Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Η θεραπευτική του Νίτσε

Η ελευθερία από τη μνησικακία, η διαφώτιση σχετικά με τη μνησικακία – ποιος ξέρει άραγε σε τι βαθμό το χρωστάω τελικά και αυτό στη μακρά ασθένειά μου! Το πρόβλημα δεν είναι και τόσο απλό: πρέπει να το έχει βιώσει κανείς και σε κατάσταση δύναμης και σε κατάσταση αδυναμίας. Αν πρέπει να εκφράσουμε κάτι εναντίον του να είσαι άρρωστος, εναντίον του να είσαι αδύναμος, είναι το ότι σε μια τέτοιου είδους κατάσταση το πραγματικό θεραπευτικό ένστικτο, δηλαδή το αμυντικό και το επιθετικό ένστικτο, στον άνθρωπο ατονούν. Δεν είσαι ικανός να απαλλαγείς από τίποτα, δεν είσαι ικανός να τα καταφέρεις σε τίποτα, δεν είσαι ικανός να απωθήσεις τίποτα – όλα σε πληγώνουν. Άνθρωποι και πράγματα έρχονται κοντά με φορτικό τρόπο, τα βιώματα τραυματίζουν βαθιά, η μνήμη είναι μια πυώδης πληγή. Τα να είσαι άρρωστος είναι αφ’ εαυτού ένα είδος μνησικακίας.  

Ενάντια σε όλα αυτά, ο άρρωστος έχει μόνον ένα σημαντικό θεραπευτικό μέσοτο αποκαλώ ρωσική μοιρολατρία, εκείνη η χωρίς διάθεση εξέγερσης μοιρολατρία, με την οποία ένας Ρώσος στρατιώτης, που θεωρεί ότι η εκστρατεία αποδείχθηκε πολύ σκληρή γι’ αυτόν, ξαπλώνει τελικά πάνω στο χιόνι. Απολύτως τίποτα να μη δέχεσαι πια, να μην παίρνεις μέσα σου – να μην αντιδράς καθόλου πια … Η μεγάλη λογική αυτής της μοιρολατρίας, η οποία δεν είναι πάντα μόνο το θάρρος απέναντι στο θάνατο, αλλά μπορεί και να διατηρεί τη ζωή υπό συνθήκες πλέον επικίνδυνες για τη ζωή, είναι η μείωση του μεταβολισμού, η επιβράδυνση του, ένα είδος θέλησης για χειμερία νάρκη. Αν προχωρήσουμε μερικά βήματα πιο πέρα σε αυτήν τη λογική, φτάνουμε στον φακίρη που κοιμάται επί βδομάδες ολόκληρες μέσα σε ένα τάφο …

Επειδή θα αναλωνόσουν πολύ γρήγορα αν αντιδρούσες πάντα, δεν αντιδράς πια καθόλου: αυτή είναι η λογική. Και τίποτα δε σε κατατρώγει πιο γρήγορα από τις φλόγες της μνησικακίας. Η οργή, το να είναι κανείς αρρωστημένα ευπρόσβλητος, η αδυναμία σου να εκδικείσαι, η επιθυμία, η δίψα για εκδίκηση, ο δηλητηριασμός με οποιονδήποτε τρόπο – για κάποιον που είναι εξαντλημένος, αυτό είναι σίγουρα το πιο επιβλαβές είδος αντίδρασης: προκαλεί ταχεία πτώση της νευρικής ενέργειας, μια παθολογική αύξηση των βλαβερών εκκρίσεων – για παράδειγμα, της χολής μέσα στο στομάχι. Η μνησικακία είναι το απαγορευμένο καθ’ εαυτό για τον άρρωστο – το δικό του κακό: δυστυχώς, είναι και η πιο φυσική κλίση του.

Αυτό το κατανόησε ο Βούδας, εκείνος ο εμβριθής θεράπων. Η «θρησκεία» του, την οποία μάλλον θα έπρεπε να αποκαλούμε σύστημα υγιεινής για να μην τη συγχέουμε με τόσο αξιοθρήνητα πράγματα όπως ο χριστιανισμός, στήριξε την αποτελεσματικότητα της στην κατίσχυση επί της μνησικακίας: το να απελευθερώσεις την ψυχή σου από αυτήν αποτελεί το πρώτο βήμα προς την ανάρρωση. «Στην εχθρότητα δε δίνει τέλος η εχθρότητα,  στην εχθρότητα δίνει τέλος η φιλία»: τούτη η φράση αποτελεί τη βάση της διδασκαλίας του Βούδα – δεν είναι η ηθική που μιλά έτσι, είναι η θεραπευτική που μιλά έτσι.

Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από την καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου της.

Όποιος γνωρίζει πόσο σοβαρά προσπάθησε η φιλοσοφία μου να αντεπιτεθεί στα συναισθήματα εκδίκησης και μνησικακίας, ακόμα και μέσα στη θεωρία της «ελεύθερης βούλησης» -ο αγώνας ενάντια στον χριστιανισμό είναι μόνο μια πλευρά αυτού του αγώνα- θα καταλάβει γιατί φωτίζω εδώ την προσωπική μου συμπεριφορά, τη δική μου σιγουριά του ενστίκτου στην πράξη. Σε περιόδους παρακμής τα απαγόρευα στον εαυτό μου σαν βλαβερά· μόλις η ζωή γινόταν πάλι αρκετά πλούσια, οπότε και περήφανη γι’ αυτά, τα απαγόρευα στον εαυτό μου σαν κατώτερά μου. Εκείνη η «ρωσική μοιρολατρία», για την οποία μίλησα πριν, παρουσιάστηκε σε μένα επειδή επί αρκετά χρόνια παρέμεινα πεισματικά προσκολλημένος σε σχεδόν ανυπόφορες καταστάσεις, τόπους, κατοικίες, κοινωνίες, μιας και είχα οδηγηθεί εκεί μέσω του τυχαίου: αυτό ήταν καλύτερο από το να τις αλλάξω, από το να νιώθω πως επιδέχονται αλλαγή, από το να εξεγείρονται εναντίον τους … Τότε με ενοχλούσε θανάσιμα όταν κάποιος με τάραζε ενώ βρισκόμουν βυθισμένος σε αυτήν τη μοιρολατρία, αν κάποιος με ξυπνούσε απότομα: - στην πραγματικότητα, κάθε φορά ήταν θανάσιμα επικίνδυνο.

Το να δέχεσαι τον εαυτό σου ως ένα πεπρωμένο, το να μη θέλεις να είσαι «αλλιώς» σε τέτοιου είδους καταστάσεις, αυτή είναι η μεγάλη λογική καθ’ εαυτήν.

Φρίντριχ Νίτσε, Γιατί είμαι τόσο σοφός


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2013, σελ. 47-52)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου