Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Η κρατική Λερναία Ύδρα

Ο Ηρακλής και ο Ιόλαος σκοτώνουν τη Λερναία Ύδρα
[…]  γνωρίζετε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 1.620 Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) που χρηματοδοτούνται εμμέσως ή αμέσως από το κράτος; Γνωρίζετε ότι επί τριάντα και πλέον χρόνια αυτά τα ΝΠΙΔ ήσαν αχαρτογράφητα, αλλά δεν έπαυαν να απορροφούν πόρους; Και χρειάστηκε να υπογράψει η Ελλάδα το πρώτο μνημόνιο ώστε να αρχίσει η καταγραφή τους - γεγονός βέβαια που δεν άρεσε καθόλου στους άμεσα ωφελούμενους από μία δραστηριότητα η οποία ήταν ανεξέλεγκτη.
Ακόμα, ποιος γνωρίζει ότι στον ελληνικό γραφειοκρατικό κυκεώνα υπάρχουν περί τις 22.000 αρμοδιότητες και κάπου 6.000 κωδικοί πληρωμής τους; […]
Σήμερα, και πάλι με αφορμή τα μνημόνια, το 90% των κωδικών αυτών έγινε γνωστό, αλλά το υπόλοιπο 10%, ήτοι 600 κωδικοί περίπου, παραμένει στο απυρόβλητο για προφανείς λόγους. […]
Αυτή είναι μία μικρή μόνον πτυχή της κρατικής Λερναίας Ύδρας, την οποία κανείς πλέον δεν τολμά να πειράξει –ούτε καν οι εταίροι και δανειστές μας. Διότι, όταν ερευνητής του ΟΟΣΑ μας ομολογεί ότι είναι αδύνατον να βρει κανείς άκρη στον ελληνικό γραφειοκρατικό λαβύρινθο και ότι αυτή τη στιγμή κάπου 150.000 άτομα πληρώνονται από το Δημόσιο χωρίς κανείς να γνωρίζει γιατί, το συμπέρασμα είναι απλό: η χώρα είναι καταδικασμένη.
Θα καταρρεύσει δε για τους ίδιους ακριβώς λόγους που κατέρρευσε και η σοβιετικού τύπου κλεπτοκρατία. Οι εταίροι μας πια γνωρίζουν -και αυτό είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα- ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι πλέον αδύνατες στην Ελλάδα για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αφού συνέβαλε τα μέγιστα για να δημιουργηθεί το απίθανο πελατειακό κράτος, σήμερα έχει το ίδιο κρατικοποιηθεί από τους γραφειοκράτες που ανέδειξε. Κατά συνέπεια, στην ουσία η πολιτική εξουσία όχι μόνον είναι όμηρος μιας αδίστακτης από κάθε άποψη γραφειοκρατίας, αλλά ενίοτε παγιδεύεται και από τη διαφθορά της και κάποιοι πληρώνουν τα σπασμένα.
Αποκαλυπτική εν μέρει είναι, στο σημείο αυτό, η πρόσφατη μελέτη των Τάσου Γιαννίτση και Στ. Ζωγραφάκη, που έγινε για λογαριασμό του γερμανικού Ιδρύματος Μακροοικονομικών Μελετών Hans Böckler και η οποία φέρνει στην επιφάνεια το υπέρογκο κόστος μιας υπερτροφικής και αναποτελεσματικής δημόσιας διοικήσεως, η οποία κάθε χρόνο κόστιζε στο κοινωνικό σύνολο 21 δισ. ευρώ περισσότερα από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο του διοικητικού κόστους.
[…] τη δεκαετία 2002-2012 η Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, πλήρωσε για τη δημόσια Λερναία Ύδρα περί τα 180 δισ. ευρώ παραπάνω από τον μέσον όρο των άλλων εταίρων της. Ακόμα χειρότερα, από το 2009 και μετά, μπορεί ο ιδιωτικός τομέας να κατέρρευσε, όμως οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος αυξήθηκαν! Για παράδειγμα, ενώ οι μισθολογικές διαφορές το 2009 ήσαν 20% υπέρ του δημόσιου τομέα έναντι του ιδιωτικού, το 2014 το ποσοστό αυτό είχε υπερδιπλασιασθεί. Έτσι, ο ιδιωτικός τομέας έχει πάνω από 1 εκατ. ανέργους, αλλά ο αριθμός αυτός στον δημόσιο είναι σχεδόν μηδενικός.
Επίσης, μία μελέτη-βιβλίο του καθηγητή Γρηγόρη Θ. Παπανίκου, επισημαίνει ότι τη χρυσή περίοδο του υπερδανεισμού, πέρα από τους δημοσίους υπαλλήλους, εντυπωσιακά και άκοπα εισοδήματα απέκτησαν και τα παρασιτικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, που είναι και το θεμέλιο της διαπλοκής και της διαφθοράς που αυτή παράγει. Ο δανειακός πλούτος που απέκτησαν τα στρώματα αυτά στην ουσία τροφοδότησε νεοταξικές διαφορές στην Ελλάδα, τις οποίες τα μνημόνια ήλθαν να αμβλύνουν. Συνεπώς, παρατηρεί ο Γρ. Παπανίκος, τα μνημόνια μείωσαν συνολικά τις ανισότητες και αυτός είναι ο λόγος που προκλήθηκε αντιμνημονιακή υστερία. […]
Πηγή: euro2day.gr 

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Ο πρώτος θάνατος του Σωκράτη: οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη

Η εκτενέστερη παρουσίαση της φιλοσοφικής διδασκαλίας του Σωκράτη που διέσωσε η παράδοση γίνεται σε έργα δυο μαθητών του, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Όμως όποιον κι απ’ τους δυο και αν διαβάσει κανείς, θα μείνει μάλλον με την απορία: πως κατάφερε η φιλοσοφία του Σωκράτη να γίνει αιτία του θανάτου του; Ήταν τόσο ανόητοι οι Αθηναίοι ώστε να καταδικάσουν σε θάνατο τον πιο σοφό συμπολίτη τους;

Για να εξηγήσουμε πως κατέληξε η φιλοσοφία του Σωκράτη να τον οδηγήσει στον θάνατο, πρέπει να ξεκινήσουμε από την πιο πρώιμη περιγραφή της που διαθέτουμε. Πρόκειται για τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, μια κωμωδία που αποτελεί την πρώτη λογοτεχνική αφήγηση όχι μόνο της διδασκαλίας του Σωκράτη αλλά και του θανάτου του, πράγμα που εκπλήσσει, καθώς οι Νεφέλες γράφτηκαν ενώ ο Σωκράτης ζούσε ακόμη. Ο κωμωδιογράφος έπλασε έναν φανταστικό «θάνατο του Σωκράτη» είκοσι χρόνια περίπου πριν από τη δίκη του. Αργότερα ο Πλάτωνας θα υποστηρίζει πως η κωμωδία αυτή του Αριστοφάνη συνέβαλε στην καταδίκη του Σωκράτη. Οι Νεφέλες μας δείχνουν με ανατριχιαστική σαφήνεια γιατί ο μέσος Αθηναίος ενδεχομένως πίστευε ότι ο Σωκράτης πρέπει να πεθάνει

Κεντρικός ήρωας της κωμωδίας είναι ένας μεσήλικας, ο Στρεψιάδης, χρεωμένος ως το λαιμό από τις σπατάλες της αριστοκράτισσας συζύγου του και το πάθος του γιου του για τα άλογα. Ο Στρεψιάδης αποφασίζει να βρει έναν δάσκαλο που θα του διδάξει τη σοφία – έναν «σοφιστή» - ώστε να του μάθει πώς να κάνει το πιο αδύναμο επιχείρημα να φαντάζει ως το πιο ισχυρό και έτσι να ξεφύγει από τους δανειστές του. Ο σοφιστής που διαλέγει είναι ένας θολοκουλτουριάρης ονόματι Σωκράτης, ο οποίος είναι κυριολεκτικά αιθεροβάμων: έχει μπει μέσα σε ένα καλάθι και αεροβατεί μιλώντας στις αγαπημένες του θεότητες, τις Νεφέλες, που εμφανίζονται αυτοπροσώπως στη σκηνή […] αποτελώντας τον Χορό της κωμωδίας.

Ο Στρεψιάδης παπαγαλίζει χαρωπά τις απόψεις του Σωκράτη περί απόρριψης των παλιών θεών χάριν υπερμοντέρνων θεοτήτων όπως το Χάος, η Γλώσσα και οι Νεφέλες. Αποδεικνύεται όμως πολύ ξεμωραμένος για να τα βγάλει πέρα με τις δυσνόητες γλωσσικές λεπτολογίες του Σωκράτη, κι έτσι ο φιλόσοφος τον παρατάει ως ανεπίδεκτο μαθήσεως.

Όμως ο γιος του Στρεψιάδη, ο Φειδιππίδης, φαίνεται πολύ πιο δεκτικός – άρα και πιο ευάλωτος στη φθοροποιό επίδραση του Σωκράτη. Παίρνει λοιπόν τη θέση του πατέρα του ως μαθητή στη σχολή. Ο Σωκράτης εμπιστεύεται την εκπαίδευση του Φειδιππίδη στον Δίκαιο και τον Άδικο Λόγο, που παρουσιάζονται επί σκηνής να λογομαχούν. Προκύπτει πως ο Δίκαιος Λόγος αντιπροσωπεύει τις παλιομοδίτικες αθηναϊκές αξίες της προηγούμενης γενιάς, ενώ ο Άδικος Λόγος εκφράζει τις καινοτόμες ιδέες που εισάγουν στην πόλη οι σοφιστές. Ο Δίκαιος Λόγος επιμένει να υπογραμμίζει τη σημασία του αυτοελέγχου, της εκγύμνασης, της στρατιωτικής εκπαίδευσης και των ψυχρών λουτρών – όλων δηλαδή των παραγόντων που συνέβαλαν στη νίκη των Αθηναίων επί των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π. Χ. Ο Άδικος Λόγος υποστηρίζει τη ρητορική ευστροφία και χλευάζει την αντίληψη πως η σωφροσύνη έχει αφ’ εαυτής οποιαδήποτε αξία: «Είδες ποτέ κανέναν να τον ωφελεί η σωφροσύνη;»

Ο Σωκράτης ενθάρρυνε τον Στρεψιάδη να φέρει σε πέρας τον σκοπό του, οπότε εκείνος αρνείται να πληρώσει τους πιστωτές του και τους ξεφορτώνεται με επιτηδευμένα λογοπαίγνια και φληναφήματα περί μετεωρολογίας. Μοιάζοντας πλέον στον ξεροκέφαλο γιο του, απειλεί τους πιστωτές τους σαν να ήταν υποζύγια και στέλνει στο κατόπι τους τον σκλάβο του, εφοδιασμένο μ’ ένα μαστίγιο.

Όμως η χαρά του δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς ο Φειδιππίδης αρχίζει αμέσως μετά να χτυπά τον πατέρα του, ενώ απειλεί να χτυπήσει και τη μητέρα του.

Ο Στρεψιάδης αναγνωρίζει τότε το λάθος του και συνειδητοποιεί ότι δεν έπρεπε να ακούσει τον Σωκράτη ούτε να αποκηρύξει τους παλιούς θεούς. Σκαρφαλώνει λοιπόν στη στέγη της σχολής και την πυρπολεί. Ένας μαθητής, έντρομος φωνάζει: «Θα μας σκοτώσεις, θα μας σκοτώσεις». Ο Στρεψιάδης απαντά: «Αυτό θέλω». Ο Σωκράτης μάλλον πεθαίνει μες στη φωτιά μαζί με τους μαθητές του, ενώ ο Στρεψιάδης αποτελειώνει μ’ έναν κασμά όποιον ξεφεύγει από τις φλόγες.

Τα τελευταία λόγια του Σωκράτη είναι μια κραυγή απόγνωσης: «Αχ, ο δύσμοιρος, θα πνιγώ από τον καπνό». Στο πλαίσιο της κωμωδίας, η ασφυξία προβάλλει σαν ταιριαστός θάνατος για κάποιον που ζούσε με αερολογίες. […]

Παρότι η κωμωδία αφήνει υπαινιγμούς ότι ο Σωκράτης θα μπορούσε να διαφθείρει με την επιρροή του, δεν τον δείχνει ωστόσο να διαφθείρει όντως κάποιον. Κανένας από τους χαρακτήρες δεν χρειάζεται να διδαχθεί από τον Σωκράτη την ηθική διαφθορά: την κατέχουν όλοι ήδη στην εντέλεια […] Η διδασκαλία που προσφέρει η σχολή του Σωκράτη επιτρέπει σε πατέρα και γιο να δώσουν φωνή στις επιλήψιμες επιθυμίες που ανέκαθεν είχαν. […]  

Βέβαια, από μια άλλη οπτική γωνία, ο ελαφρόμυαλος πατέρας και ο θερμοκέφαλος γιος του δικαιώνουν με αυτά τα χαρακτηριστικά τους την κατηγορία εναντίον του Σωκράτη. Αν οι περισσότεροι πολίτες είναι ανόητοι και ουσιαστικά αήθεις, τότε μια κοινωνία χωρίς στιβαρή ηθική καθοδήγηση θα οδηγηθεί στην καταστροφή. Η κωμωδία αυτή δείχνει πως οι περισσότεροι άνθρωποι θα φέρονταν απαίσια αν πίστευαν πως θα μείνουν ατιμώρητοι […] Οι Νεφέλες προειδοποιούν πως η ανεμπόδιστη διανοητική αναζήτηση και η ελευθερία της σκέψης προϋποθέτουν ότι οι άνθρωποι μπορούν να φέρονται σωστά και να ανακαλύπτουν την αλήθεια από μόνοι τους, χωρίς καρότα και μαστίγια.

Σε πολλά σημεία του έργου ο Αριστοφάνης μάλλον αποδίδει στον Σωκράτη του τις ιδέες άλλων, συγκαιρινών του, σοφιστών. […] Η αριστοφανική περιγραφή του Σωκράτη έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις άλλες πηγές της εποχής, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα […]

Οι Νεφέλες δεν κατάφεραν να κερδίσουν το πρώτο βραβείο όταν παρουσιάστηκαν το 423 π.Χ. […] Ωστόσο, η αποτυχία της κωμωδίας όταν παίχτηκε στο θέατρο ελάχιστα υποσκελίζει την αξία που έχει ως πηγή πληροφόρησης για τις αντιλήψεις που επικρατούσαν τότε σχετικά με τον Σωκράτη. Οι Νεφέλες μας δείχνουν τι εικόνα είχαν για τη σωκρατική φιλοσοφία όσοι βρίσκονταν έξω από τον στενό κύκλο του φιλοσόφου, βοηθώντας μας να καταλάβουμε γιατί το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο.


(Εκδόσεις Πατάκη, 2011, σελ. 40-48)

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Τα οικονομικά της αθηναϊκής δημοκρατίας

Η δημοκρατία κόστιζε πολλά γιατί η Αθήνα πλήρωνε τους πολίτες της για το χρόνο που αφιέρωναν για να συμμετέχουν στις δημόσιες υποθέσεις. Το κόστος, ωστόσο, ήταν χαμηλό σε σύγκριση με τις στρατιωτικές δαπάνες.

Η αθηναϊκή δημοκρατία αναπτύχθηκε παράλληλα με την αύξηση του πλούτου της πόλης. Τα ορυχεία των πολύτιμων μετάλλων ήταν κρατική ιδιοκτησία της Αθήνας. Μισθώνονταν σε εργολάβους που έβαζαν δούλους να δουλεύουν. Τα ορυχεία εξασφάλιζαν σημαντικό μέρος των εσόδων της πόλης. Το κοινό ταμείο στη Δήλο περιλάμβανε λάφυρα από τους Περσικούς Πολέμους και εισέπραττε τακτικές εισφορές από τις πόλεις και τα νησιά της Δηλιακής Συμμαχίας. Το ταμείο χρησιμοποιήθηκε κατ’ αρχάς για την κοινή άμυνα, και τα μέλη του ανταμείφθηκαν επαρκώς για τα χρήματα που κατέβαλαν. Μετά το 454, οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο από τη Δήλο στην Ακρόπολη της Αθήνας και μπορούσαν να χρησιμοποιούν το συσσωρευμένο πλεόνασμα όπως αυτοί ήθελαν, με αποτέλεσμα να θυμίζει τώρα αυτοκρατορικό ταμείο. Οι ηγεμονικοί πόροι έκαναν την Αθήνα όμορφη, αλλά η δημοκρατία καθαυτή δεν εξαρτιόταν από αυτά τα χρήματα. Η αθηναϊκή δημοκρατία βρισκόταν σε ακμή πολύ πριν αποκτήσει έλεγχο σε αυτό το ταμείο το 454, και μετά την απώλεια της ηγεμονίας το 403, η δημοκρατία αύξησε τις δαπάνες της για την πολιτική συμμετοχή.

Η δουλεία, από την άλλη, υπήρχε σε κάθε τομέα της οικονομίας εκείνη την εποχή και σε εκείνη την περιοχή. Δούλους προμηθεύονταν κυρίως από τους πολέμους. Οι Αθηναίοι στηρίζονταν στους δούλους όχι επειδή είχαν δημοκρατία αλλά επειδή ήταν Έλληνες. Τους δούλους τους χρησιμοποιούσαν για κάθε είδους σκληρή εργασία στην αρχαία Μεσόγειο - και στις δημοκρατίες.

Καθ’ όλη την περίοδο της δημοκρατίας, οι πλούσιοι κάτοικοι της Αθήνας ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ειδικούς φόρους ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση και τις ανάγκες της πόλης. Το πλουσιότερο 2 ή 3% του πληθυσμού πλήρωναν για τις θρησκευτικές γιορτές που αποτελούσαν θεμέλιο της κοινωνικής ζωής και της δημόσιας παιδείας στην Αθήνα. Αυτές οι γιορτές περιλάμβαναν θεατρικές παραστάσεις. Μόνο οι πολίτες, κυρίως οι πολύ πλούσιοι, πλήρωναν το κόστος για τα πλοία του ναυτικού της Αθήνας. Τόσο τα στρατιωτικά όσο και τα θρησκευτικά οικονομικά καθήκοντα ήταν γνωστά ως «λειτουργίες»· αποτελούσαν πηγή υπερηφάνειας και δόξας για τους πλούσιους. Μετά τη λειτουργία και για ένα χρόνο, ο χορηγός απαλλασσόταν από άλλα βάρη, ή, όταν επρόκειτο για πλοία, για δύο χρόνια. Πώς επιλέγονταν οι χορηγοί; Ήταν μεγάλη τιμή να σου ζητήσουν να αναλάβεις μια «λειτουργία», αλλά αν νόμιζες ότι κάποιος άλλος ήταν πιο πλούσιος από σένα, και γι’ αυτό έπρεπε να προηγηθεί στην ανάληψη των δαπανών για ένα πλοίο ή μία γιορτή, μπορούσες να τον προκαλέσεις στα δικαστήρια να ανταλλάξετε περιουσίες ή να αναλάβει τη λειτουργία.

Επιπλέον, η Αθήνα σε καιρό πολέμου εισέπραττε φόρο περιουσίας από τους πλούσιους. Αυτοί οι φόροι, που ονομάζονταν εισφορά, εισπράττονταν όταν ήταν απαραίτητο, μέχρι το 347, οπότε και αποφασίστηκε η είσπραξη ενός καθορισμένου ποσού σε ετήσια βάση. Όλοι οι μέτοικοι πλήρωναν έναν μικρό φόρο ή μία εισφορά εγγραφής κάθε χρόνο, και οι πλούσιοι μέτοικοι (όπως και οι πλούσιοι πολίτες) ήταν υποχρεωμένοι να αναλάβουν θρησκευτικές λειτουργίες για τα έξοδα των γιορτών.

Πωλ Γούντραφ, Πρώτη Δημοκρατία

(Εκδόσεις Εκκρεμές, 2009, σελ. 55-57)


Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Παιχνίδια του μυαλού

Στις 25 Μαΐου του 2005, η Μίλαν και η Λίβερπουλ έπαιξαν τον πιο συναρπαστικό τελικό Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στην ιστορία της διοργάνωσης, ίσως τον καλύτερο της σύγχρονης εποχής. […]

Ήταν, η μοναδική περίπτωση σε τελικό Ευρωπαϊκού Κυπέλλου, όπου μια ομάδα, που αναντίρρητα είχε ισοπεδωθεί στο πρώτο ημίχρονο, κατάφερε να καλύψει μια διαφορά τριών γκολ και χάρη στο τεράστιο κουράγιο και μια σχεδόν υπεράνθρωπη φυσική αντοχή, έκανε μια καινούρια αρχή και κατάφερε να κερδίσει στη διαδικασία των πέναλτι. Αυτό που είδε τότε ο κόσμος, ήταν το τέλειο παράδειγμα της νοοτροπίας του νικητή. Οι παίκτες της Λίβερπουλ αποδείχτηκαν πιο ανθεκτικοί ψυχικά, και έπαιξαν με άριστο τρόπο όλα τα ψυχολογικά χαρτιά που είχαν στα χέρια τους.

Το μόνο που χρειάζονταν ήταν λίγη βοήθεια. Η Μίλαν, που είχε ανακάμψει, έδειχνε πολύ απειλητική στην παράταση. Στο τελευταίο λεπτό ο Αντρέι Σεβτσένκο σηκώθηκε και έπιασε μια κεφαλιά σχεδόν εξ επαφής: ο Γέρζι Ντούντεκ, τερματοφύλακας της Λίβερπουλ, δεν κατάφερε να μπλοκάρει την μπάλα και όταν ο Σεβτσένκο επανήλθε με σουτ, φαινόταν πως είχε έρθει πια το τέλος. Όμως, ο Ντούντεκ έκανε μια θαυμάσια ενστικτώδη απόκρουση, που θα είχε σημαντικές επιπτώσεις. Σ’ αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου, οι παίκτες της Μίλαν, και ειδικά ο Σεβτσένκο, δέχτηκαν ένα συντριπτικό ψυχολογικό χτύπημα, καθώς ο αντίπαλος τερματοφύλακας τους αρνήθηκε ένα σίγουρο νικητήριο γκολ. Αντιθέτως, ο Ντούντεκ και οι άλλοι παίκτες της Λίβερπουλ εμψυχώθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.


Η σημασία αυτής της φάσης θα αποκαλυπτόταν όταν ο Ντούντεκ και ο Σεβτσένκο ήρθαν αντιμέτωποι σ’ ένα πολύ κρίσιμο χτύπημα πέναλτι, κατά τη διαδικασία που ακολούθησε λίγο αργότερα.

Έργο του προπονητή σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο ενός ισόπαλου παιχνιδιού είναι να επιλέξει μια ομάδα παικτών που μπορούν «να τελειώσουν τη δουλειά». […] Ευτυχώς για τη Λίβερπουλ, ο Μπενίτεθ δεν είναι καθόλου ευέξαπτος και όταν βρεθεί υπό πίεση «εκπέμπει» ηρεμία. […]

Αν ο Μπενίτεθ ήταν η προσωποποίηση της ηρεμίας, το ακριβώς αντίθετο γινόταν λίγα βήματα πιο πέρα, όπου οι τηλεοπτικές κάμερες συνέλαβαν τον τερματοφύλακα Ντούντεκ ν’ ακούει τις νουθεσίες ενός από τους ήρωες της Λίβερπουλ, του Τζέιμι Γκάραχερ. Με πολλά νεύματα και χειρονομίες, ο Γκάραχερ παροτρύνει τον Ντούντεκ να «θυμηθεί τον Μπρούσι». Η παραίνεση αυτή αναφέρεται σε ένα περιβόητο περιστατικό, όταν ο Μπρους Γκρόμπελαρ, τερματοφύλακας της Λίβερπουλ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, το 1984 στη Ρώμη, επιδόθηκε στον περίφημο χορό των «λαστιχένιων ποδιών» πάνω στη γραμμή του τέρματος, και κατάφερε να σπάσει το ηθικό του παίκτη της Ρόμα που εκτελούσε το πέναλτι, με αποτέλεσμα να διασώσει την εστία του. Ο Ντούντεκ κοιτάζει τον Γκάραχερ, φαίνεται να είναι χαλαρός και να το διασκεδάζει, ωστόσο αφομοιώνει όλα όσα ακούει. Σε αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή είναι πολύ «ανεβασμένος» και χάρη στις εκπληκτικές αποκρούσεις που έκανε πριν από λίγο, έχει εξοικειωθεί πλήρως με την επικείμενη αποστολή του. Κάπως έτσι εξελίσσονται τα πράγματα όταν οι αθλητές αισθάνονται πως διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο και είναι σίγουροι ότι μπορούν να χειριστούν οτιδήποτε μπορεί να τους φέρει το παιχνίδι. Σε τέτοιες στιγμές, η ψυχολογική διέγερση βοηθά την απόδοση, δεν την καταπνίγει. Ευτυχώς, ο Γκάραχερ δεν ανέλαβε να χτυπήσει πέναλτι για λογαριασμό της Λίβερπουλ, […]. 


Ενώ ο Σερζίνιο της Μίλαν έχει πάρει θέση για να εκτελέσει το πρώτο πέναλτι, ο Ντούντεκ κάνει μια σημαντική κίνηση. Αφήνει το τέρμα, πηγαίνει προς το σημείο του πέναλτι και προσπαθεί να πει κάτι στον Σερζίνιο. Ο διαιτητής δεν ανέχεται αυτή την κίνηση και του γνέφει να επιστρέψει στο τέρμα. Αυτό που θέλει να κάνει ο Ντούντεκ, είναι να θυμίσει στον Σερζίνιο τη φυσική του παρουσία: «Κοίτα, εγώ είμαι. Μόλις έκανα μια φανταστική απόκρουση απέναντι στον καλύτερο επιθετικό σας, και σ’ ένα δευτερόλεπτο περίπου θα ρισκάρεις τη δική σου φήμη!» Ο Ντούντεκ επιστρέφει στη θέση του και καθώς γυρνά για ν’ αντικρίσει τον Σερζίνιο, ξεκινά μια αλλόκοτη παράσταση - κινείται ξέφρενα πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά στη γραμμή του τέρματος. Αυτή η διαδικασία θυμίζει «ενισχυμένη δόση» Γκρόμπελαρ, αλλά έχει υπολογιστεί προσεκτικά. Ο Ντούντεκ πρέπει να διατηρήσει το επίπεδο της διέγερσής του στον ύψιστο βαθμό, και ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχει είναι η έντονη κίνηση. Παράλληλα, επιδεικνύει στον Σερζίνιο πόσο μεγάλο μέρος της εστίας μπορεί να καλύψει. Αν ο παίκτης της Μίλαν έχασε την αυτοσυγκέντρωσή του με την πρώτη κίνηση, τώρα έχει αναστατωθεί τελείως και το επίκεντρο της προσοχής του έχει μετατοπιστεί επικίνδυνα. Κανονικά, θα έπρεπε να σκέφτεται με αυτοπεποίθηση τα βασικά στοιχεία της αποστολής του: τρέξιμο προς την μπάλα, μια καλή επαφή και ένα σουτ που καταλήγει στα δίχτυα. Αντί γι’ αυτό, είναι αναγκασμένος να παρακολουθεί αυτούς τους ανόητους θεατρινισμούς! Ρίχνει μια ματιά προς τον διαιτητή, αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση. Τα καμώματα του Ντούντεκ είναι άκρως ανορθόδοξα, αλλά εντελώς νόμιμα. Οπότε, ο Σερζίνιο σκέφτεται: «Θα του κόψω εγώ το κέφι για χορούς - θα σουτάρω τόσο δυνατά, που δεν θα προλάβει ούτε να την δει». Και, όπως ήταν αναμενόμενο, στέλνει την μπάλα με δύναμη πάνω από τα δοκάρια.


Όταν έρχεται η σειρά του Ντίντα να αντιμετωπίσει το πρώτο πέναλτι της Λίβερπουλ, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Περιμένει, στη μέση του τέρματος, με τα χέρια στα πλευρά του, σχεδόν ακίνητος μέχρι ο εκτελεστής να κάνει τα τελευταία του βήματα. Δεν κάνει καμιά απολύτως προσπάθεια ν’ ανταλλάξει κάποιες κουβέντες με τους παίκτες που εκτελούν τα πέναλτι. […] Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, το ψύχραιμο σουτ του Ντίετμαρ Χάμαν δεν του αφήνει περιθώρια και η Μίλαν μπαίνει σε μπελάδες.


Η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη, ωστόσο οι παίκτες της Μίλαν πρέπει να ευστοχήσουν στο επόμενο πέναλτι για να μη χάσουν την επαφή με τη Λίβερπουλ. Περιμένουν τη σειρά τους στο κέντρο, αρχίζουν να νιώθουν την πίεση, αλλά πρέπει να προσπαθήσουν να βγάλουν από το μυαλό τους αυτές τις ανησυχητικές εικόνες και να επικεντρωθούν στον στόχο. Όμως, η αγωνιώδης έκφραση στο πρόσωπο του Αντρέα Πίρλο, που ήταν ο επόμενος για τη Μίλαν, δεν εμπνέει αυτοπεποίθηση. Είναι σημαντικό, επίσης, ότι ο Ντούντεκ τον περιμένει με την μπάλα στα χέρια και κατευθύνεται προς το σημείο του πέναλτι, για να του την δώσει. Τι μπορεί να κάνει ο διαιτητής για να εμποδίσει μια τόσο ευγενική πράξη; Ο Ντούντεκ έχει πλησιάσει τον αντίπαλό του και παραδίδοντάς του την μπάλα, είναι σαν να του λέει: «Αυτή είναι δική μου, αλλά σου δίνω την άδεια να κάνεις μια προσπάθεια. Να δούμε αν μπορείς να κάνεις κάτι καλύτερο από τον συμπαίκτη σου που αστόχησε προηγουμένως». Ο Πίρλο περιμένει ταραγμένος τον Ντούντεκ να στραφεί προς το μέρος του - και τότε αρχίζουν πάλι οι γνωστοί θεατρινισμοί πάνω στη γραμμή του τέρματος. Σε αντίθεση με τον Σερζίνιο, ο Πίρλο δεν διστάζει, αλλά είναι ξεκάθαρο πως έχει χάσει κι αυτός την ηρεμία του, και ότι η εστίαση στον στόχο έχει εξανεμιστεί μαζί με την αυτοπεποίθησή του. Πριν φτάσει στην μπάλα, ο Ντούντεκ εγκαταλείπει τη γραμμή του - κι αυτός είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Ο Πίρλο, έχοντας αντιληφθεί την πρόωρη κίνηση του τερματοφύλακα, παγιδεύεται και κάνει ένα αδύναμο σουτ, το οποίο αποκρούει εύκολα ο Ντούντεκ. […]


Τώρα πια, η Μίλαν αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα. Παρόλο που η διαφορά μειώνεται όταν ο Τζον Άρνε Ρίισε της Λίβερπουλ αποτυγχάνει στο δικό του πέναλτι, ο Σεβτσένκο πλησιάζει για το τελευταίο χτύπημα της Μίλαν, γνωρίζοντας ότι πρέπει να σκοράρει προτού η Λίβερπουλ εκτελέσει το τελευταίο της πέναλτι. Δέχεται κι αυτός την πλήρη «περιποίηση» του Ντούντεκ, η οποία ενδεχομένως συνδυάζεται με κάποιες ανησυχητικές σκέψεις για την προηγούμενη αναμέτρησή τους, όταν χάθηκε ένα σίγουρο γκολ. Στη διαδικασία των πέναλτι ο Ντούντεκ έχει κάνει ήδη δύο αποκρούσεις και η αυτοπεποίθησή του βρίσκεται στα ύψη.

Η επανάληψη της βιντεοσκοπημένης φάσης σε αργή κίνηση, δείχνει τι ακριβώς συνέβη: ο Ντούντεκ επαναλαμβάνει όλο το «τελετουργικό» της υποδοχής του αντιπάλου, αλλά καθώς ετοιμάζεται να του παραδώσει την μπάλα, κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, οπότε ο Σεβτσένκο αναγκάζεται ν’ απλώσει το χέρι του για να την πάρει. Άραγε, υπάρχει άλλη πιο ισχυρή κίνηση εκ μέρους του Ντούντεκ για να δηλώσει με περισσή αυτοπεποίθηση ότι αυτός είναι που έχει τον έλεγχο; Στρέφει το σώμα του αριστερά-δεξιά κρατώντας ακίνητα τα πόδια του· το πρόσωπό του δεν κάνει τον παραμικρό μορφασμό· συγκεντρώνεται όσο πιο έντονα μπορεί. Ενισχύει το ηθικό του μ’ ένα γρήγορο ξέσπασμα «εσωτερικού μονολόγου», για να εστιάσει απολύτως σ’ αυτό που πρέπει να κάνει. Ύστερα, καρφώνει την μπάλα με το βλέμμα του. Περπατάει προς τα πίσω κοιτάζοντας συνεχώς την μπάλα και, εντελώς ξαφνικά, στρέφει την προσοχή του στον Σεβτσένκο. Ο τελευταίος αποκαλύπτει την πίεση που αισθάνεται σκουπίζοντας δύο φορές το μέτωπο με την παλάμη του, κίνηση που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «σύμβολο διαρροής». Ίσως θυμάται την αστοχία του στο τελευταίο λεπτό της παράτασης και οι αρνητικές σκέψεις συσσωρεύονται. Μετά κοιτάζει τον Ντούντεκ, ο οποίος κάνει ξανά τις τρελές και παλαβές κινήσεις του πάνω στη γραμμή του τέρματος, που θυμίζουν μέδουσα. Αποτέλεσμα - το πιο αδύναμο πέναλτι απ’ όλα, και μάλιστα από τον καλύτερο επιθετικό της Ευρώπης, τον παίκτη που πριν από δύο χρόνια είχε πετύχει με ψυχραιμία το νικητήριο πέναλτι της Μίλαν εναντίον της Γιουβέντους. Ο Ντούντεκ δεν χρειάζεται καν να πέσει - απλώς απομακρύνει περιφρονητικά την μπάλα, την οποία είχε σουτάρει ο αντίπαλος χωρίς δύναμη και σιγουριά κατευθείαν στο κέντρο της εστίας.


Εκτός από το πέμπτο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, η Λίβερπουλ είχε κερδίσει μια τιτάνια μάχη «θελήσεων», πρώτα επιβάλλοντας το παιχνίδι της στην καταιγιστική επιστροφή της στο δεύτερο ημίχρονο, και μετά, επιδεικνύοντας εκπληκτική ψυχολογία στη διαδικασία των πέναλτι. Για την περιγραφή αυτών των περιστατικών χρησιμοποίησα λέξεις όπως «διέγερση», «εστίαση» και «εσωτερικός μονόλογος» - πραγματικές γλωσσικές κατασκευές που αντλούνται από την αθλητική ψυχολογία, μια σημαντική επιστήμη η οποία χρησιμοποιείται ευρέως για την ενίσχυση και τη βελτίωση της απόδοσης των αθλητών. Σε αντίθεση, ωστόσο, με άλλες τεχνικές που εφαρμόζονται σ’ αυτόν τον τομέα, δεν υπάρχει άμεσος τρόπος για να καταγράψουμε την πνευματική εγρήγορση ενός παίκτη, ή την ευεξία του σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Το φυσιολογικό άγχος προσδιορίζεται εύκολα με τη συνεχή παρακολούθηση του καρδιακού ρυθμού σε συνθήκες αγώνα, και τα μειονεκτήματα στην τεχνική μπορούν να διορθωθούν με τη χρήση εικόνων υψηλής ταχύτητας με τους παίκτες εν δράσει· η αθλητική ψυχολογία, αντιθέτως, είναι μια εμπειρική επιστήμη, ίσως η πιο εμπειρική από τις πολλές επιστήμες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να βελτιωθεί η απόδοση στο ποδόσφαιρο. Είναι, επίσης, μια πολύ εκλεκτική επιστήμη, που αντλεί στοιχεία από μια ποικιλία ειδικοτήτων και τεχνικών, και στηρίζεται συχνά σε ερωτηματολόγια και έρευνες για ν’ αποκαλύψει συγκεκριμένες πληροφορίες. Όμως, το μήνυμα είναι σαφές, και το τέλειο παράδειγμα γι’ αυτό αποτελεί η σύγκρουση της Λίβερπουλ με τη Μίλαν, καθώς και πολλές χιλιάδες παρόμοιες αναμετρήσεις· αν οι ομάδες βρίσκονται πολύ κοντά σε ό,τι αφορά την τεχνική κατάρτιση και τη φυσική κατάσταση, ο παράγοντας που αλλάζει συχνά τις ισορροπίες είναι η ψυχική προετοιμασία. Οι προπονητές και οι παίκτες αγνοούν την ψυχολογική πλευρά του παιχνιδιού με δική τους ευθύνη.


(Εκδόσεις Τραυλός, 2007, σελ. 165-172)

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Η Ιστορία και η χρησιμότητα της μελέτης της

Δεν είναι τυχαίο που η ελληνική λέξη "ιστορία" υιοθετήθηκε από όλες τις γλώσσες, όταν στις αρχές του 19ου αιώνα παρέστη ανάγκη να βρεθεί ένα όνομα για μια καινούρια επιστήμη, που εμφανίστηκε τότε. Το ρήμα ιστορώ προκύπτει από το ουσιαστικό ίστωρ, που σημαίνει κριτής, έμπειρος, γιγνώσκων. Το ουσιαστικό ίστωρ παράγεται από τον παρακείμενο οίδα του ρήματος είδω, που αχρηστεύτηκε στον ενεστώτα, του οποίου τη θέση πήρε το ρήμα ορώ (βλέπω), ενώ το οίδα χρησιμοποιείται στην αρχαία ελληνική με σημασία ενεστώτος.

Από το ρήμα οίδα, λοιπόν, προκύπτει το ουσιαστικό ίστωρ, που δίνει ένα καινούριο ρήμα, το ιστορώ, από το οποίο παράγεται ένα καινούργιο ουσιαστικό, η ιστορία.

Τούτες οι γλωσσικές ‘περιπέτειες’ της λέξης ιστορία δείχνουν τη σημασία που έδινε η αρχαία ελληνική σκέψη στο “να μαθαίνει κανείς ύστερα από έρευνα”. Γιατί ακριβώς αυτό σημαίνει η λέξη ιστορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη, μέχρι τον Πλάτωνα, περιφρονεί αυτό που πολλούς αιώνες αργότερα θα ονομαστεί 'ενορατική γνώση' (ή γνώση εξ αποκαλύψεως, για να χρησιμοποιήσουμε χριστιανική ορολογία). Μ’ άλλα λόγια, η ίδια η λέξη ιστορία αποκλείει εξ ορισμού την ενορατική γνώση, παρόλο που δεν αποκλείει καθόλου τη φαντασία, η οποία συμπληρώνει τα κενά ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα συναφή ιστορικά γεγονότα, που δεν θα ήταν δυνατό να συνδεθούν ευθέως.

Ωστόσο, η ιστορική φαντασία δεν είναι μυθοποιητική φαντασία, είναι η συνέπεια της λογικής επεξεργασίας των ντοκουμέντων, στην περίπτωση που αυτά δεν επαρκούν από μόνα τους για τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Αλλά και στην περίπτωση που τα ντοκουμέντα είναι επαρκή, πάλι θα χρειαστεί η ιστορική φαντασία για να γίνει δημιουργική και στοχαστική η δουλειά του ιστορικού, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι ένας απλός χρονικογράφος ή ένας συλλέκτης τεκμηρίων.

Ο ιστορικός δεν είναι ένας θετικός επιστήμονας, είναι ένας θεωρητικός επιστήμονας. Ο ιστορικός δεν μπορεί να επαληθεύσει πειραματικά τις απόψεις του, για τον απλό λόγο πως το αντικείμενο της έρευνας του δεν είναι επαναλήψιμο, όπως στο πείραμα των θετικών επιστημών. Τα ιστορικά γεγονότα τελούνται άπαξ διά παντός, και είναι στην κυριολεξία μοναδικά και ανεπανάληπτα, ακόμα και όταν εμφανίζουν κάποια επαναληπτικότητα μέσα στο χρόνο.

Αν όντως λοιπόν τα ιστορικά γεγονότα εμφανίζουν μια έστω και εντελώς άτακτη περιοδικότητα και επαναληπτικότητα, αυτό συμβαίνει όχι γιατί η Ιστορία επαναλαμβάνεται (η Ιστορία  δεν επαναλαμβάνεται ποτέ) αλλά διότι επαναλαμβάνονται κάποιοι σταθεροί νόμοι που διέπουν το ιστορικό γίγνεσθαι, που όμως εφαρμόζονται πάρα πολύ χαλαρά στην κάθε περίπτωση χωριστά.

Η Ιστορία θα γίνει επιστήμη πολύ αργά, μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα. Και θα την κάνουν επιστήμη οι Γερμανοί ιστορικοί, […] Μέχρι τότε, η ιστοριογραφία κινούνταν γύρω από τα πρότυπα που είχαν υποδείξει ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Ο Μποσουέ, ο Βολταίρος, ο Βίκο, ο Μοντεσκιέ και ο Γίββων, είναι ιστορικοί ηροδότειου ή θουκυδίδειου τύπου, πάντως επιστήμονες δεν είναι.

[…] λέγαμε, λοιπόν, πως η άποψη πως η Ιστορία θα μπορούσε να είναι μια έγκυρη επιστήμη, πρωτοεμφανίζεται στις αρχές του 16ου αιώνα, παντού στην Ευρώπη.

Είναι η εποχή κατά την οποία ο υπό διαμόρφωση καπιταλισμός, που συνυπάρχει ακόμη με τη "ρομαντική" και τσαπατσούλα φεουδαρχία, απαιτεί παντού σύστημα και μέθοδο. Στην αρχή του 19ου αιώνα οι Γερμανοί ιστορικοί θα δημιουργήσουν επιτέλους και για την Ιστορία ένα σύστημα και μια μέθοδο. Που, βέβαια, δεν είναι ανάλογα μ' αυτά των θετικών επιστημών, είναι ωστόσο ένα σύστημα και μια μέθοδος.

Όμως, των μεγάλων Γερμανών ιστορικών θα προηγηθεί ελάχιστα ένας μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος ο Χέγκελ (1770-1831). Είναι αυτός που θα δώσει στη λέξη "ιστορία" το αρχαιοελληνικό της νόημα, που, όπως είπαμε, συνίσταται στην έλλογη γνώση, που είναι συνέπεια μιας έρευνας. Λέει ο Χέγκελ, με το μεγαλόπρεπο και σίγουρο ύφος του: "Η μόνη ιδέα που κουβαλάει σταθερά μέσα της η φιλοσοφία, είναι η απλή ιδέα του Λόγου, ότι δηλαδή ο Λόγος κυβερνάει τον κόσμο, και ότι συνεπώς η παγκόσμια Ιστορία είναι ορθολογική" (Μαθήματα για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας).

Ώστε λοιπόν, ο Λόγος (η λογική) είναι η κύρια 'σταθερά' της ανθρώπινης Ιστορίας. Ώστε, λοιπόν, ο κόσμος δεν διέπεται από άλογες και σκοτεινές δυνάμεις. Ώστε, λοιπόν, ο προτεστάντης θεός, που είναι ο 'υπέρτατος Λόγος' (η ύψιστη λογική) καθοδηγεί τον ανθρώπινο Λόγο. (Πράγμα που δεν ισχύει για την υπερβατική και ενορατική ορθοδοξία, που απεχθάνεται τη νόηση και στηρίζει τη γνωστική λειτουργία αποκλειστικά στην ενόραση.) Αν είναι έτσι, αν δηλαδή η λογική κυβερνάει τον κόσμο, είτε διά του θεού απευθείας είτε διά των πλασμάτων του, τότε μια επιστήμη της Ιστορίας δεν μπορεί παρά να έχει ως κύριο καθήκον την επισήμανση της λειτουργίας του Λόγου μέσα στις ανθρώπινες πράξεις, που πρέπει να γίνονται ολοένα και περισσότερο έλλογες. Η επιστήμη της Ιστορίας γεννιέται απ’ αυτό το φιλοσοφικό δόγμα, που αργότερα θα αμφισβητηθεί, αλλά ποτέ δεν θα ξεχαστεί ολότελα. […] 

Όπως λέει ο Χέγκελ, "το κακό συνίσταται στο ότι μας απασχολεί ο εαυτός μας ως μοναδικότης."

Εμάς τους Έλληνες μας απασχολεί επίσης και η "μοναδικότης της φυλής μας". Άρα το κακό σε μας είναι διπλό.

Οι πρώτοι ωστόσο διδάξαντες το δόγμα της "μοναδικότητας της φυλής" (τους) ήταν οι Εβραίοι. Από αυτούς το παρέλαβαν και άλλοι "μοναδικοί" λαοί, μεταξύ των οποίων και οι ναζιστές Γερμανοί. Και επειδή η ύπαρξη δύο "μοναδικών" λαών καταργεί την έννοια της μοναδικότητας, ο ένας από τους δύο έπρεπε να λείψει. Τελικά δεν έλειψε κανένας. Έλειψαν μόνο μερικά εκατομμύρια άνθρωποι που τους κατάπιε η μισαλλοδοξία των "μοναδικών".

Αν, λοιπόν, η μελέτη της Ιστορίας, της παγκόσμιας Ιστορίας εννοώ, έχει μια χρησιμότητα, αυτή συνίσταται στο ότι μας κάνει λιγότερο μισαλλόδοξους και συνεπώς λιγότερο ηλίθιους.

Βασίλης Ραφαηλίδης, Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας

(Εκδόσεις Θέμα, 1988, σελ. 19-24, 31)




Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Οι καλοί και οι κακοί οικονομολόγοι

«Το κράτος είναι ο μύθος που επιτρέπει στον καθένα μας να ελπίζει ότι θα ζει εξόδοις των άλλων...»
Φρειδερίκος Μπαστιά (1801-1850)
Ο μεγάλος Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ είχε χαρακτηρίσει τον Γάλλο δημοσιογράφο, συγγραφέα, πολιτικό και βουλευτή τα τελευταία χρόνια της ζωής του, Φρειδερίκο Μπαστιά, ως τον «πιο λαμπρό οικονομικό δημοσιογράφο-αρθρογράφο που έζησε ποτέ...».
Όντως, αν ζούσε σήμερα, ο Φρ. Μπαστιά σίγουρα θα επαλήθευε την σουμπετεριανή ρήση. Γιατί; Διότι, απλούστατα, ο συγγραφέας ενός περίφημου βιβλίου με τίτλο «Τί Βλέπουμε Και Τί Δεν Βλέπουμε Στην Πολιτική Οικονομία» θα έλεγε ότι: «Στην οικονομική σφαίρα, μία πράξη, μία συνήθεια, ένας θεσμός, ένας νόμος, δεν παράγουν ένα μόνον φαινόμενο, αλλά μία σειρά από φαινόμενα. Και από τα τελευταία, μόνον το πρώτο είναι άμεσο, διότι εμφανίζεται ταυτόχρονα με την αιτία του και έτσι είναι ορατό. Τα άλλα φαινόμενα αναδύονται κατ' ακολουθίαν και δεν είναι ορατά. Γι αυτό, είμαστε τυχεροί αν μπορούμε να τα προβλέψουμε...».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Φρ. Μπαστιά υποστήριζε ότι υπάρχει μία μόνον διαφορά μεταξύ ενός κακού και ενός καλού οικονομολόγου. Ο κακός αφιερώνεται στα ορατά φαινόμενα, ενώ ο καλός οικονομολόγος λαμβάνει υπ' όψιν του τόσο τα ορατά φαινόμενα όσο και αυτά που πρέπει να προβλεφθούν. […]

Πηγή: www.euro2day.gr

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Το πρόβλημα της αμερικανοποίησης του πλανήτη

Επισημάναμε ότι η πιο μισητή κι επικίνδυνη όψη της σημερινής ιστορικής κατάστασης είναι η πρωτοφανής δυσαναλογία της στρατιωτικής και πολιτισμικής δύναμης των ΗΠΑ σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη. Η δυσαναλογία όμως αυτή δεν ισχύει στο καθαρά οικονομικό πεδίο και για το λόγο αυτό βρισκόμαστε μπροστά σε μια εν μέρει κυκλική φάση επανόδου, στην οποία παρατηρείται ένας πραγματικός ιμπεριαλιστικός πολυκεντρισμός. […]

Εν τούτοις είναι εξίσου λανθασμένο να χαρακτηρίσουμε τις ΗΠΑ ως τον κύριο εχθρό, όπως κάνει (όχι εντελώς αδικαιολόγητα) ένα μέρος της κουλτούρας της λεγόμενης ευρωπαϊκής «νέας δεξιάς» — Ο κύριος εχθρός είναι ακριβώς ο τίτλος ενός βιβλίου του Alain de Benoist, ενός από τους οξυδερκέστερους διανοούμενους του χώρου αυτού. Σε μια ιστορική προοπτική δημοκρατίας, αλληλεγγύης και ελευθερίας όμως, δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει ένας μεταφυσικός κύριος εχθρός, ιδιαίτερα όταν αυτός ταυτίζεται με μια εθνική κουλτούρα. Βεβαίως, στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία είναι εντελώς κατανοητό και θεμιτό οι Άραβες και οι Λατινοαμερικάνοι να θεωρούν το βορειοαμερικανικό ιμπεριαλιστικό κράτος ως τον κύριο πολιτικό και στρατιωτικό εχθρό τους. Κι έτσι είναι πράγματι. Όμως, σε μια παγκόσμια πολιτισμική προοπτική, δεν ωφελεί να υποδείξουμε έναν υποτιθέμενο «κύριο εχθρό», διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγεται ο δρόμος σ’ ένα είδος πολιτισμικής παράνοιας, εξαιρετικά παρεκκλίνουσας.

Το βορειοαμερικανικό έθνος παρουσιάζει ιδιαιτερότητες εντελώς ξεχωριστές. Έθνος μεταναστών χωρίς καμία παράδοση γιακωβινισμού, άρα πρόθυμο να αναγνωρίζει την πολιτισμική αυτονομία των διάφορων εθνοτήτων που το απαρτίζουν, συγκροτήθηκε εν τούτοις πάνω σ’ ένα αγγλοσαξονικό πουριτανικό αρχικό καλούπι, απ’ όπου κληρονόμησε την ενοχλητική ψευδαίσθηση ότι κατέχει τα πρωτεία της ηθικής στον κόσμο και κατά συνέπεια είναι φορέας ενός «ξεχωριστού πεπρωμένου». Όποιος γνωρίζει την ιστορία ξέρει καλά ότι αυτή η ενοχλητική ψευδαίσθηση ανωτερότητας έχει τις ρίζες της σε μια συγκεκριμένη αγγλική πουριτανική ιδεολογία του 17ου αιώνα, που όμως στερείται κάθε εγκυρότητας, δεδομένου ότι η γένεση μιας ιδέας αποκτά εγκυρότητα μόνο και εφόσον είναι λογικά και οντολογικά καθολικεύσιμη, κάτι που εδώ ασφαλώς δεν ισχύει. Η ενοχλητική αξίωση του ξεχωριστού πεπρωμένου ενσαρκώθηκε το 19ο αιώνα σ’ ένα υποτιθέμενο δικαίωμα καθυπόταξης των Ινδιάνων της Αμερικής και προσάρτησης των επί δύο αιώνες μεξικανικών και ισπανόφωνων εδαφών, ενώ στον 20ό αιώνα σ’ έναν καθαρά ιμπεριαλιστικό ρόλο μεταμφιεσμένο σε θρησκευτική και πολιτική ηθικότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, παράλληλα με αυτά τα επικίνδυνα στοιχεία, το αμερικανικό έθνος έχει παραγάγει και πολλά θετικά, κυρίως σε επιστημονικό, λογοτεχνικό, μουσικό, πολιτιστικό επίπεδο, στοιχεία που δεν πρέπει ν’ απορρίπτονται μέσα από μια γενικευμένη και a priori αντιαμερικανική ιδεολογία, την οποία απευχόμαστε έντονα.

Άρα, μακριά από εμάς κάθε είδους a priori πολιτιστικός και πολιτισμικός αντιαμερικανισμός. Παράλληλα όμως είναι απαραίτητη η πιο σθεναρή αντίσταση απέναντι στην απρεπή αξίωση της παγκόσμιας αμερικανικής κουλτούρας ν’ αποτελεί το μοντέλο αναφοράς σε μια επικείμενη και παγκοσμίως ενοποιημένη κουλτούρα, αξίωση που καταντά χυδαία όταν στηρίζεται σε μια επιχειρηματολογία περί «ξεχωριστού» πεπρωμένου εκ θεού εκπορευόμενου. Συχνά αυτή η αντίσταση δεν είναι εύκολη, καθώς ο αμερικανισμός δεν φανερώνεται άμεσα και καθαρά, αντιθέτως παίρνει τη μορφή της ανιδιοτελούς προάσπισης των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» οπουδήποτε αυτά παραβιάζονται. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται το εθνικό ζήτημα, διότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αποκτά το κυρίαρχο δικαίωμα ν’ αποφασίζει ποια έθνη δικαιούνται να υπάρχουν και ποια όχι με βάση την εκλογική επιρροή των διάφορων lobbies. […]

Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση στο ζήτημα της αγγλικής γλώσσας, ως μοναδικής σύγχρονης παγκόσμιας γλώσσας, και στη σχέση ανάμεσα στον ιδεολογικό και πολιτισμικό αμερικανισμό και την αγγλοφωνία. Η επικράτηση της αγγλικής ως προνομιακής γλώσσας παγκόσμιας επικοινωνίας, δεν είναι κατά τη γνώμη μου αντιστρέψιμη σ’ αυτήν την ιστορική στιγμή, και κάθε απόπειρα αντίστασης δεν είναι μόνο καταδικασμένη σε αποτυχία αλλά και ουσιαστικά λανθασμένη και επιζήμια. Είναι αλήθεια ότι, θεωρητικά, ως γλώσσες διεθνούς επικοινωνίας θα ήταν προτιμότερα τα λατινικά ή η εσπεράντο, καθώς δεν δίνουν κανένα πλεονέκτημα σε όσους έχουν τα αγγλικά ως μητρική ή ως πρώτη γλώσσα εκμάθησης (όπως συμβαίνει σε εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους χώρες, όπως στις Φιλιππίνες, στην Ινδία ή στη Σουηδία). Αυτό όμως παραμένει μια φρούδα επιθυμία. Τα αγγλικά ως γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας έχουν πλέον οριστικά υπερισχύσει έναντι των γαλλικών, των γερμανικών ή των ρωσικών. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια προσεκτική διάκριση ανάμεσα στη γλωσσική εκμάθηση των αγγλικών ως διεθνούς εργαλείου και την άθλια και υποταγμένη μόδα της αγγλοφωνικής μονογλωσσίας σαν να επρόκειτο για το «γλωσσικό πεπρωμένο» μιας αμερικανοποιημένης ανθρωπότητας[…] 

Το βορειοαμερικανικό έθνος οφείλει λοιπόν να το σέβεται κανείς σαν ένα οποιοδήποτε έθνος ανάμεσα στα άλλα, που δεν διαθέτει κάποια θεϊκή αποστολή ή κάποιο ξεχωριστό πεπρωμένο. Άλλα μεγάλη έθνη αγγλοσαξονικής καταγωγής, όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία, ακολουθούν τον «κανονικό» δρόμο και αντιμετωπίζουν με πραγματική προθυμία και με ορθό τρόπο τα λεπτά ζητήματα της αναγνώρισης των ντόπιων εθνοτήτων τους — αν δεν απατώμαι, τα προβλήματα των Εσκιμώων και των Ινδιάνων στον Καναδά ή των ιθαγενών στην Αυστραλία επιλύονται με σωστό και δημοκρατικό τρόπο. Και πάλι, η σωστή αναγνώριση των «εσωτερικών» εθνικών ζητημάτων συνιστά προϋπόθεση για ν’ αποποιηθούμε τη μεγαλομανή αξίωση να είμαστε «ιδιαίτερο» έθνος, πιο «ίσο» από τα άλλα, σύμφωνα με τον Όργουελ.

COSTANZO PREVE, ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΧΥ, ΑΘΗΝΑ 2001, σελ. 41-45)


Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Το Οντολογικό Επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού

Το Οντολογικό Επιχείρημα προσπαθεί να καταδείξει ότι η ύπαρξη του Θεού συνάγεται υποχρεωτικά από τον ορισμό του Θεού ως υπέρτατου όντος. Επειδή εδώ το συμπέρασμα προηγείται της εμπειρίας, είναι γνωστό ως επιχείρημα πρωθύστερο.

Σύμφωνα με το Οντολογικό Επιχείρημα ο Θεός ορίζεται ως το τελειότερο ον που μπορεί να φανταστεί κανείς ή, στην πιο γνωστή διατύπωση του επιχειρήματος που έδωσε ο Άγιος Ανσελμος (1033-1109), ως «το ον εκείνο, του οποίου το μεγαλείο ξεπερνά οτιδήποτε μπορεί να συλλάβει ο νους». Μία από τις εκφάνσεις αυτής της τελειότητας του μεγαλείου υποτίθεται ότι είναι η ύπαρξη. Ένα τέλειο ον δεν θα ήταν τέλειο, αν δεν υπήρχε. Συνεπώς, ο ορισμός του Θεού συνεπάγεται ότι υπάρχει υποχρεωτικά, ακριβώς όπως ο ορισμός του τριγώνου συνεπάγεται ότι το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών του είναι 180 μοίρες.

Αυτό το επιχείρημα, που έχει χρησιμοποιηθεί από αρκετούς φιλοσόφους, όπως και από το Ρενάτο Καρτέσιο (1596-1650) στον πέμπτο από τους Στοχασμούς του, πολύ λίγους ανθρώπους έπεισε για την ύπαρξη του Θεού, αλλά δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πού ακριβώς υστερεί.

Κριτική του Οντολογικού Επιχειρήματος

Παράλογες συνεπαγωγές

Μία από τις συνηθέστερες επικρίσεις στο Οντολογικό Επιχείρημα είναι ότι δείχνει να μας επιτρέπει να ορίσουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος. Μπορούμε μάλλον εύκολα να φανταστούμε, για παράδειγμα, ένα τέλειο νησί, με μια τέλεια παραλία, με τέλεια χλωρίδα και πανίδα, και ούτω καθεξής, αλλά είναι προφανές ότι αυτό δεν συνεπάγεται πως όλα αυτά τα τέλεια κάπου υπάρχουν. Εφόσον λοιπόν το Οντολογικό Επιχείρημα φαίνεται να δικαιολογεί τέτοια ανεδαφικά συμπεράσματα, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει ότι είναι αδύναμο ως επιχείρημα. Ακόμα κι αν ολόκληρη η δομή του επιχειρήματος δεν είναι σαθρή, μία τουλάχιστον από τις αρχικές του παραδοχές πρέπει να είναι λανθασμένη. Διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να οδηγήσει σε τέτοιες παράλογες συνεπαγωγές.

Ο υποστηρικτής του Οντολογικού Επιχειρήματος θα μπορούσε εύλογα ν' απαντήσει σ' αυτή την αντιλογία ότι, παρ' όλο που είναι εμφανώς παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι είναι δυνατόν ορίζοντας το τέλειο νησί ν' αρχίσει να υπάρχει, δεν είναι παράλογο να σκεφτεί ότι από τον ορισμό του Θεού υποχρεωτικά συνεπάγεται ότι ο Θεός υπάρχει. Αυτό συμβαίνει επειδή τα τέλεια νησιά, ή έστω και η τέλεια παραλία, οι τέλειες χλωρίδα και πανίδα ή οτιδήποτε άλλο, δεν αποτελούν παρά τέλεια παραδείγματα ενός συγκεκριμένου είδους πραγμάτων. Ο Θεός όμως είναι ειδική περίπτωση. Ο Θεός δεν αποτελεί απλώς το τέλειο παράδειγμα κάποιου είδους, είναι το τελειότερο απ' όλα τα πράγματα.

Ωστόσο, ακόμα κι αν αποδεχτούμε αυτό το αστήρικτο επιχείρημα, υπάρχουν κι άλλες αντιρρήσεις στο Οντολογικό Επιχείρημα, τις οποίες κάθε υποστηρικτής του είναι αναγκασμένος ν' αντιμετωπίσει. Αυτές οι επιπλέον επικρίσεις διατυπώθηκαν αρχικά από τον Εμμανουήλ Καντ [Immanuel Kant] (1724-1804).

Η ύπαρξη δεν είναι ιδιότητα

Ο εργένης μπορεί να οριστεί ως ανύπαντρος άντρας. Το να είναι κανείς ανύπαντρος αποτελεί την ουσιώδη καθοριστική ιδιότητα του εργένη. Αν, τώρα, έλεγα ότι «υπάρχουν εργένηδες», δεν θα παρέθετα κάποια επιπλέον ιδιότητα των εργένηδων. Η ύπαρξη δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία με την ιδιότητα του ανύπαντρου. Για να μείνει κάποιος ανύπαντρος, πρέπει πρώτα να υπάρχει, η έννοια όμως του εργένη παραμένει η ίδια, ανεξάρτητα από το αν τυχαίνει να υπάρχουν εργένηδες ή όχι.

Εφαρμόζοντας το ίδιο σκεπτικό στο Οντολογικό Επιχείρημα, βλέπουμε ότι το σφάλμα που κάνει είναι ότι αντιμετωπίζει την ύπαρξη του Θεού σαν να ήταν απλώς μία ακόμα ιδιότητα σαν την παντογνωσία ή την παντοδυναμία. Ο Θεός όμως δεν θα μπορούσε να είναι παντογνώστης ή παντοδύναμος χωρίς να υπάρχει, επομένως απλώς και μόνο δίνοντας τον ορισμό του Θεού θεωρούμε ήδη ότι υπάρχει. Κατατάσσοντας την ύπαρξη στην ίδια κατηγορία με τις άλλες ουσιώδεις ιδιότητες ενός τέλειου όντος, κάνουμε το λάθος να αντιμετωπίζουμε την ύπαρξη ως μια ιδιότητα και όχι ως απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει κάτι να έχει οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.

Τι γίνεται όμως με τα φανταστικά όντα όπως οι μονόκεροι; Μπορούμε δηλαδή να μιλάμε για τις ιδιότητες ενός μονόκερου, όπως το ότι έχει ένα κέρατο και τέσσερα πόδια, χωρίς να είναι απαραίτητη η ύπαρξή του, στην πραγματικότητα; Η απάντηση σ' αυτό είναι ότι η πρόταση «Οι μονόκεροι έχουν ένα κέρατο» ουσιαστικά εννοεί ότι «Αν υπήρχαν μονόκεροι, θα είχαν ένα κέρατο». Με άλλα λόγια, η πρόταση «Οι μονόκεροι έχουν ένα κέρατο» είναι ουσιαστικά μια υποθετική πρόταση. Η ανυπαρξία λοιπόν των μονόκερων δεν εμποδίζει να εκφραστεί η άποψη ότι η ύπαρξη δεν είναι ιδιότητα.

Το κακό

Ακόμα κι αν αποδεχτούμε το Οντολογικό Επιχείρημα, υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι μία τουλάχιστον πλευρά του συμπεράσματός του είναι ψευδής. Η παρουσία του κακού στον κόσμο μοιάζει ν' αντιτίθεται στην ιδέα ότι ο Θεός είναι πανάγαθος. […]


(Εκδόσεις Περίπλους, 1999, σελ. 36- 41)