Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Ο Νίτσε ενάντια στο κράτος: Πλάτων

«Υπάρχουν ακόμα λαοί και αγέλες, αλλά δεν υπάρχουν σε μας, αδελφοί μου: σε μας υπάρχουν κράτη… Κράτος; Τι είναι αυτό! Εμπρός! Ανοίξτε τα αυτιά σας, θα σας μιλήσω για τον θάνατο των λαών. Το κράτος είναι το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα: ψεύδεται ψυχρά και ιδού το ψέμα που σέρνεται στο στόμα του: ¨Εγώ το Κράτος, είμαι ο Λαός¨. Πρόκειται για ψέμα! […] Παντού όπου υπάρχει ακόμα λαός καταλαβαίνει το κράτος και το μισεί σαν το κακό μάτι και σαν μια παραβίαση των εθίμων και των νόμων». (Φ. Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας)

Έτσι για τον Νίτσε, αυτός που εμφανίζεται ως φύλακας των λαών, που αξιώνει να εξασφαλίσει, κάτω από την κηδεμονία του και χάρη στο θώρακα των νόμων, τη συγχώνευση όλων στους κόλπους του έθνους, είναι στην πραγματικότητα ο Λεβιάθαν. Αλλά τούτος εδώ είναι ένα τέρας, όχι ένας θεός, και ένα τέρας ψευδολόγο και αρπακτικό. […] Σημασία έχει να βγάλουμε στο φως τη διαδικασία με την οποία ένα τέτοιο σκάνδαλο επιβλήθηκε μέχρι του σημείου να φαίνεται φυσιολογικό τόσο σε εκείνους που ωφελούνται απ’ αυτό, όσο και σ’ εκείνους που από αυτό υποφέρουν και πεθαίνουν.

Ο Νίτσε συγκεντρώνει έτσι το ενδιαφέρον του πριν απ’ όλα σε μια «γενεαλογία» που είναι κάτι σαν η αντίθεση προς το τις φιλοσοφίες της ιστορίας – και προς την πιο πετυχημένη απ’ αυτές: τη φιλοσοφία του Χέγκελ – και αποκαλύπτει τις «φάσεις», τα ζευγαρώματα που επέτρεψαν σ’ αυτές τις δυνάμεις να συγκροτηθούν και να υπερισχύσουν πάνω στη δύναμη της ζωής και της δημιουργικότητας. […]

Το πρώτο στοιχείο που τονίζει ιδιαίτερα ο συγγραφέας του Λυκόφωτος του Ειδώλου είναι εκείνο τη σωκρατικής πονηριάς, που ανατρέπει το νόημα του ελληνισμού. Ο ελληνισμός, στην περίοδο που λέγεται αρχαϊκή, μάχεται θαρραλέα, εμπνευσμένος από τις βαθιές κραυγές του Διονύσου και από το απολλώνιο φως. Ο Σωκράτης, γεννημένος από τη «λαϊκουριά», θα καταγγείλει ως απατηλό και επικίνδυνο αυτόν τον λαό των θεών και των ηρώων. Αλλά, δεν αναγνωρίζει ούτε το νέο δημοκρατικό πολιτισμό που παίζει με τις λέξεις και παίρνει για κριτήριο το βάρος της πλειοψηφίας. […]  Η ειρωνεία που ασκεί οδηγεί έτσι κατευθείαν στην υποτίμηση της ζωής σ’ όλες τις μορφές: αυτή είναι κατά το έργο Η Χαρούμενη Γνώση, έννοια της τελευταίας φράσης του Σωκράτη: «Ω Κρίτων οφείλω έναν κόκορα στον Ασκληπειό».

«Αυτός ο γελοίος και τρομερός λόγος ¨ύστατος λόγος¨ σημαίνει, για όποιον ξέρει να ακούει, ω Κρίτων, η ζωή είναι μια αρρώστια! Είναι αυτό δυνατό; Ένας άνθρωπος όπως εκείνος … ήταν ένας πεσιμιστής».

Σ’ αυτό το είδος πεσιμισμού, ο Πλάτων θα αναδειχτεί μαέστρος. Ακριβέστερα, τον μεταχειρίζεται όχι βέβαια για να οικοδομήσει μια καινούρια χαρά, δηλαδή για να τον ξεπεράσει πραγματικά, αλλά για να συγκροτήσει την πληκτική φιλοσοφική γαλήνη, βάθρο αυτού που θα ονομαστεί από τότε Ειδέναι και Λόγος. Τους ανατρεπτικούς διαλόγους τους αντικαθιστά με τον διδακτικό διάλογο, την ειρωνεία με την απόδειξη, την αμφισβήτηση με τη διδαχή. Αλλά, αυτή η αλλαγή τόνου, ύφους συνεπάγεται βαριές συνέπειες.

Σ’ αυτά που ο Σωκράτης διαπίστωνε – αντιφάσεις, κενά, αναποτελεσματικότητα της κοινής γνώμης -, ο Πλάτων αναζητεί τους λόγους και τις αιτίες. Και κατ’ συνέπεια, εκείνο που διδάσκει είναι, πρώτα απ’ όλα πως ο αισθητός κόσμος, από την ίδια την ασυνάρτητη και χασματική φύση του, από το ίδιο το γεγονός ότι παρασύρεται από το αδιάκοπο ρεύμα των γίγνεσθαι, δεν μπορεί με κάποιον τρόπο να είναι το αντικείμενο μιας οποιαδήποτε γνώσης, παρά μόνο κατά προσέγγιση και πάντα προσωρινά· είναι, ταυτόχρονα, πως η αντίληψη, χάρη στην οποία αισθανόμαστε αυτόν τον κόσμο και τον χαιρόμαστε, είναι απατηλή· κυρίως διότι προκαλεί πάθη, πολλαπλασιάζει τις ανάγκες και υπερδιεγείρει τις «κακές» ορμές. Κοντολογίς, καθετί που υπάγεται στο σώμα, χαρές και επιθυμίες, καταδικάζεται σαν φθοροποιό, σαν αιτία των παραστρατημάτων της ατομικής συμπεριφοράς, των αταξιών της πολιτικής· και κοντολογίς: της ανηθικότητας και της δυστυχίας.

Σε όλα αυτά οδηγείται ο άνθρωπος όταν δεν αποδέχεται μια υπόθεση που, μόνη αυτή, μπορεί να του εξασφαλίσει την προσωπική «σωτηρία» και την ικανοποίηση, την οποία είναι δυνατό να βρει σε τούτο τον κόσμο. Αυτή η υπόθεση παρουσιάζεται […] ως αναγκαία· αιτιολογείται με όλα τα μέσα, από τη θεωρητική ανάλυση μέχρι τον μύθο περνώντας από την αλληγορία· και συνίσταται απλώς στο εξής: αυτός «ο κάτω» κόσμος δεν είναι ο αληθινός κόσμος, δεν είναι παρά ένα αδέξιο έκτυπο, που φθείρεται ασταμάτητα. Ο αληθινός κόσμος δεν μπορεί να είναι παρά η ίδια η Αλήθεια (που είναι συνάμα το Αληθινό, το Ωραίο, το Καλό και το Ένα), αμετάβλητη, διάφανη, αποτελούμενη από ιδέες διαρθρωμένες συστηματικά, προσιτή μόνο σ’ εκείνους που, με σκληρές υλικές και πνευματικές δοκιμασίες, θα είχαν νικήσει το σώμα τους και τις επιθυμίες του.

Αν περιγράψαμε εδώ σχηματικά τούτο τον πυρήνα της πλατωνικής θεωρίας, δεν το κάναμε μόνο για να αναλύσουμε τις άμεσες πολιτικές της συνέπειες· αλλά και γιατί ο πυρήνας αυτός συνιστά το βάθος μιας αντίληψης, τη σειρά των αρχών που από τότε θα διέπει τη λειτουργία της δυτικής ορθολογικότητας μέχρι τον Νίτσε, μέχρι ακόμα το δικό μας παρόν. Πολυάριθμες άλλες θεωρίες τον αντικρούουν, τον πολεμούν, αλλά τελικά τοποθετούνται τις πιο πολλές φορές στο έδαφός της. Αυτή η αντίληψη της Αλήθειας θα μείνει, στις περισσότερες περιπτώσεις κυρίαρχη, ακόμη και αν έχει υποστεί ορισμένους μετριασμούς· και όταν απορρίπτεται, παραμένει μια σταθερή αναφορά (ακόμη και στην πειραματικές επιστήμες και στις θεωρίες που λέγονται υλιστικές, εμπειρικές ή θετικιστικές). Στην πραγματικότητα, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, όπως ο Σπινόζα, οι αποφασιστικές ρήξεις δεν επέρχονται παρά μόνο με τον Μαρξ (αν και σ’ αυτόν δεν είναι πλήρης) και με τον Νίτσε, ακριβώς.

Οπωσδήποτε, αυτή η φιλοσοφική διδασκαλία που καταλήγει στο ότι υπάρχουν αιώνιες Ουσίες, θεωρητικό αντίστοιχο της απάρνησης του σώματος και των υλικών αξιών κατέχει μια παραδειγματική πολιτική συνέχεια. Ο Πλάτων απορρίπτει όλα τα καθεστώτα της εποχής του· η αιτία της ανηθικότητας τους, της κακοήθειας τους είναι ότι οι κυβερνήτες του είναι, σαν να λέμε, διαβρωμένοι από «σωματικότητα» και τα λόγια και τα έργα τους έχουν κατά συνέπεια καταντήσει άτονα. Για να εξασφαλιστεί επομένως η ανεξαρτησία και η επιβίωση της Πολιτείας, η αυτάρκεια της, πρέπει να απελευθερωθεί η ψυχή των αρχόντων από το βάρος της υλικότητας, να απαλλαγούν από κάθε πάθος, ώστε να μπορέσουν να δουν την ιδέα της δίκαιης Πολιτείας, να αποφασίζουν σωστές πράξεις, να διοικούν μυαλωμένα τους πολεμιστές και να απαιτούν από εκείνους, στους οποίους έχει ανατεθεί το καθήκον να τρέφουν τα σώματα, την πιο αυστηρή υπακοή. Αυτό που έχει σημασία είναι ο «φιλόσοφος να είναι βασιλιάς ή ο βασιλιάς να είναι φιλόσοφος».

Εγκαθιδρύεται έτσι, τόσο ενάντια στην παράδοση του αριστοκράτη πολεμιστή, απόγονου των ηρώων, όσο και ενάντια στην παιδεία του δημοκράτη ρήτορα, γιού του λόγου, μια καινούρια τάξη πραγμάτων θεμελιωμένη σε μια αυστηρή διχοτόμηση: τους κυβερνώντες, επιλεγμένους σε συνάρτηση με τις γνώσεις τους, που κρατούν όλες τις εξουσίες, και στους άλλους τους κυβερνωμένους, που μοναδικός τους ρόλος είναι να παραμένουν στη θέση που τους έχει οριστεί και να υπακούουν. Και οι μεν και οι δε είναι αφοσιωμένοι στην Πολιτεία που είναι «εδώ κάτω» ο προστάτης τους και που τους υπαγορεύει τον τρόπο συμπεριφοράς, υποσχόμενη μια καλύτερη μοίρα στον «άλλο κόσμο». Κι έτσι εμφανίζεται, για πρώτη φορά στην παιδεία μας, το κράτος, «το πιο ψυχρό από τα ψυχρά τέρατα». Όπως κατέδειξε ο Χέγκελ, η πλατωνική Καλλίπολις είναι η Αλήθεια της ελληνικής Πόλης· αλλά, βαθύτερα, αυτή διαγράφει - στην εποχή της – τη δομή της τεχνο-γραφειοκρατικής εξουσίας που είναι η Αλήθεια του τεχνο-γραφειοκρατικού κράτους στη λειτουργία του.

Ο Νίτσε – στο Ανθρώπινο υπερβολικά ανθρώπινο (1876-1879), στο Πέρα από το καλό και το κακό (1885-1886), στο Η γενεαλογία της ηθικής (1887) – αναλύει τις δυνάμεις που συγκροτούν και διατηρούν το κράτος. Μια και, σε τούτον τον κόσμο, δεν είναι δυνατό να εξαλειφθούν συστηματικά τα ζωντανά σώματα των ανθρώπων με τις υλικές χαρές τους και τους υλικούς πόνους τους, πηγές «αταξιών» κατά την άποψη του Λόγου, πρέπει να αντικατασταθούν με το Κράτος. Αυτή είναι η λειτουργία του Λεβιάθαν: να τοποθετεί τις σωματικές ατομικότητες στη θέση που τους έχει καθοριστεί ιεραρχικά, έτσι που αυτές, ως εκφράσεις της αναταραχής που ενυπάρχει στη ζωή, να γίνονται ανενεργές (υπακούω δεν σημαίνει δρω, αλλά μόνο εκτελώ σύμφωνα με τον κανόνα): διατάζουν εκείνοι που δεν είναι πια παρά ψυχές, εκτελούν εκείνοι στους οποίους έχει εκμηδενιστεί κάθε δημιουργική δύναμη.

Ποιος είναι τελικά ο σκοπός παρόμοιων μέτρων; Να περιορίσουν τη ζωή στην ελάχιστη βιολογική της άσκηση· να καταστρέψουν τις έντονες χαρές και λύπες προς όφελός της ασφάλειας και την μέσης ευημερίας· να ενθαρρύνουν προνομιακά τη μυθολογία του Λόγου – στο όνομα της σύνεσης – σε βάρος της δύναμης που δίνει το πάθος· να διαπλάσουν τους μυς, ώστε να μάθουν να αυτοκυριαρχούνται ή να μην εκτελούν παρά μόνο προκαθορισμένες κινήσεις… Και ποιο είναι το κρυφό πάθος που εμπνέει τον πλατωνισμό; Ο φόβος, ο φόβος της ζωής, που είναι πληθωρική (Χαρούμενη γνώση, § 372).

Μ’ αυτό τον τρόπο, προτείνει ο Πλάτων να αντικατασταθεί η ζωντάνια των ατομικών σωμάτων με το μηχανικό σώμα του «ψυχρού τέρατος». Η τάξη της Αλήθειας, αυτής της αλήθειας αρχίζει … και καταλήγει στο σύγχρονο κράτος.

Φρανσουά Σατελέ, Εβελίν Πιγιέ –Κουσνέρ: Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ου αιώνα


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΑ, 1998, σελ. 22-26)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου