασικών αρχών του μπολσεβικισμού, για τη Μακεδονία και Θράκη το σύνθημα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης μέχρι πλήρους αποχωρισμού από το ελληνικό κράτος, του δικαιώματος για μία ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και υποστηρίζει δραστήρια την επαναστατική πάλη του πληθυσμού των περιφερειών αυτών για την εθνική τους απελευθέρωση. Το Κόμμα και μαζί του ολόκληρο το προλεταριάτο της Ελλάδας πρέπει να διεξάγουν μία συνεχή πάλη ενάντια στο ματωμένο καθεστώς, στο οποίο υποβάλλεται ο πληθυσμός των περιφερειών αυτών από μέρους της κεφαλαιοκρατίας και του ελληνικού κράτους, ενάντια σε όλες τις εκδηλώσεις καταπίεσης και εθνικής υποδούλωσης, για την υπεράσπιση των αγωνιστών της εθνικής απελευθέρωσης που υποβάλλονται στις πιο άγριες καταδιώξεις. Επίσης το Κόμμα πρέπει να διεξαγάγει μία ακατάπαυστη πάλη ενάντια στο εξαιρετικό καθεστώς εναντίον του Εβραϊκού πληθυσμού, ενάντια στις καταδιώξεις που φτάνουν μέχρι τα αιματηρά πογκρόμ και να πάρει δραστήριο μέρος στην οργάνωση της αυτοάμυνας του εργαζόμενου Εβραϊκού πληθυσμού.

Το Κόμμα θεωρώντας το εθνικοεπαναστατικό κίνημα για την απελευθέρωση των υποδουλωμένων και καταπιεζομένων εθνοτήτων από μέρους του Ελληνικού ιμπεριαλισμού σαν τον φυσικό του σύμμαχο στην πάλη κατά του ιμπεριαλισμού αυτού, παίρνοντας υπ’ όψει τη βαρύτητα του κινήματος αυτού μπροστά στις πολεμικές περιπέτειες που προετοιμάζονται, πρέπει να διεξάγει μία αμείλικτη πάλη μέσα στις γραμμές του ενάντια σε κάθε υποτίμηση της σημασίας του κινήματος αυτού και ενάντια στην υποτίμηση της δικής του δουλειάς στις καταπιεζόμενες εθνότητες και να θεωρήσει μία τέτοια υποτίμηση σαν σύμπτωμα της σωβινιστικής  επίδρασης του κυριαρχούντος έθνους.

Μόνο η γενικότερη στροφή του κόμματος μετά το Κίνημα του 1935 και το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα οδηγήσει σε αλλαγή γραμμής, που εγκρίνεται στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (ΕΤΚΔ), το Δεκέμβριο του 1935:   

Μετά το κίνημα του Μάρτη, το Κόμμα μας στη θέση του συνθήματος «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», έβαλε το σύνθημα « πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες». Η αλλαγή αυτή του συνθήματος σχετικά με τις εθνικές μειονότητες της χώρας μας, δε σημαίνει άρνηση της μαρξιστικής λενινιστικής αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνικών μειονοτήτων. Την αντικατάσταση του παληού συνθήματος «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» επιβάλλει αυτή ή ίδια αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας σε στενή σύνδεση με την αλλαγή των συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτύσσεται σήμερα το επαναστατικό κίνημα γενικά στα Βαλκάνια και ειδικώτερα στη χώρα μας, με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική πάλη.

Ο μαρξισμός-λενινισμός επιβάλει στα κομμουνιστικά κόμματα να βασίζουν την πολιτική τους και τα συνθήματά τους πάνα στο στέρεο έδαφος της πραγματικότητας. Στο κομμάτι της Μακεδονίας που κατέχει η Ελλάδα εγκατεστάθηκε ελληνικός προσφυγικός πληθυσμός. Ο πληθυσμός στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας είνε σήμερα στην πλειοψηφία του ελληνικός. Και η λενινιστική-σταλινική αρχή της αυτοδιάθεσης απαιτεί στις σημερινές συνθήκες την αλλαγή του παληού συνθήματος.

Η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει. Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειες μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πώς τελικά και οριστικά το μακεδονικό ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες της ανταλλαγής των πληθυσμών κα θα πάρει όλα τα πραχτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές  τους αδικίες. Μόνον τότε  ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση.

Σε ό,τι αφορά τη Μακεδονία, γίνεται φανερό ότι δεν πρόκειται για οριστική και αμετάκλητη εγκατάλειψη της μέχρι τότε πολιτικής. Όσοι πίστεψαν και υποστήριξαν το αντίθετο ανακαλούνται στην τάξη αμέσως μετά τις εκλογές, τον Ιανουάριο του 1936, όταν η Κεντρική Επιτροπή καταδικάζει τις «θεωρίες ότι η Μακεδονία γέννηκε ελληνική» σαν «δεξιά οππορτουνιστική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής».     
               

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1982, σελ. 98-100)


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Εγώ, Αυτό και Υπερεγώ στο «Ψυχώ» του Χίτσκοκ

Ο Κινηματογραφικός Οδηγός για Διεστραμμένους είναι ένα γοητευτικό ταξίδι σε μερικές από τις  καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Με παρουσιαστή τον γνωστό Σλοβένο φιλόσοφο/ψυχαναλυτή Σλάβοϊ Ζίζεκ, ο οποίος, ενσωματωμένος κατά κάποιο τρόπο στα σκηνικά των ταινιών, μας αποκαλύπτει την κρυμμένη γλώσσα του κινηματογράφου, δείχνοντάς μας τι μπορούν οι ταινίες να πουν για εμάς τους ίδιους. Ο Ζίζεκ μας προσφέρει κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις του για τη φαντασία, την πραγματικότητα, τη σεξουαλικότητα, την επιθυμία και την κινηματογραφική φόρμα.

Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Σίζεκ μας αποκαλύπτει τη σχέση της διαρρύθμισης του σπιτιού όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση στο «Ψυχώ», με τα τρία επίπεδα της υποκειμενικότητας.

Σίζεκ: Είμαστε στο κελάρι του σπιτιού της μητέρας από το «Ψυχώ». Αυτό που είναι τόσο ενδιαφέρον είναι η διαρρύθμιση του σπιτιού. … Τα γεγονότα διαδραματίζονται μέσα σε αυτό σε τρία επίπεδα, πρώτος όροφος, ισόγειο, υπόγειο. Είναι σαν να αναπαράγουν τα τρία επίπεδα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Το ισόγειο είναι το Εγώ. Ο Νόρμαν συμπεριφέρεται εκεί σαν κανονικός γιος, ότι απομένει από το κανονικό εγώ του. Εκεί πάνω, είναι το Υπερεγώ. Το μητρικό υπερεγώ, επειδή η νεκρή μητέρα είναι βασικά φιγούρα του υπερεγώ. […] Και κάτω στο κελάρι, είναι το Αυτό, η δεξαμενή των αθέμιτων ενορμήσεων.

Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε το συμβάν στη μέση της ταινίας, όταν ο Νόρμαν κουβαλάει τη μητέρα του ή, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, την μούμια, το πτώμα, τον σκελετό της μητέρας, από τον πρώτο όροφο στο κελάρι. […] Είναι σαν να την μετατοπίζει στο ίδιο του το μυαλό, ως ψυχικό μέσο από το Υπερεγώ στο Αυτό. […]

Ασφαλώς, είναι το παλιό μάθημα επεξεργασμένο ήδη από τον Φρόυντ, ότι το Υπερεγώ και το Αυτό συνδέονται βαθύτερα. Η μητέρα αρχικά διαμαρτύρεται, ως μορφή εξουσίας, […] γίνεται αισχρή, […] Το Υπερεγώ δεν είναι ένας ηθικός παράγοντας. Είναι ένας άσεμνος παράγοντας που μας βομβαρδίζει με ανήκουστες διαταγές, μας κοροϊδεύει, όταν φυσικά, δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες του. Όσο περισσότερο το υπακούμε, τόσο μας κάνει να νιώθουμε ένοχοι. Υπάρχει πάντα μια όψη ενός αισχρού παράφρονος στην επικράτειά του Υπερεγώ.  



Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Μία επέτειος, δύο ήττες: αιτίες του ΄22 και του ΄74

Η 24η Ιουλίου είναι μία από τις κρίσιμες ημέρες της νέας ελληνικής ιστορίας: όχι μόνον γιατί είναι η ημέρα της επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι το 1974 και η αρχή της Μεταπολίτευσης, αλλά και επειδή είναι η ημέρα που πριν από 90 χρόνια, το 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραφε την «Έντιμον ειρήνη» με την Τουρκία, τη Συνθήκη της Λωζάννης. Είναι η επέτειος των μεταβολών που ήρθαν μετά από δύο εθνικές ήττες.

Το πιο ενδιαφέρον κοινό στοιχείο των δύο αυτών καθοριστικών ιστορικών γεγονότων είναι η άμεση διασύνδεση των εσωτερικών πολιτικών μεταβολών με τις δύο μεγάλες εθνικές καταστροφές του ελληνισμού κατά τον 20ο αιώνα.
Η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε στην εκ νέου «επιστράτευση» του Βενιζέλου, που είχε «παροπλιστεί» μετά τις εκλογές του ’20, ως εθνικού διαπραγματευτή στη Λωζάννη για να περισώσει ότι μπορούσε από τα ερείπια της Ελλάδας. Μισό αιώνα αργότερα, η τραγωδία της Κύπρου οδήγησε στην επιστροφή του Καραμανλή από το Παρίσι, επίσης για να περισώσει ότι μπορούσε, και πάλι από τα ερείπια της Ελλάδας.
Σε αυτές τις δύο οριακές ιστορικές στιγμές, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες μικρότερης ή ίσης σημασίας, φάνηκε ξεκάθαρα η ιδιοτυπία του ελληνικού φαινομένου: η άμεση συνάρτηση των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων με τη διεθνή πολιτική και τη θέση της χώρας σε αυτή. Τόσο στη Συνθήκη της Λωζάννης όσο και στην Μεταπολίτευση του ’74 φτάσαμε έπειτα από τραγωδίες για την οποίες η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως την ίδια την Ελλάδα και συναρτάται ευθέως με τις γεωπολιτικές επιλογές της.
Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι άμεσο αποτέλεσμα της διεθνούς απομόνωσης της χώρας από τους παλαιούς συμμάχους της μετά την πτώση του Βενιζέλου και την επικράτηση μιας ανόητης, εξωπραγματικής και τελικά απολύτως αντεθνικής πολιτικής που όμως δεν φάνηκε μόνον εκ του αποτελέσματος αλλά τα σημάδια της ήταν σαφή ήδη από το καλοκαίρι του 1921 – κι όμως η απερίσκεπτη πολιτική ηγεσία της εποχής δεν μπορούσε να τα δει, παρά το γεγονός ότι πολλές ήταν οι φωνές που μιλούσαν για τον μεγάλο κίνδυνο, μία εξ αυτών, από τις πλέον ισχυρές, κι εκείνη αυτής της εφημερίδας, του Ελευθέρου Βήματος.

Το ίδιο λάθος της απομόνωσης της Ελλάδας από τις δυτικές συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις επαναλήφθηκε με άλλους όρους και με άλλο τρόπο και το 1974: ένα χρόνο πριν, ο δικτάτωρ Παπαδόπουλος, ο οποίος εν μέσω προφανούς παράνοιας είχε πλέον συγκεντρώσει στο πρόσωπό του σχεδόν όλα τα κεντρικά αξιώματα στη χώρα, την οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή κάνοντας το ίδιο ανιστόρητο λάθος: φέρνοντας την Ελλάδα σε γεωπολιτική αντίθεση με τη Δύση, όταν απαγόρευε τη χρήση του ελληνικού χώρου στα αμερικανικά βομβαρδιστικά που έσπευδαν από την Αγγλία να βοηθήσουν το Ισραήλ στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Παπαδόπουλος έπεφτε με το Πολυτεχνείο, ενώ, μερικούς μήνες αργότερα, η Κύπρος και η Ελλάδα πλήρωναν, υπό την προδοσία Ιωαννίδη, το βαρύ κόστος των επιλογών των δικτατόρων στην Κύπρο, όταν δεν υπήρχε κανείς που να ενδιαφέρεται να σταματήσει τον Αττίλα – κάτι που είχε συμβεί ακριβώς δέκα χρόνια πριν, το 1964…

Οι δύο μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές του ελληνισμού στον 20ο αιώνα έχουν λοιπόν ξεκάθαρη και απτή, οργανική μεταξύ τους «διασύνδεση», υπό την έννοια ότι υπήρξαν αποτελέσματα της ίδια πολιτικής, υπό διαφορετικές συνθήκες και σε άλλες εποχές: την απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Δύση.  Έχουν δηλαδή κοινές τις αιτίες, σε μία χώρα που όποτε συνδέθηκε με τα δυτικά συμφέροντα μεγάλωσε και ισχυροποιήθηκε και όποτε ήρθε σε αντίθεση με αυτά, πλήρωσε εθνικό κόστος…


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ».


Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ιδού γιατί φεύγει η Αλεξία από την Ελλάδα

Η Αλεξία βρέθηκε στην επικαιρότητα γιατί αναδείχτηκε η πρώτη των πρώτων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις με 19.728 μόρια, που αντιστοιχεί στο 98.75 % της βαθμολογίας […] και για την απόφασή της να σπουδάσει στη Γερμανία.

Η ίδια αιτιολόγησε την απόφασή της με την ακόλουθη δήλωση στην Καθημερινή της 28/6/2013: «Έως πέρυσι έλεγα να μείνω στην Ελλάδα, να το παλέψω εδώ. Αλλά ας μη συνδέσουμε την επιλογή μου να σπουδάσω στο εξωτερικό μόνο με την οικονομική κρίση στη χώρα μας και τις δυσκολίες που υπάρχουν για τους νέους. Νομίζω ότι η απόφασή μου ερμηνεύεται καλύτερα από τη διάθεση που έχουμε όλοι για αλλαγή. Οι σπουδές στο εξωτερικό είναι μία φάση της ζωής. Από την άλλη, όλοι είμαστε πλέον πολίτες του κόσμου, πολίτες της Ευρώπης». Με την πολύ ώριμη αυτή δήλωση θα μπορούσε το θέμα να έχει λήξει εδώ. Έλα όμως που από το σημείο αυτό ξεκίνησαν τα κροκοδείλια δάκρυα και δούλεψε η κρεατομηχανή των ΜΜΕ.

Μια αναζήτηση στο Google με θέμα «Αλεξία Παπαϊωάννου» θα σας δώσει μια ανάγλυφη εικόνα για τον τρόπο που παρουσιάστηκε η απόφασή της να φύγει στο εξωτερικό. Παραθέτω μερικούς ενδεικτικούς τίτλους: «Η Ελλάδα “στεγνώνει” από τα καλύτερα μυαλά της», «“Κουνάει μαντίλι” η πρώτη των πρώτων στις Πανελλήνιες!» και «Πανηγυρίζουν οι Γερμανοί: οι καλύτεροι της Ελλάδας επιλέγουν Γερμανία». Ακόμα, ένα δημοσίευμα του γερμανικού «Der Spiegel» για την Αλεξία πυροδότησε τα εθνικά αντανακλαστικά μας και ουσιαστικά τα ΜΜΕ «ξέσπασαν» για την απόφασή της να σπουδάσει στη Γερμανία.

Καιρός να αφήσουμε την υποκρισία. Καλά κάνει και πάει στο εξωτερικό να σπουδάσει. Εκεί είναι βέβαιο ότι θα σπουδάσει. Εδώ όμως θα μπορούσε να αφοσιωθεί στις σπουδές της; Από αυτά που συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του τόπου μας, τα οποία πληροφορούμεθα από τον Τύπο, αποδεικνύουν ότι οι σπουδές είναι παράπλευρη δραστηριότητα στα ΑΕΙ. Ξέρετε, το χειρότερο είναι ότι τα έχουμε τόσο συνηθίσει, που δεν μας κάνουν πια εντύπωση.

Ας ξεκινήσουμε από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ. Ο νόμος Διαμαντοπούλου ψηφίστηκε στην ελληνική Βουλή με μεγάλη συναίνεση και πλειοψηφία. Όχι μόνο δεν εφαρμόζεται, αλλά έχει αρχίσει να ξηλώνεται με προοπτική την κατάργηση του ή την επιλεκτική εφαρμογή του.

Στις 2 Ιουλίου 2013, πενήντα περίπου φοιτητές (το «περίπου» αναφέρεται τόσο στο πενήντα όσο και στο φοιτητές) εμπόδισαν τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ιδρύματος (Σ.Ι.) του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο επρόκειτο να συζητήσει σημαντικά θέματα. Σε αρωγή των φοιτητών προσέτρεξαν και 6 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Το Σ.Ι. ζήτησε τη βοήθεια της αστυνομίας και προκλήθηκαν περιορισμένα επεισόδια. Από το επεισόδιο αυτό αξίζει να αναφέρουμε μόνο τη δήλωση του πρύτανη (ή μήπως είναι ταυτόχρονα πρόεδρος των αριστερών φοιτητών) Θεοδόση Πελεγρίνη, ο οποίος ήταν παρών στη συνεδρίαση: «Εγώ δεν κάλεσα την αστυνομία ούτε και προτίθεμαι να πράξω κάτι τέτοιο σε ανάλογη περίπτωση».

Ιδού, λοιπόν, γιατί φεύγει η Αλεξία. Θέλει να πάει σε πανεπιστήμιο όπου η διοίκηση συνεδριάζει όπου και όποτε θέλει και όχι σε πανεπιστήμιο όπου οι συνεδριάσεις απαιτούν την έγκριση των αριστερών φοιτητών.

Από την Καθημερινή της 18/6/2013 και το ρεπορτάζ του Απόστολου Λακασά αντιγράφω το ακόλουθο περιστατικό: «Σε νέο επεισόδιο στον αγώνα κατά των Σ.Ι. πρωταγωνίστησε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδόσης Πελεγρίνης. Ο πρύτανης αρνήθηκε να φιλοξενήσει σε εντευκτήριο του ΑΕΙ πανεπιστημιακούς του ΕΜΠ, προκαλώντας την οξύτατη αντίδραση του προέδρου του Συμβουλίου του ΕΜΠ Μιχάλη Τριανταφύλλου, καθηγητή στο MIT των ΗΠΑ. Είχαν προηγηθεί οι διαμαρτυρίες προς το Σ.Ι. ομάδας 20 αριστεριστών φοιτητών του ΕΜΠ. Ο κ. Πελεγρίνης, όταν άκουσε τις κραυγές των διαμαρτυρόμενων, επέλεξε να ταχθεί υπέρ των αγνώστων και όχι με τους πανεπιστημιακούς του ΕΜΠ. […]

Ιδού γιατί φεύγει η Αλεξία. Θέλει να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο, όπου οι φοιτητές σέβονται τους καθηγητές και όχι σε πανεπιστήμιο όπου οι καθηγητές φοβούνται τους φοιτητές.

Πάμε σε άλλο πρόσφατο (27/3/2013) περιστατικό, όπως περιγράφεται στην ιστοσελίδα του Mega: επίθεση από φοιτητές του τμήματος Χημείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δέχτηκε ο καθηγητής Δημήτρης Κεσίσογλου μέσα στο αμφιθέατρο, κατά την οποία τον προπηλάκισαν αρπάζοντάς του μάλιστα από τα χέρια τη λίστα με τις παρουσίες. Σχετικό βίντεο από την επίθεση κατεγράφη, μάλιστα, από κινητό τηλέφωνο. «Με στρίμωξαν στη γωνία και μου γύρισαν το χέρι για να αποσπάσουν τις καταστάσεις», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, που καταγγέλλει ότι οι φοιτητές ανήκουν στην παράταξη «Ανεξάρτητη Αριστερή Παρέμβαση». Ο κ. Κεσίσογλου υποστηρίζει ότι τέτοιες επιθέσεις είναι συχνό φαινόμενο τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ενώ τις αποδίδει στη διαφωνία ορισμένων με το σύστημα που εφαρμόζει, βάσει του οποίου έχουν πλεονέκτημα στις εξετάσεις οι φοιτητές που παρακολουθούν τακτικά τα μαθήματα. […]

Ιδού γιατί φεύγει η Αλεξία. Θέλει να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο, όπου οι καθηγητές παίρνουν παρουσίες στα μαθήματα και όχι σε πανεπιστήμιο όπου οι φοιτητές σκίζουν τα παρουσιολόγια.

Από το Βήμα της 7ης Ιουλίου 2013 και το ρεπορτάζ της Μάρνυ Παπαματθαίου αντιγράφω τις δηλώσεις ενός διαπρεπούς οικονομολόγου, ο οποίος πριν από 20 χρόνια διάλεξε την ξενιτιά και ουσιαστικά επικροτεί την απόφαση της Αλεξίας να φύγει στο εξωτερικό με τα ακόλουθα λόγια: «... Είχα τρεις εβδομάδες να αποφασίσω αν θα έμενα στην Ελλάδα ή αν θα έφευγα. Χρειάστηκε λιγότερο από μία εβδομάδα. Με το που μπήκα, με πλησίασαν εκπρόσωποι των κομμάτων για να γραφτώ στη ΔΑΠ, στην ΠΑΣΚ, στην ΚΝΕ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί χρειαζόταν κάνεις να γραφτεί σε κόμματα για να μπορέσει να πάρει πιο γρήγορα τις σημειώσεις -τουλάχιστον έτσι μας υπόσχονταν, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Αυτός ο κομματισμός με αηδίασε».

Ιδού γιατί φεύγει η Αλεξία. Για να μην αηδιάζει με τις παρεμβάσεις των κομματικών παρατάξεων στις σπουδές της.

Τέλος, παρά τις αναζητήσεις που έκανα, δεν μπόρεσα να βρω κάποια ελληνική πρόταση για υποτροφία στην Αλεξία. Η μόνη πρόταση που υπάρχει είναι από τη Γερμανία και αυτήν αποδέχτηκε η Αλεξία.

Ιδού γιατί φεύγει η Αλεξία. Γιατί στη Γερμανία εκτίμησαν έμπρακτα τις δυνατότητές της και εφαρμόζουν αυτό που λένε οι Αμερικάνοι: «Τhey put their money, where their mouth is».



Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Αριστοτέλης: για ευεργέτες και ευεργετημένους

Φιλία μεταξύ των ευεργετών και των ευεργετημένων

Οι ευεργέτες φαίνεται ότι αγαπούν περισσότερο τους ευεργετημένους, παρά οι ευεργετημένοι τους ευεργέτες τους, κι αυτό γεννά απορία, γιατί είναι παράλογο.

Οι περισσότεροι λοιπόν νομίζουν ότι οι μεν (ευεργετημένοι) οφείλουν, ενώ στους δε (ευεργέτες) οφείλεται. Όπως λοιπόν στα δάνεια, όσοι χρωστούν δε θέλουν να υπάρχουν εκείνοι στους οποίους χρωστούν, ενώ οι δανειστές φροντίζουν και για τη σωτηρία των οφειλετών τους, έτσι και οι ευεργέτες επιθυμούν να υπάρχουν οι ευεργετημένοι, για να πάρουν πίσω τη χάρη που έκαναν, ενώ (οι ευεργετημένοι) δε φροντίζουν για την ανταπόδοση.

Και ο Επίχαρμος μπορεί να νομίζει ότι λέμε αυτά γι’ αυτούς, διότι τους εξετάζουμε από την κακή τους πλευρά, κι όμως το πράγμα αυτό φαίνεται να είναι φυσικό για τον άνθρωπο. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχνούν και πιο πολύ προτιμούν να ευεργετούνται παρά να ευεργετούν.

Ίσως φανεί ότι η αιτία είναι πολύ φυσική και δε μοιάζει με ότι συμβαίνει στους δανειστές. Δηλαδή, δεν υπάρχει αγάπη προς τους οφειλέτες, απλώς επιθυμούν να σωθούν για να έχουν να εισπράξουν, ενώ οι ευεργέτες έχουν φίλους και αγαπούν τους ευεργετημένους αν και δεν είναι χρήσιμοι σε τίποτε και ούτε πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Το ίδιο συμβαίνει με στους τεχνίτες.


Παρομοίωση του ευεργέτη με τον τεχνίτη και ευεργετημένου με το τεχνούργημα

Ο καθένας αγαπάει το δικό του έργο περισσότερο από όσο θα ήταν δυνατό να αγαπηθεί αυτός από το έργο του, αν αυτό γινόταν έμψυχο. Ίσως όμως αυτό συμβαίνει κυρίως στους ποιητές, γιατί αυτοί υπεραγαπούν τα δικά τους ποιήματα και έχουν στοργή γι’ αυτά σαν να ήταν παιδιά τους. Με αυτό μοιάζει και το αίσθημα των ευεργετών, διότι αυτό που έχει δεχτεί την ευεργεσία τους είναι δικό τους έργο. Αυτοί λοιπόν το αγαπούν περισσότερο από ότι (αγαπά) το έργο αυτόν που το έκανε.

Η αιτία γι’ αυτό είναι ότι η ύπαρξη είναι για όλους αγαπητή και προτιμητέα, κι εμείς υπάρχουμε με την ενέργεια (δηλαδή ζούμε και ενεργούμε), και το έργο κατά κάποιον τρόπο είναι η ενέργεια αυτού που το δημιούργησε. Αγαπά λοιπόν το έργο, γιατί αγαπά και την ύπαρξή του. Κι αυτό είναι φυσικό. Γιατί ότι υπάρχει εν δυνάμει αυτό το ονομάζει έργο.

Συγχρόνως για τον ευεργέτη η πράξη του είναι καλή, ώστε να χαίρεται γι’ αυτήν, ενώ για τον ευεργετημένο δεν υπάρχει τίποτε καλό στον ευεργέτη, εκτός από το συμφέρον. Αυτό όμως είναι λιγότερο ευχάριστο και αγαπητό. Ευχάριστη είναι ενέργεια του παρόντος, η ελπίδα του μέλλοντος και η ανάμνηση του παρελθόντος. Το πιο ευχάριστο, όπως και το πιο αγαπητό, είναι οτιδήποτε προκαλεί ενέργεια. Το έργο του ευεργέτη μένει (γιατί το καλό διαρκεί στο χρόνο), ενώ το όφελος του ευεργετημένου παρέρχεται. Η ανάμνηση των καλών είναι γλυκιά, ενώ των χρήσιμων καθόλου ή λίγο (γλυκιά). Στην περίπτωση της προσδοκίας φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίστροφο. Το να αγαπά κανείς μοιάζει με ενέργεια, το να αγαπιέται μοιάζει με πάθος. Όσα λοιπόν υπερέχουν ως προς την πράξη συνοδεύονται από αγάπη και φιλικά αισθήματα. Ακόμη, αυτά που έχουν γίνει με κόπο τα αγαπούν περισσότερο οι άνθρωποι, όπως αγαπούν περισσότερο τα χρήματα που απέκτησαν παρά αυτά που κληρονόμησαν.

Φαίνεται ότι το να ευεργετείται κανείς δεν είναι κοπιαστικό, ενώ το να ευεργετεί είναι κουραστικό. Γι’ αυτό το λόγο και οι μητέρες αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους, γιατί η γέννα είναι πάρα πολύ επίπονη, και αυτές γνωρίζουν περισσότερο ότι είναι δικά τους παιδιά. Αυτό όμως φαίνεται ότι υπάρχει και στους ευεργέτες.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Ι κεφ. Ζ


(NATIONAL GEOGRAPHIC, 2011, σελ. 387-388)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Οι απαρχές του εθνικισμού

Τι είναι αυτό που καθιστά την ύπαρξη των εθνών τόσο σημαντική; Κατά καιρούς εμφανίζονται μέσα στην ανθρώπινη ιστορία ποικίλες μορφές ομάδων και συσσωματώσεων που διαφοροποιούν το «εμείς» και το «αυτοί» με βάση διάφορα κριτήρια. 

Μια από αυτές είναι το έθνος. Αρκετά εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εν ονόματι του έθνους τους, όπως συνέβη στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους του 20ου  αιώνα, τον πλέον βάναυσο ίσως αιώνα που γνώρισε η ανθρωπότητα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν τόσο σημαντική την κατανόηση του τι είναι το έθνος: της τάσης της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια, να χωρίζεται σε σαφώς διακριτά, και συχνά συγκρουόμενα σύνολα.

Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για ανθρώπους που δημιούργησαν ευρείες και γεωγραφικά διακριτές κοινωνίες από την αυγή κιόλας του πολιτισμού. 

Γραπτά τεκμήρια των Σουμερίων, ενός πολιτισμού που άνθησε στην περιοχή του Τίγρη και του Ευφράτη περίπου το 2.500 π. Χ., μαρτυρούν απόψεις που διαφοροποιούσαν εκείνους που προέρχονταν από τη σουμεριακή «σπορά», «των αδελφών των υιών του Σουμέρ», από τους ξένους και αλλοφύλους.

Οι Αιγύπτιοι το 16ο αιώνα π. Χ. διαχώριζαν σαφώς τον εαυτό τους από τους «Ασιατικούς» στα ανατολικά και τους Νούβιους στα νότια.

Εγώ [ο αιγύπτιος Φαραώ Ka-more] επιθυμώ να γνωρίζω τι στόχο εξυπηρετεί η δύναμή μου … κάθομαι εδώ [στις Θήβες] ενώ ένας Ασιανός και ένας Νούβιος κατέχουν ο καθένας ένα κομμάτι από την Αίγυπτο … κανείς δεν μπορεί να κατοικήσει ήσυχος όταν οι φόροι των αγρίων τον απογυμνώνουν … Θα παλέψω μαζί τους και θα τους ξεκοιλιάσω. Θέλω να σώσω την Αίγυπτο και να συντρίψω τους Ασιανούς.
Λόγος του Φαραώ Ka-mose (1553-1550 π. Χ.)

Γραπτές πηγές από την αρχαία Κίνα προχωρούσαν, αρκετά καθαρά, στη διάκριση μεταξύ της ανωτερότητας των Κινέζων κι εκείνων των λαών που πιστεύονταν ότι ήταν κάτι λιγότερο από άνθρωποι και τους οποίους οι πηγές ονομάζουν Di και Rohn.

Το δέκατο κεφάλαιο του βιβλίου της Γενέσεως αναγνωρίζει τις γεωγραφικές και γλωσσικές διαφοροποιήσεις της ανθρωπότητας κάτω από τον όρο goyim.

Ούτοι υιοί Σημ, εν τοις φυλές αυτών, κάτα γλώσσας αυτών, εν τοις χώραις αυτών, και εν τοις έθνεσιν [goyim] αυτών. Αύται αι φυλαί υιών Νώε κατά γενέσεως αυτών, κατά έθνη [goyim] αυτών.
Γένεσις Ι΄ 31-32

Τον 5ο αιώνα π. Χ. ο Ηρόδοτος διακήρυξε την ύπαρξη ενός κοινού αισθήματος ανάμεσα στους Έλληνες.

Μοιραζόμαστε όλοι μας την ιδιότητα του Έλληνα: έχουμε το ίδιο αίμα και την ίδια γλώσσα· αυτά τα μνημεία των θεών ανήκουν σε εμάς από κοινού, τόσο στους Λακεδαιμονίους όσο και στους Αθηναίους, και οι θυσίες από κοινού, και έχουμε έθιμα που δημιούργησε η κοινή μας ανατροφή.
Ηροδότου, Ιστορίαι

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διαχώριζαν τους ανθρώπους σε Έλληνες και Βαρβάρους. Ο όρος «Βάρβαρος», ως συλλογικός προσδιορισμός, αφορμάται μάλλον από τις ακατάληπτες για τους Έλληνες γλώσσες που μιλούσαν οι λαοί της Μικράς Ασίας. Όμως μετά τους Περσικούς πολέμους ο όρος αυτός απέκτησε ένα υποτιμητικό νόημα που κρατάει μέχρι σήμερα. Στην ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα υπάρχει η αναφορά στο κοινό αίσθημα που ένωνε όλους όσοι είχαν γεννηθεί Έλληνες σαν να ήταν μέλη μιας και της αυτής οικογένειας. Ο Πλάτων βασικά υποστήριζε ότι οι Βάρβαροι δεν ήταν μόνο ξένοι για τους Έλληνες αλλά και εχθροί τους κατά φύση.

Λέω δηλαδή πως η ελληνική φυλή είναι συγγενής και έχει την ίδια καταγωγή, ενώ είναι ξένη προς τους βαρβάρους και αλλογενείς. Θα πούμε λοιπόν πως οι Έλληνες πολεμούν στη μάχη προς τους βαρβάρους και από τη φύση είναι εχθροί και την έχθρα αυτή πρέπει να την ονομάσουμε πόλεμο.
Πλάτωνος, Πολιτεία Ε΄, 470c 1-7

Με τον όρο γένος ο Πλάτων αναφέρεται στο κοινό αίσθημα όλων όσοι είχαν γεννηθεί Έλληνες. Ποιος είναι άραγε ο χαρακτήρας αυτών των κοινωνιών που προσδιορίζονται από τέτοιου είδους όρους, όπως ο βιβλικός goy και ο ελληνικός γένος; Κατά κύριο λόγο οι κοινωνίες αυτές είχαν να κάνουν με τα στοιχεία της γέννησης, του γεωγραφικού χώρου και μιας κάποιου είδους συγγένειας.

Steven Grosby, Εθνικισμός

(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2006, σελ. 1-3)

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Το εγωιστικό γονίδιο

To 1976 […] ο Richard Dawkins, με το βιβλίο του Το εγωιστικό γονίδιο, σοκάρισε το κοινό. […] Εξέφρασε τις καινούργιες αρχές του υπερ-δαρβινισμού: η φυσική επιλογή δεν είχε αποτέλεσμα να διαλέγει τα άτομα, αλλά τα γονίδια. Δηλαδή, ο αγώνας για την επιβίωση δεν γίνεται ανάμεσα στα άτομα, ακόμη κι αν έχουμε τέτοια εντύπωση βλέποντας μια γάτα να επιτίθεται σ’ ένα ποντίκι ή δύο αρσενικά να μάχονται για ένα θηλυκό. Στην πραγματικότητα, έλεγε ο Dawkins, είναι τα γονίδια εκείνα που α­γωνίζονται να διαδοθούν μέσω των οργανισμών που τα φιλοξε­νούν. Και γενικεύοντας μας πρόσφερε εικόνες συναρπαστικές για να «περάσει» το μήνυμά του: «[τα γονίδια] συγκεντρώνονται σε μεγάλες αποικίες, στο καταφύγιο των γιγαντιαίων και βαριών ρο­μπότ (στους οργανισμούς), απομονωμένα από τον εξωτερικό κό­σμο, επικοινωνώντας μαζί του με φωνές διάχυτες και έμμεσες, τακτοποιώντας τα σε μια διάταξη ελέγχου από απόσταση. Βρί­σκονται σ’ εσάς και σε μένα. Μας έχουν δημιουργήσει, σώμα και πνεύμα, και η προφύλαξή τους είναι ο έσχατος λόγος της ύπαρξής μας. ... Είμαστε οι μηχανές τους για επιβίωση». Και ακόμη: «Είμαστε... οχήματα-ρομπότ τυφλά προγραμματισμένα-για να προφυλάξουμε τα γνωστά εγωιστικά μόρια που ονομάζονται γονίδια».

Αυτή η ιδέα τον οδήγησε να σκεφτεί την κοινωνική συμπεριφο­ρά, αυτή δηλαδή που προέρχεται από ένα άτομο (ζώο ή άνθρωπο) και απευθύνεται σ’ ένα άλλο άτομο, όπως τα μέσα που χρησιμο­ποιούν τα γονίδια για να αυξήσουν τον αριθμό των αντιγράφων τους στις διαδοχικές γενιές. Δηλαδή, θεωρούσε ότι η κοινωνική συμπεριφορά είναι γενετικά προγραμματισμένη από την άποψη της μεγίστης διάδοσης των γονιδίων με τη μεγαλύ­τερη απόδοση. Στα είδη κοινωνικής συμπεριφοράς δεν υπολόγιζε μόνο την αλτρουιστική συμπεριφορά, αλλά επίσης την επιθετική συμπεριφορά της κυριαρχίας και, ακόμη, της εκμετάλλευσης. Ό­ντως, λέει: «Για να επιβιώσει μια μηχανή, μια άλλη μηχανή είναι ένας ανταγωνιστής για να αντιμετωπιστεί ή ένα αντικείμενο για να εκμεταλλευτεί». Αυτό εξηγεί, για παράδειγμα, προκειμένου για τις σχέσεις μεταξύ σεξουαλικών συντρόφων, αναφορικά με τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών, ότι καθένας από τους δύο θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τον άλλο για να τον ανα­γκάσει να τον εμπιστεύεται περισσότερο. Έτσι, τα αρσενικά (και αυτό ισχύει για το ανθρώπινο είδος, σύμφωνα με τον Dawkins) ενδιαφέρονται να «συνδέονται» με πάρα πολλά θηλυκά γιατί παρά­γουν πολύ εύκολα εκατομμύρια σπερματοζωάρια· μπορούν, λοι­πόν, να διαδίδουν καλύτερα τα γονίδιά τους κάνοντας παιδιά με το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό θηλυκών. Αντίθετα, τα θηλυκά, που παράγουν δύσκολα μικρό αριθμό ωαρίων κατά τη διάρκεια της ζωής τους και αναλαμβάνουν μια πολύ κουραστική εγκυμοσύνη (στα θηλαστικά), επώαση και τροφοδότηση των μικρών (στα που­λιά), ενδιαφέρονται να διαλέξουν έναν καλό γεννήτορα και να τον κρατήσουν στη φωλιά για να τις βοηθά. Και ο Dawkins δηλώνει: «Είναι πιθανό ότι τα ανθρώπινα αρσενικά έχουν την τάση της πο­λυγαμίας και οι γυναίκες της μονογαμίας για λόγους εξελικτικής γενετικής». Όπως είπε με χιούμορ ένας κριτικός σχολιαστής: «Ο Dawkins θα μας προσκαλούσε για να μας πει: Κυρίες μου, μην κατηγορείτε, λοιπόν, τους συντρόφους σας γιατί ξενοκοιμούνται, δεν είναι δικό τους το λάθος, είναι προγραμματισμένοι γι’ αυτό!».


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΧΥ, 1995, σελ. 174-175)