Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Η φιλοσοφία σαν τέχνη ζωής: ο επικουρισμός

Μπορεί άραγε ο άνθρωπος να ζήσει ανθρώπινα, να ζήσει ευτυχισμένος αν παραιτηθεί και από τις προσπάθειες των μεγάλων θεωρητικών φιλοσοφιών και από τις υποσχέσεις και επιταγές των θρησκειών, χωρίς να ενδώσει στις ευκολίες του σκεπτικισμού, του κυνισμού, ή στην τραχύτητα μιας ζωώδους ύπαρξης; Και βέβαια μπορεί, αν αποδειχτεί ότι τα πράγματα είναι ως έχουν, όπως φαίνονται, και πως είναι εντούτοις εύκολο να δημιουργήσει βάσει αυτών μια σοφία που να τον κάνει ευτυχισμένο. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο επικουρισμός και ο στωικισμός μας προτείνουν το απαραίτητο και το επαρκές. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτές οι σοφίες ήταν «κόρες της απελπισίας», για να υπογραμμίσουν ότι δεν αναζητούσαν ούτε γνώση ούτε σωτηρία - καθώς τα είχαν αρνηθεί μαζί με όλες τις αυταπάτες της επιθυμίας. Δεν θέλουν ωστόσο να ξεριζώσουν το πολύμορφο κακό: ασχολούνται μόνο με τα αποτελέσματά του. Η στάση μας είναι αυτό που αλλάζουν, όχι η τάξη και ο ρους του κόσμου. Ο επικουρισμός και ο στωικισμός γνώρισαν τεράστια επιτυχία, που ξεπέρασε την Αρχαιότητα. Αν παρά τις αντιθέσεις τους, τους συνδέουμε, είναι γιατί αποτελούν παραλλαγές στο ίδιο θέμα, παραδέχονται το ίδιο είδος απόλυτου, απρόσωπου και ενυπάρχοντος. Πρεσβεύουν ότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένας τρόπος ζωής, ευτυχισμένης ζωής. Το θεωρητικό κομμάτι δεν είναι παρά ένα μέσον. «Η φιλοσοφία διδάσκει πώς να πράττει κανείς, όχι πως να μιλάει», λέει ο Σενέκας. «Μάταιος ο λόγος του φιλοσόφου, αν δεν καταφέρει να θεραπεύσει τον πόνο της ψυχής», υποστηρίζει ένα επικούρειο απόφθεγμα.

Ο επικουρισμός

Θεμελιώθηκε από τον Επίκουρο (341-270 π.Χ.), τον «Βούδα της Δύσης», υμνήθηκε και εξιδανικεύτηκε από τον Λουκρήτιο (99-55) στο Περί των πραγμάτων της φύσεως. Ο επικουρισμός εκλαΐκευσε τη μόνη φυσική (την οποία χρησιμοποίησε ευρέως ο Δημόκριτος) που θα μπορούσε να αιτιολογήσει πλήρως την ηθική του.

Η επικούρεια φυσική δεν έχει τίποτα κοινό με τη θετική επιστήμη υπό τη σύγχρονη έννοια του όρου. Ο λόγος της οφείλει τα πάντα στη λειτουργία της καθαυτή, που συνίσταται στη δόμηση του συνόλου και της λεπτομέρειας του πραγματικού, εξαλείφοντας την Ιδέα, το Καλό, το αυθύπαρκτο σε όλες του τις μορφές, για να απελευθερώσει έτσι τον άνθρωπο από κάθε πρόληψη και φόβο. Αντιλαμβάνεται τη Φύση σαν ένα ενυπάρχον σύνολο, του οποίου η πραγματικότητα και οι νόμοι είναι αμιγώς υλικά.

Καθώς το πραγματικό δεν μπορεί να γεννηθεί από το μηδέν ούτε να χαθεί μέσα στο μηδέν, ενώ μεταμορφώνεται διαρκώς, αποτελείται μόνον από άτομα (υλικά στοιχεία αόρατα και αδιαίρετα) και από κενό (προϋπόθεση της κίνησης των μορφών και της εισχώρησης της μιας μέσα στην άλλη). Τα σώματα, οι ψυχές (που δεν είναι παρά ένα σώμα μέσα σε ένα άλλο σώμα), οι θεοί (που αποτελούνται από πολύ λεπτή ύλη), είναι ένα συμπίλημα ατόμων, συνενωθέντων στην τύχη, που διαλύονται με το «θάνατο» και ανασυντίθενται κατόπιν με διαφορετικό τρόπο.

Αν δεν προσθέταμε το περίφημο κλίναμεν -την κλίση, την απόκλιση σε σχέση με την ευθεία- τα άτομα θα έπεφταν σαν παράλληλη βροχή, με ίση ταχύτητα, χωρίς να συναντηθούν ποτέ και δεν θα συνέθεταν ποτέ σώματα. Το κλίναμεν εισάγει λοιπόν το ενδεχόμενον στην αμείλικτη αναγκαιότητα, πράγμα που επιτρέπει κάποια «ελευθερία» (με την έννοια ότι κάθε ζωντανό πλάσμα, είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε άλογο, μπορεί να αντισταθεί στην ύλη). Αυτός ο υλισμός είναι ένας μεταφυσικός μηδενισμός: κατά βάθος, δεν υπάρχει ούτε Ον ούτε Πνεύμα, υπάρχει μόνο στοιχειώδης ύλη, αταξία και κανένα νόημα. Ο άνθρωπος δεν υπάρχει σαν τέτοιος.

Τι κερδίζουμε γνωρίζοντας όλα αυτά; Απλώς, τη δυνατότητα να απελευθερωθούμε από φόβους και εξηγήσεις που αποτελούν μέρος μιας αυταπάτης. Για να οδηγήσουμε θετικά τον εαυτό μας, αρκεί να λάβουμε υπ’ όψη μας μόνον ένα πράγμα: το γεγονός ότι ο ζωντανός άνθρωπος ικανοποιείται με την ηδονή και αποφεύγει το φόβο. Γιατί όμως, οι άφρονες και οι αδαείς που πιστεύουν ότι αρκεί η απόλαυση της στιγμής για να είναι ευτυχισμένοι, προκαλούν τη δυστυχία τους; Το αίσθημα της ευχαρίστησης είναι άραγε απατηλό;

Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η απόλαυση ανυψώνει το σώμα που είναι η μόνη πραγματικότητα («η αρχή και η ρίζα κάθε καλού είναι η ικανοποίηση της κοιλίας»). Το «καλό» και το « κακό» δεν είναι παρά λέξεις που καλύπτουν ό,τι μας αρέσει. Χωρίς τη σοφία όμως, θα αγνοούσαμε τις διαδικασίες που λειτουργούν κάτω από τα φαινόμενα και που προκαλούν πόνο. Μόνον ο συνετός, ο σώφρων, γνωρίζει το «τετραπλό φάρμακο» που μπορεί να μας θεραπεύσει.

Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τους θεούς εφόσον το πραγματικό εξηγείται απόλυτα από την κίνηση των ατόμων (η έκλειψη, παραδείγματος χάριν, δεν είναι μια θεϊκή απειλή). Μετά τη ζωή, δεν θα υπάρξει ούτε ανταμοιβή για τους καλούς, ούτε τιμωρία για τους κακούς. Αυτή η πεποίθηση -αληθινή ασέβεια- είναι που κάνει τους ανθρώπους φοβισμένους και δυστυχισμένους.

Ο «θάνατος» δεν είναι τίποτα, εφόσον καταλύει την αίσθηση του πραγματικού: «Όσο υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει (...) Όταν έρθει ο θάνατος, εμείς δεν υπάρχουμε πια» (Επιστολή στον Μενοικέα). Ο φόβος του θανάτου δεν στηρίζεται λοιπόν πουθενά, δηλητηριάζει όμως τη ζωή μας. Ο σώφρων δεν λυπάται που γεννήθηκε επειδή πρέπει να πεθάνει: ζει, απλά, χωρίς να αναζητά το θάνατο, μα και χωρίς να τον αποφεύγει.

Μπορεί κανείς να ανεχθεί τον πόνο, εφόσον σταματάμε να τον νοιώθουμε όταν ξεπερνά τις δυνατότητές μας.

Η ευτυχία είναι εύκολη όταν ξέρει κανείς να αρκείται σε ικανοποιήσεις φυσικές και απαραίτητες (να ικανοποιεί την πείνα, τη δίψα) και να απορρίπτει εκείνες που είναι φυσικές αλλά όχι απαραίτητες (τα γευστικά εδέσματα τις ερωτικές ηδονές) και εκείνες που δεν είναι ούτε φυσικές ούτε απαραίτητες (τα πλούτη, τις τιμές).    

Στην πράξη, πρέπει κανείς να είναι αυτάρκης και να αρκείται στα ολίγα. Η εγκράτεια είναι πράγματι η αρετή του σοφού, γιατί του επιτρέπει να φτάσει στην αταραξία, δηλαδή την απουσία αναταραχής που είναι το κλειδί της ευτυχίας.


(ΤΟ ΒΗΜΑ γνώση, 2006, σελ. 23-26)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου