Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Τα μαθηματικά του Ομήρου

Από της αρχαιότατης εποχής όλοι συμφωνούν ότι ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής, τον όποιον εγέννησεν η ανθρωπότης. Ότι όμως ο Όμηρος ήτο και σπουδαίος μαθηματικός και ότι εις τους στίχους των ποιημάτων του παίζει με τα μαθηματικά, αυτό εις τους πολλούς είναι άγνωστον.

Περί των μαθηματικών γνώσεων του Όμηρου, αμυδράν μεν αλλ' ενδιαφέρουσαν πληροφορίαν παρέχει είς ήμας ο Ρωμαίος συγγραφεύς Aulus G. Gellius (2ος αιών μ.Χ.). Ό Γκέλλιος εσπούδασεν εις τας Αθήνας, εις την Ακαδημίαν του Πλάτωνος και έγραψε πραγματείαν εις δύο τόμους υπό τον τίτλον «Αττικαί νύκτες». Εις τον δεύτερον τόμον (XIV cap. 6 § 4) αναφέρει ο Γκέλλιος ότι Αθηναίος φίλος του, του έδωκε προς μελέτην βιβλίον του, όπου ούτος είχε συγκεντρώσει ενδιαφέρουσας πληροφορίας, τας οποίας δεν εύρισκε κανείς εις τα εν κυκλοφορία συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων. Μεταξύ των πληροφοριών αυτών ήτο η παρατήρησις, ότι εις ωρισμένους στίχους του Ομήρου, αν αντικατασταθούν τα γράμματα δια των αριθμητικών αυτών τιμών λαμβάνεται το αυτό άθροισμα, ως π.χ.:

Ιλιάς Η'

στίχος 264: άλλ' αναχασσάμενος λίθον είλετο χειρί παχείη = 3498
στίχος 265: κείμενον εν πεδίω, μέλανα, τρηχύν τε μέγαν τε = 3498

(αλλ' υπεχώρησε (ο Έκτωρ) και σήκωσε με το γερό του χέρι μια πέτρα, η οποία ήτο στο έδαφος, μαύρη και τραχεία και πολύ μεγάλη).

Αλλ' = 1+30+30 = 61,
αναχασσάμενος = 1+ 50+1+600+1+200+200+1+40+ 5+ 50 + 70+ 200 = 1419,
λίθον = 30+ 10+ 9+ 70+ 50 = 169,
είλετο = 5+ 10+ 30+ 5+ 300 + 70 = 420,
χειρί = 600+ 5+ 10+ 100+ 10 = 725,
παχείη = 80+1+ 600+ 5+ 10 + 8 = 704,
Έν όλω = 61+ 1419+169+ 420+ 725+ 704 = 3498.
κείμενον = 20+5+10+40+ 5+ 50+ 70+ 50 = 250,
εν = 5+ 50 = 55,
πεδίω = 80+ 5+ 4+ 10+ 800 = 899,
μέλανα = 40+ 5+ 30+1+ 50+ 1 = 127,
τρηχύν = 300+ 100+ 8+ 600+ 400+ 50 = 1458,
τε = 300+ 5 = 305,
μέγαν = 40+5+3+1+50 = 99,
τε = 305.
Εν όλω     250+ 55+ 899+ 127+ 1458+ 305+99+305 = 3498

Ιλιάς Τ

στίχος 306: μη με πριν σίτοιο κελεύετε μηδέ ποτήτος = 2848
στίχος 307: άσασθαι φίλον ήτορ, έπεί μ' άχος αινόν ίκάνει = 2848

(Μη με προτρέπετε να χορτάσω την καρδιά μου προηγουμένως με φαγητό και πιοτό, γιατί με καταλαμβάνει πόνος φοβερός).

[σημ.: μονάδες (1-9) α', β', γ', δ', ε', ς', ζ', η', θ',
δεκάδες (10-90) ι', κ', λ', μ', ν', ξ', ο΄, π', Ϟ΄,
εκατοντάδες (100-900) ρ', σ', τ', υ', φ', χ', ψ', ω', ϡ΄].

Αι ανωτέρω παρατηρήσεις δια τα μαθηματικά του Όμηρου είχον προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών των Ομηρικών Επών κατά την αρχαιότητα, ενδιαφέρον, το όποιον συνεχίσθη και κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνας. Ο εκκλησιαστικός συγγραφεύς Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αφορμώμενος εκ τοιούτων παρατηρήσεων σημειώνει, ότι ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους συχνά με 5 ή 6 ή 7 γράμματα, εννόων τας λέξεις λιμός, λοιμός, πόλεμος (Γκέλλιος ε.α.)

Άλλοι μελετηταί παρετήρησαν ότι τα δύο πρώτα γράμματα της πρώτης λέξεως της Ιλιάδος μή-νιν, τα μη, παριστούν τον αριθμόν των ραψωδιών της Ιλιάδος και της Οδυσσείας (24+24 = 48) και ότι εις ένα στίχον της Ιλιάδος εκάστη επομένη λέξις έχει μίαν συλλαβήν περισσοτέραν, των συλλαβών της προηγουμένης λέξεως, ήτοι παριστά αριθμητικήν πρόοδον.

Ιλιάς Γ 181: ώ (1) μάκαρ (2) Άτρεΐδη (3), μοιρηγενές (4), όλβιόδαιμον (5)

Παραμένει ανεξήγητον, αν ο Όμηρος σκοπίμως κατεσκεύασε τους ανωτέρω αναφερομένους στίχους Ιλ. Η 264-65 και Τ 306-7. Ο Αριστοτέλης αναφερόμενος εις τον πρώτον στίχον της Οδυσσείας του Όμηρου, ο οποίος έχει 17 συλλαβάς, η τομή δε των συλλαβών γίνεται μεταξύ της 8 και 9 συλλαβής, λέγει ότι τούτο και άλλα τινά μαθηματικά έχοντα (κατά τους Πυθαγορείους) συμβολικήν έννοιαν, είναι συμπτωματικά, (έοικε συμπτώμασιν) (Μετά τα φυσικά Ν 1093α-1093b) τέλος).

Παρά την τυχόν υπάρχουσαν γνώμην, ότι ο Όμηρος δεν κατεσκεύασε σκοπίμως τους ανωτέρω αναφερομένους στίχους (οι όποιοι ονομάζονται ισόψηφοι), φαίνεται, ότι η αντίθετος γνώμη είναι αληθής. Κατά τα μέσα του Α' αιώνος μ.Χ. ήκμασεν εις την Αλεξάνδρειαν ο μαθηματικός και αστρονόμος Λεωνίδας ο Αλεξανδρεύς. Ούτος ανεκάλυψεν ότι είχε ποιητικήν ιδιοφυίαν και εγκατέλειψε τα μαθηματικά και την αστρονομίαν και επεδόθη να συντάσση ποικίλα επιγράμματα ισόψηφα, πολλά των οποίων διεσώθησαν και περιλαμβάνονται εις την Παλατίνην Ανθολογίαν.

Τα διασωθέντα επιγράμματα του Λεωνίδου κατανέμονται εις δύο κατηγορίας. Εις τετράστιχα και εις δίστιχα. Εις έκαστον τετράστιχον, ό αριθμός, ο όποιος προκύπτει αν εις τα γράμματα των δύο πρώτων στίχων θέσωμεν τους αντιστοίχους αριθμούς, είναι ίσος προς τον αριθμόν τον προκύπτοντα εκ των δύο επομένων στίχων. Εις τα δίστιχα επιγράμματα ο αριθμός ο προκύπτων εκ του πρώτου στίχου είναι ίσος προς τον αριθμόν τον προκύπτοντα εκ του δευτέρου στίχου. Αυτά δε εγένοντο σκοπίμως, ως λέγει ο ίδιος ο Λεωνίδας.

Παραδείγματα       Anthologia Graeca IX 344
Τετράστιχον ΛΕΩΝΙΔΟΥ

Ην οπότε γραμμαίσιν έμήν φρένα μούνον έτερπον
ούδ' όναρ ευγενέταις γνώριμος Ιταλίδαις,
αλλά τά νυν πάντεσσιν εράσμιος· οψέ γαρ έγνων,
οππόσον Ουρανίην Καλλιόπη προφέρει.

ην = 58, οπότε = 525, γραμμαϊσιν = 455, έμήν = 103, φρένα = 656, μούνον = 680, έτερπον = 610. Άθροισμα πρώτου στίχου = 3087.
ούδ' = 474, όναρ = 221, ευγενέταις = 979, γνώριμος = 1273, Ιταλίδαις = 566. Άθροισμα δευτέρου στίχου = 3513.
Άθροισμα πρώτου και δευτέρου στίχου = 6600.

άλλα = 62, τα = 301, νυν = 500, πάντεσσιν = 896, εράσμιος = 626, οψέ = 775, γαρ = 104, έγνων =908. Άθροισμα τρίτου στίχου = 4172.
οππόσον = 620, Ουρανίην = 689, Καλλιόπη = 249, προφέρει = 870. Άθροισμα τετάρτου στίχου = 2428.
Άθροισμα τρίτου και τετάρτου στίχου = 6600.

(Ερμηνεία : Ότε, μόνον αι τροχιαί (η αστρονομία) με ηυχαρίστουν, ούτε στον ύπνο μου δεν ήμουν γνωστός εις τας ευγενείς Ιταλικάς πόλεις, τώρα όμως με αγαπούν όλοι· γιατί αργά ανεκάλυψα, πόσον η Καλλιόπη (η έφορος της ποιήσεως Θεά) είναι ανωτέρα της Ουρανίας (της εφόρου της αστρονομίας Θεάς).

[…]

Αφού ο Λεωνίδας είχε την ικανότητα να κατασκευάζη στίχους ισοψήφους ή δίστιχα ισόψηφα, διατί νά αποκλείσωμεν την ικανότητα αύτην από τον Όμηρον; Δεν έχει γίνει δε, καθ’ όσον γνωρίζομεν, έρευνα εις τους στίχους της Οδυσσείας και της Ιλιάδος, διά να ίδωμεν μήπως και άλλοι στίχοι είναι ισόψηφοι. […]

Ευάγγελου Σταμάτη, Ελληνικά Μαθηματικά
[Μορφωτικαί εκδόσεις, 1979, σελ. 38-44]


* * *

Ο Όμηρος, η αριστεία στα Μαθηματικά και ο μυστικός αριθμός 3 στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα

Για τον ρόλο των μαθηματικών στα ομηρικά έπη μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η διδάκτωρ φιλοσοφίας Αναστασία Τσώνη, ομιλήτρια στην 8η Μαθηματική Εβδομάδα που διοργανώνει από χτες στη Θεσσαλονίκη η Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία-Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας.

«Το έπος [της Ιλιάδας] είναι γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε μια μακρόχρονη συλλαβή και δύο βραχύχρονες. Η εναλλαγή αυτή θυμίζει τα πυθαγόρεια μαθηματικά και πετυχαίνει αρμονία στον λόγο. […]»

Για να δώσει μαθηματικές προεκτάσεις στους στίχους του, ο 'Ομηρος χρησιμοποιεί, σύμφωνα με την κα Τσώνη, τους λεξάριθμους, στους οποίους το γράμμα «άλφα» αντιστοιχεί στον αριθμό «ένα», το «Β» στο δύο και ούτω καθεξής (μετά το «κάππα» οι αριθμοί ανεβαίνουν ανά γράμμα σε δεκάδες και μετά το «ρο» σε εκατοντάδες). Ενδεικτικά αναφέρει, ότι αν οι πρώτες τέσσερις λέξεις της Α' Ραψωδίας της Οδύσσειας («άνδρα μοι έννεπε, μούσα») «αποκωδικοποιηθούν» με λεξάριθμους προκύπτει ο αριθμός 1182, που αν αθροιστεί ανά ψηφίο, προκύπτει και πάλι ο αριθμός τρία.

«Ολόκληρες αριθμητικές παραστάσεις καταλήγουν στον αριθμό τρία και τα πολλαπλάσιά του» υποστηρίζει η κα Τσώνη και προσθέτει ότι στην Ιλιάδα, ολόκληρο το κείμενο οργανώνεται μαθηματικά σε τρία επίπεδα. «Στο κείμενο αναφέρονται 29 ελληνικά βασίλεια στη νότια Βαλκανική, σε έξι γεωγραφικές ενότητες, σε 164 συγκεκριμένες θέσεις με 64 ηγεμόνες. Κάθε βασίλειο συμμετέχει στην εκστρατεία με συγκεκριμένο αριθμό πλοίων κι όλα μαζί αθροίζονται σε 1186. Καθένα από αυτά έχει 50 έως 120 στρατιώτες. Αν όλοι οι αριθμοί αθροιστούν, καταλήγουμε και πάλι στο τρία» εξηγεί η δρ Τσώνη, η οποία διδάσκει στο Β’ Πειραματικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.

Ο Όμηρος αποδεικνύεται επίμονος - και με μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια - και σε ό,τι αφορά τον αριθμό των δώρων του Αγαμέμνονα προς τον Αχιλλέα, του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα, ακόμη και των λάφυρων μετά από συγκεκριμένες μάχες. Ολόκληρη η Ιλιάδα περιγράφει μια περίοδο 51 ημερών (5+1=6, οπότε καταλήγουμε και πάλι σε πολλαπλάσιο του αριθμού τρία), ενώ εννέα μέρες διαρκεί ο λοιμός και 12 η απραξία του Έκτορα. Επιπλέον, «τρεις φορές τίναξε ο Θεός Απόλλωνας τη φωτεινή του ασπίδα στην Ε' Ραψωδία, τρεις φορές σκάλωσε ο Πάτροκλος στο τείχος κτλ» σημειώνει.

Σχετικά με τα επεισόδια της Οδύσσειας και την εσωτερική σύνταξη των Απολόγων, αυτά σχηματίζουν και πάλι τριάδες και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένη σειρά: Κίκονες, Λωτοφάγοι και Κύκλωπες, Αίολος, Λαιστρυγόνες και Κίρκη και Σειρήνες, Σκύλλα-Χάρυβδη, Θρινάκια. «Πάντοτε το πρώτο είναι συνοπτικό και τα άλλα δύο διεξοδικά. Είναι συμμετρικά δεμένα μεταξύ τους με «κρίκους» και ο τρίτος κόμβος της αφήγησης είναι αυτός που αλλάζει αποφασιστικά την τύχη του Οδυσσέα και των εταίρων του» σημειώνει η κα Τσώνη. […]


Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ο έρωτας σαν επάγγελμα

«Να πάρουν τον έρωτα στα σοβαρά, να τον αντέξουν, και να τον μάθουν, όπως μαθαίνουμε ένα επάγγελμα - αυτό πρέπει να κάνουν οι νέοι

Οι άνθρωποι έχουν παρεξηγήσει, όπως τόσα άλλα πράγματα, τη θέση του έρωτα στη ζωή. Έκαναν τον έρωτα παιχνίδι και διασκέδαση, πιστεύοντας ότι τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις προσφέρουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τη δουλειά. Τίποτε όμως δεν μας δίνει μεγαλύτερη χαρά και ευτυχία από τη δουλειά. Και ο έρωτας, ακριβώς επειδή είναι η πιο ακραία μορφή χαράς και ευτυχίας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί δουλειά. 

Όποιος αγαπά λοιπόν πρέπει να προσπαθεί να φέρεται σαν να 'χει να φέρει εις πέρας ένα πολύ σπουδαίο καθήκον: πρέπει να περνά πολλή ώρα μοναχός, να εμβαθύνει στον εαυτό του, να συγκεντρώνεται και να συγκρατείται - πρέπει να δουλεύει: πρέπει να γίνει κάποιος


Πηγή: Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Η γέννηση του έρωτα

Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Έρως, που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, ήταν ο πρώτος από τους θεούς, δεδομένου ότι χωρίς αυτόν κανένας από τους υπόλοιπους δεν θα μπορούσε να είχε γεννηθεί· τον φέρουν ως συγκαιρινό με τη Μητέρα Γη και τον Τάρταρο, και αρνούνται ότι είχε μητέρα ή πατέρα, εκτός κι αν ήταν η Ειλείθυια, η θεά του τοκετού.[1]

Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Έρως ήταν γιος της Αφροδίτης από τον Ερμή ή από τον Άρη ή από τον ίδιο της τον πατέρα Δία· ή γιος της Ίριδας από τον Δυτικό Άνεμο. Ο Έρως ήταν ένα τρελόπαιδο που δεν σεβόταν ούτε ηλικία ούτε θέση, αλλού πετούσε εδώ κι εκεί με τα χρυσά φτερά του ρίχνοντας όπου να ‘ναι ακιδωτά βέλη ή πυρπολώντας άσπλαχνα τις καρδιές με τους τρομερούς πυρσούς του.[2]

*
Στον Ησίοδο ο Έρως («σεξουαλικό πάθος») είναι απλή αφαίρεση. Οι πρώτοι Έλληνες τον απεικόνιζαν σαν Κήρα, φτερωτή «συμφορά», όπως το Γήρας, ή σαν Πληγή, με την έννοια ότι το ανεξέλεγκτο σεξουαλικό πάθος μπορούσε να είναι οχληρό για την εύτακτη κοινωνία. Οι μεταγενέστεροι ποιητές ωστόσο έβρισκαν διεστραμμένη ευχαρίστηση στα καμώματά του, και την εποχή του Πραξιτέλη ο Έρως είχε αποκτήσει αισθηματολογική υπόσταση σαν όμορφο παιδάκι.

Το πιο φημισμένο ιερό του βρισκόταν στις Θεσπιές, όπου οι Βοιωτοί τον λάτρευαν σαν απλό φαλλικό στύλο: ο ποιμενικός Ερμής ή Πρίαπος με διαφορετικό όνομα. Οι διάφορες αφηγήσεις για τους γονείς του Έρωτα εξηγούνται από μόνες τους. Ο Ερμής ήταν φαλλικός θεός και ο Άρης, σαν θεός του πολέμου, αύξανε την επιθυμία στο γυναικομάνι του πολεμιστή. Το ότι η Αφροδίτη είναι μητέρα του Έρωτα και ο Ζευς πατέρας του είναι υπαινιγμός ότι το σεξουαλικό πάθος δεν σταματάει μπροστά στην αιμομιξία· η γέννηση του Έρωτα από το Ουράνιο Τόξο και τον Δυτικό Άνεμο είναι λυρική φαντασία. Ειλείθυια, «αυτή που έρχεται σε βοήθεια των γυναικών κατά τον τοκετό», ήταν τίτλος της Άρτεμης· το νόημα είναι ότι δεν υπάρχει αγάπη τόσο δυνατή σαν τη μητρική αγάπη.

Ο Έρως ουδέποτε θεωρήθηκε αρκετά υπεύθυνος θεός ώστε να εμφανιστεί ανάμεσα στην άρχουσα ολύμπια οικογένεια των Δώδεκα.

Ρόμπερτ Γκρέιβς, Οι ελληνικοί μύθοι 

Εκδόσεις Πλειάς – Ρούγκας, 1979 [τόμος 1, σελ. 43-44].





[1] Ορφικός Ύμνος 5· Αριστοτέλης Μεταφυσικά Α 4· Ησίοδος Θεογονία 120· Μελέαγρος Επιγράμματα 50· Ωλήν, παρατίθεται από τον Παυσανία Θ 27, 2.
[2] Κικέρων Περί της φύσεως των θεών III 23. Βιργίλιος Κείρις 134· Αλκαίος, παρατίθεται από τον Πλούταρχο Ερωτικός 20.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Το κύρος

Το κύρος αυθεντία) [authority], […], μπορεί να περιβάλλει πρόσωπα -υπάρχει αυτό που λέμε προσωπικό κύρος, όπως, για παράδειγμα, στη σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού, μεταξύ δασκάλου και μαθητή- ή μπορεί να περιβάλλει αξιώματα, όπως, για παράδειγμα, τη ρωμαϊκή σύγκλητο {auctoritas in senatu) ή τα ιεραρχικά αξιώματα της Εκκλησίας (ένας ιερέας μπορεί να δώσει έγκυρη άφεση αμαρτιών ακόμη και αν είναι μεθυσμένος). Η πεμπτουσία του είναι η άνευ όρων αναγνώριση από εκείνους που καλούνται να υπακούσουν· δεν χρειάζεται ούτε καταπίεση ούτε πειθώ. (Ο πατέρας μπορεί να χάσει το κύρος του είτε χτυπώντας το παιδί του είτε λογομαχώντας μαζί του, δηλαδή είτε επειδή του φέρεται σαν τύραννος είτε επειδή το μεταχειρίζεται σαν ίσο.)

Για να διατηρηθεί το κύρος απαιτείται σεβασμός προς το πρόσωπο ή το αξίωμα. Ο μεγαλύτερος εχθρός του κύρους είναι επομένως η περιφρόνηση και ο πιο σίγουρος τρόπος υπονόμευσης του, το γέλιο.  

Hannah Arendt, Περί βίας 

(Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 106-107)

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Το ασυνείδητο

Η έννοια του ασυνειδήτου είναι μια από τις βασικότερες της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Παρόλο που ο Freud δεν «ανακάλυψε» το ασυνείδητο, ήταν ο πρώτος που διερεύνησε συστηματικά το ρόλο που παίζει στη φυσιολογική και διαταραγμένη ψυχοδιανοητική ζωή. Από μια σύγχρονη σκοπιά, το ασυνείδητο μέσα στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης περιγράφεται με έναν από τους παρακάτω τέσσερις βασικούς τρόπους.

Το ασυνείδητο ως «πράγμα καθεαυτό» 

Ο Freud αρχικά είδε το ασυνείδητο ως μέρος του «ψυχοδιανοητικού οργάνου», οντότητα που εισήγαγε ο Kant, η οποία δεν ήταν δυνατόν να κατανοηθεί άμεσα, ωστόσο μπορούσε να εξηγεί αιτιοκρατικά τα μη λογικά ψυχοδιανοητικά φαινόμενα, όπως είναι τα όνειρα, τα νευρωτικά συμπτώματα και οι παραδρομές της γλώσσας. Δέχεται ως αξίωμα ότι οι μη αποδεκτές από το άτομο αναμνήσεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες, σκέψεις, ιδέες και ορισμένες πλευρές οδυνηρών γεγονότων ωθούνται στο ασυνείδητο δια της απώθησης, μαζί με τα συναισθήματα που τα συνοδεύουν. Στο αδημοσίευτο έργο του «Σχεδίασμα Επιστημονικής Ψυχολογίας» ο Freud επιχείρησε να κάνει μια νευροβιολογική περιγραφή του ρόλου του ασυνειδήτου, η οποία στηριζόταν στη ροή, στη δέσμευση και την εκφόρτιση της ψυχικής ενέργειας ή λίμπιντο. Παρόλο που αυτό το «υδραυλικό» μοντέλο είναι σε μεγάλο βαθμό παρωχημένο σήμερα, η σύγχρονη νευροψυχολογία έχει επιβεβαιώσει, […] ότι πολλές πλευρές της ψυχικής ζωής, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση, λειτουργούν χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.

Το ασυνείδητο ως δεξαμενή λανθάνοντος νοήματος

Καθώς η ψυχανάλυση σήμερα έχει μετακινηθεί από τις μηχανιστικές εξηγήσεις προς την αναζήτηση νοήματος, το «ασυνείδητο» αποτελεί μεταφορική έκφραση των συναισθηματικών νοημάτων, τα οποία αγνοεί ο ασθενής και τα οποία αναδύονται μέσα από τη σχέση του με τον αναλυτή. Έτσι, το «ασυνείδητο» από ουσιαστικό μετατρέπεται σε επίθετο: τώρα έχουμε να κάνουμε με «ασυνείδητες διεργασίες», αντί «του ασυνειδήτου». Αυτή η τάση συνδέει την ψυχανάλυση με τη «μετα-μοντέρνα» έννοια της πολυσημίας ή των πολλαπλών νοημάτων, τα οποία είναι παρόντα σε κάθε πολιτιστικό φαινόμενο ή «κείμενο». Έργο του αναλυτή είναι να διερευνά αυτά τα λανθάνοντα νοήματα σε συνεργασία με τον ασθενή, αντί να παίζει το ρόλο του ανατόμου του ψυχικού οργάνου.

Το μυστήριο του ασυνειδήτου

Ο Jung (1943) τόνιζε τις λιγότερο αισθητές, κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδεις πλευρές του ασυνειδήτου. Τον απασχολούσαν περισσότερο οι θρησκευτικές και μεταφυσικές πλευρές της ανθρώπινης εμπειρίας και έτσι εισήγαγε την έννοια του συλλογικού ασυνειδήτου. Το θεωρούσε έμφυτο, κοινό σε όλους τους ανθρώπους και υποστήριζε ότι αυτό λειτουργεί σε βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού σε σύγκριση με το προσωπικό ασυνείδητο, το οποίο περιγράφει ο Freud. Την άποψή του αυτή τη στήριζε στα ευρήματα που δείχνουν ότι οι δοξασίες, τα σύμβολα και η μυθολογία πολύ διαφορετικών θρησκειών και πολιτισμών περιέχουν πολλά κοινά στοιχεία ανά τους αιώνες και σε διαφορετικά μέρη του κόσμου.

Το παρελθόν ασυνείδητο και το παρόν ασυνείδητο

Οι Sandler και Sandler (1984) έχουν κάνει μια κλινικά χρήσιμη διάκριση μεταξύ του «παρελθόντος ασυνειδήτου» και του «παρόντος ασυνειδήτου». Το παρελθόν ασυνείδητο στον ενήλικα δεν είναι τίποτε άλλο «από το παιδί που έχει μέσα του», το οποίο εξακολουθεί, αμετάβλητο, να παίζει καταλυτικό ρόλο στον καθορισμό των αντιδράσεων, των επιθυμιών και των αναγκών του ενήλικα, σαν αυτός να βρίσκεται ακόμα στην παιδική ηλικία. Μοιάζοντας περισσότερο με το προ-συνειδητό, το παρόν ασυνείδητο τροποποιεί το παρελθόν ασυνείδητο, μέσω των μηχανισμών άμυνας, επιτρέποντας να εκφραστούν κάπως οι ασυνείδητες φαντασιώσεις του παρελθόντος, αν και σε κάπως εξασθενημένη μορφή. Κατά τους Sandler, ο αναλυτής στο πλαίσιο της θεραπείας θα πρέπει πάντα να προχωρεί από το παρόν ασυνείδητο στο παρελθόν ασυνείδητο, δηλαδή να επεξεργάζεται πρώτα το εδώ και τώρα της αναλυτικής αλληλεπίδρασης, προτού προχωρήσει στην ανάπλαση των τραυμάτων του παρελθόντος.

Άντονυ Μπέιτμαν - Τζέρεμυ Χολμς, Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση 

(Καστανιώτης, 2001, σ.  72 – 75)

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 5. Η αντίρρηση του Κέβη

[Φαίδων 86e-88b]

Ενώ η πρώτη αντίρρηση αμφισβητούσε το δυισμό ψυχής και σώματος – κατά την αντίρρηση αυτή η ψυχή ήταν κάτι που παράγεται μέσω του σώματος και δεν έχει ανεξάρτητο είναι -, η δεύτερη αντίρρηση ξεκινά από άλλες προϋποθέσεις. Η προΰπαρξη της ψυχής γίνεται ρητά αποδεκτή, Φαίδ. 87a: «Ότι λοιπόν η ψυχή μας υπήρχε προτού εισέλθει σ’ αυτή τη μορφή (δηλαδή στο σώμα), αυτό μου φαίνεται ότι έχει αποδειχθεί επαρκώς.» Έχει γίνει επίσης αποδεκτό ότι η ψυχή είναι υπέρτερη του σώματος, καθόσον είναι ισχυρότερη από το σώμα και το ξεπερνάει σε χρονική διάρκεια (Φαίδ. 87a). Η ψυχή σύμφωνα με αυτές τις προϋποθέσεις υπάρχει πριν και μετά από το σώμα. Τι τίθεται τότε υπό αμφισβήτηση; Υπό αμφισβήτηση τίθεται ότι δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει, ότι είναι ένα αθάνατον, δηλαδή κάτι που δεν επιτρέπει πρόσβαση στο θάνατο. Η αντίρρηση έχει και πάλι τη μορφή αναλογικού συλλογισμού και θέτει την ακόλουθη αναλογία: Η ψυχή σχετίζεται προς το σώμα όπως σχετίζεται ένας υφαντής με το ιμάτιό του που έχει υφάνει ο ίδιος. Κατά το σχηματισμό της αναλογίας αυτής ο Πλάτων χρησιμοποιεί επιχειρήματα που είχαν χρησιμοποιηθεί πρωτύτερα στις αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής· επισημαίνει επομένως ο ίδιος τις αδυναμίες της παρουσίασης που προηγήθηκε. Ελέχθη ότι η ψυχή είναι ισχυρότερη από το σώμα και άρα μακροχρονιότερη. Μια ένδειξη γι’ αυτό έμοιαζε να συνάγεται Φαίδ. 80c, στη δεύτερη απόδειξη) από το ότι το σώμα δεν διαλύεται αμέσως μετά το θάνατο, αλλά, ότι διατηρείται για λίγο καιρό ακόμη. Αν έχουν έτσι τα πράγματα –έβγαινε το συμπέρασμα-, τότε η ψυχή ως υπέρτερη του σώματος δεν μπορεί να καταστρέφεται αμέσως. Πόσο αβάσιμο είναι αυτό το συμπέρασμα γίνεται φανερό όταν διατυπώνεται η αναλογία με τον υφαντή και το ιμάτιό του. Ο υφαντής είναι αναμφίβολα υπέρτερος του ιματίου που ύφανε ο ίδιος· γιατί βεβαίως εκείνος το κατασκεύασε. Εκτός αυτού, ένα ιμάτιο κατά κανόνα δε βαστάει μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή. Επομένως ο άνθρωπος, ο υφαντής στον αναλογικό μας συλλογισμό, είναι μακροχρονιότερος από το ιμάτιο. Όταν τελικά ο υφαντής γεράσει και πεθάνει, θα έχει καταναλώσει πολλά ιμάτια. Ωστόσο το τελευταίο του ιμάτιο μετά το θάνατό του βρίσκεται ακόμη εδώ. Αν ήθελε να συμπεράνει κανείς απ’ αυτό ότι ο υφαντής δεν είναι νεκρός αλλά υπάρχει κάπου, επειδή το ιμάτιό του υπάρχει ακόμη, τότε το συμπέρασμα του θα ήταν παράλογο. Εξίσου παράλογο είναι όμως και το ακόλουθο συμπέρασμα: Το σώμα δε διαλύεται αμέσως μετά το θάνατο, πρέπει επομένως η ψυχή ως το πιο έξοχο να συνεχίζει κάπου να υπάρχει. Τα επιχειρήματα για την αθανασία της ψυχής αποδεικνύουν μόνο και μόνο τα ακόλουθα: Όπως ο υφαντής κατασκευάζει και καταναλώνει πολλά ιμάτια, έτσι γίνεται και με την ψυχή στη σχέση της με το σώμα. Η ύλη από την οποία αποτελείται το σώμα μεταβάλλεται συνεχώς· τρόπον τινά καταναλώνεται από την ψυχή· και αυτό που καταναλώθηκε αντικαθίσταται από την ψυχή με νέο, όπως ακριβώς κάνει ο υφαντής με τα ιμάτιά του. Στη διάρκεια λοιπόν μιας μακράς ζωής η ψυχή υφαίνει κάμποσα ιμάτια, δηλαδή σώματα, και τα καταναλώνει. Τελικά πεθαίνει. Το τελευταίο της όμως σώμα, με το οποίο είχε ντυθεί, δεν έχει ακόμα καταναλωθεί. Βαστάει για λίγο καιρό ακόμη, μέχρις ότου τελικά καταστρέφεται. Από αυτό όμως δεν μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι η ψυχή συνεχίζει να υπάρχει.

Ακόμη κι αν παραδεχθεί κανείς ότι η ψυχή δεν πεθαίνει όταν χωρίζεται από το σώμα, αλλά μετά το θάνατο εισέρχεται ξανά σε άλλα σώματα, ακόμη λοιπόν κι αν αποδεχθεί κανείς τη μετεμψύχωση, δεν προκύπτει με βάση τα όσα ελέχθησαν η αθανασία της ψυχής παρά μόνο η μακροβιότητά της. Πρέπει να δεχθούμε ότι κάποτε, όταν το σώμα διαλυθεί, η ψυχή πεθαίνει μαζί του. Η αντίρρηση λέει το εξής: Έως τώρα έχει μονάχα αποδειχθεί ότι η ψυχή είναι προϋπάρχουσα και ότι μπορεί να επιζήσει του σώματος, όχι όμως και ότι δεν πεθαίνει. Στο δεύτερο επιχείρημα ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να κάνει μια υπόδειξη επ’ αυτού (Φαίδ. 80b): Η ψυχή είναι είτε εντελώς αδιάλυτη είτε τουλάχιστον σχεδόν αδιάλυτη. Πρέπει τώρα, για να ανασκευασθεί η αντίρρηση, να δειχθεί ότι η ψυχή είναι αθάνατος.

Karl Bormann, Πλάτων

(Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 162-164)



Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Ελευθερία

Όπως και η «δημοκρατία», η «ελευθερία» είναι μια λέξη που έχει χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Σε πολιτικό πλαίσιο, δύο έννοιες ελευθερίας υπάρχουν: η αρνητική και η θετική. Τις προσδιόρισε και τις ανέλυσε ο Ησαΐας Μπέρλιν [Isaiah Berlin] στο φημισμένο άρθρο του «Οι δύο έννοιες της ελευθερίας».

Αρνητική ελευθερία

Η ελευθερία θα μπορούσε να οριστεί ως απουσία καταναγκασμού. Καταναγκασμός σημαίνει ότι κάποιος άλλος σου επιβάλλει ν' ακολουθήσεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σου επιβάλλει να πάψεις ν' ακολουθείς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αν δεν υπάρχει καταναγκασμός από κανέναν, τότε είσαι ελεύθερος, κατά την αρνητική έννοια της ελευθερίας.

Αν κάποιος σ' έχει κλείσει στη φυλακή και σε κρατάει εκεί με τη βία, τότε δεν είσαι ελεύθερος.

Επίσης δεν είσαι ελεύθερος όταν θέλεις να βγεις από τη χώρα, αλλά σου έχει κατασχεθεί το διαβατήριο. Ούτε όταν θέλεις να ζήσεις διατηρώντας ανοιχτά μια ομοφυλοφιλική σχέση, αλλά θα διωχθείς ποινικά αν το κάνεις.

Η αρνητική ελευθερία είναι ελευθερία από εμπόδια ή περιορισμούς. Αν δεν σε εμποδίζει κανείς ενεργά να κάνεις κάτι, τότε μ' αυτή την έννοια είσαι ελεύθερος.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις περιορίζουν μέχρις ενός σημείου την ελευθερία των ατόμων, συνήθως προβάλλοντας ως δικαιολογία την ανάγκη να προστατέψουν όλα τα μέλη της κοινωνίας.

Αν όλοι είχαν απόλυτη ελευθερία να κάνουν οτιδήποτε θέλουν, τότε μάλλον θα ευημερούσαν οι πιο δυνατοί και οι πιο αδίστακτοι εις βάρος των αδυνάτων. Πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί φιλόσοφοι ωστόσο πιστεύουν ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα είδος ατομικής ελευθερίας ιερό και απαραβίαστο, που, εφόσον δεν βλάπτεται κάποιος τρίτος, να μην αφορά καθόλου την κυβέρνηση.

Στο δοκίμιό του Για την ελευθερία [On Liberty], για παράδειγμα, ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ υποστηρίζει με σθένος ότι ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να «πειραματιστεί με τη ζωή του» απαλλαγμένος από κρατικές παρεμβάσεις, εφόσον δεν βλάπτει κανέναν άλλον με τις πράξεις του.

Κριτική της αρνητικής ελευθερίας

Τι θεωρείται επιζήμιο;

Πρακτικά μπορεί να παρουσιαστούν δυσκολίες στην προσπάθεια να καθοριστεί τι θεωρείται βλαβερό για τους άλλους. Περιλαμβάνει, για παράδειγμα, το να πληγώνεις τα αισθήματα του άλλου; Αν το περιλαμβάνει, τότε θα πρέπει να αποκλείσουμε ένα σωρό «πειραματισμούς με τη ζωή», εφόσον θίγεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Για παράδειγμα, ένας σεμνότυφος γείτονας θα μπορούσε να θιγεί μαθαίνοντας ότι το ζευγάρι των γυμνιστών γειτόνων του δεν φοράει ποτέ ρούχα. Όπως θα μπορούσαν να θιχτούν οι γυμνιστές μαθαίνοντας ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι κυκλοφορούν ντυμένοι. Και ο γυμνιστής και ο γείτονάς του μπορεί να θεωρήσουν επιζήμιο τον τρόπο ζωής των άλλων ανθρώπων. Ο Μιλλ υποστηρίζει ότι η προσβολή δεν θα έπρεπε να θεωρείται σοβαρή βλάβη, αλλά ο διαχωρισμός ανάμεσα στην προσβολή και στη σοβαρή βλάβη δεν είναι πάντοτε εύκολος. Πολλοί άνθρωποι, για παράδειγμα, θεωρούν ότι η βλασφημία κατά της θρησκείας τους είναι πολύ πιο επιζήμια γι' αυτούς από τη σωματική βλάβη. Πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχουν άδικο;

Θετική ελευθερία

Ορισμένοι φιλόσοφοι κατακρίνουν την άποψη ότι η ελευθερία που θα πρέπει να πασχίζουμε ν' αυξήσουμε είναι η αρνητική. Υποστηρίζουν ότι η θετική ελευθερία είναι πολύ σημαντικότερη ως πολιτικός στόχος. Θετική ελευθερία είναι η ελευθερία να ελέγχεις απόλυτα τη ζωή σου. Ελεύθερος, κατά τη θετική έννοια, είσαι όταν ελέγχεις δραστικά και απόλυτα τη ζωή σου και, όταν δεν το κάνεις, δεν είσαι ελεύθερος, ακόμα και αν δεν έχεις κανέναν πραγματικό περιορισμό. Οι περισσότεροι υποστηρικτές της θετικής έννοιας της ελευθερίας πιστεύουν ότι πραγματική ελευθερία σημαίνει ένα είδος αυτοπραγμάτωσης μέσα από το οποίο τα άτομα κάνουν τις προσωπικές επιλογές τους για τη ζωή.

Για παράδειγμα, αν κάποιος είναι αλκοολικός και οδηγείται, γνωρίζοντας ότι δεν είναι σωστό, να ξοδέψει όλα τα χρήματά του μεθοκοπώντας, αυτό σημαίνει ότι ζει ελεύθερος; Διαισθητικά και μόνο φαίνεται απίθανο, ιδιαίτερα αν στις νηφάλιες στιγμές του ο αλκοολικός μετανιώνει γι' αυτές τις κραιπάλες. Μάλλον θα τείναμε να θεωρήσουμε ότι ο αλκοολικός κυριαρχείται από το ποτό και ότι είναι σκλάβος της παρόρμησής του. Παρά την έλλειψη περιορισμών, ο αλκοολικός δεν είναι πραγματικά ελεύθερος, με τη θετική έννοια.

Ακόμα κι ένας υπέρμαχος της αρνητικής ελευθερίας θα μπορούσε να υποστηρίξει  ότι οι αλκοολικοί, όπως τα παιδιά, πρέπει να υποστούν κάποιους καταναγκασμούς, δεδομένου ότι δεν είναι απόλυτα υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Αν όμως κάποιος παίρνει συστηματικά ανόητες αποφάσεις στη ζωή του, χαραμίσει όλα του τα ταλέντα και ούτω καθεξής, τότε, σύμφωνα με τις αρχές του Μιλλ, έχουμε το δικαίωμα να του μιλήσουμε λογικά, αλλά δεν έχουμε ποτέ το δικαίωμα να τον εξαναγκάσουμε ν' ακολουθήσει μια καλύτερη ζωή. Ένας τέτοιος καταναγκασμός θα σήμαινε περιορισμό της αρνητικής ελευθερίας του. Αυτοί που υποστηρίζουν την αρχή της θετικής ελευθερίας μπορεί να ισχυριστούν ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ελεύθερος ώσπου να συνειδητοποιήσει το δυναμικό που κρύβει μέσα του και να ξεπεράσει την τάση του να κάνει τρέλες. Αυτό απέχει ελάχιστα από τον ισχυρισμό ότι ο καταναγκασμός αποτελεί το δρόμο που οδηγεί στην πραγματική ελευθερία.

Ο Ησαΐας Μπέρλιν ισχυρίζεται ότι η θετική έννοια της ελευθερίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για να επιτρέψει κάθε είδους άδικο καταναγκασμό. Οι κρατικοί παράγοντες μπορεί να δικαιολογήσουν την επιβολή συγκεκριμένων τρόπων συμπεριφοράς με το δικαιολογητικό ότι βοηθούν στην επέκταση της ελευθερίας των ανθρώπων. Επισημαίνει μάλιστα ότι τέτοιου είδους κατάχρηση της θετικής έννοιας της ελευθερίας έχει συχνά γίνει στην πορεία της ιστορίας. Όχι γιατί υπάρχει κάποιο εγγενές πρόβλημα στην έννοια της θετικής ελευθερίας, αλλά, απλώς και μόνο, επειδή τα ιστορικά δεδομένα έχουν αποδείξει ότι, όταν γίνεται κακή χρήση της ελευθερίας, μετατρέπεται σε επικίνδυνο όπλο.


(Εκδόσεις Περίπλους, 1999, σελ. 123-127)


Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Η θέληση για δύναμη και η θέληση για υποταγή

Σύμφωνα με τον Τζων Στιούαρτ Μιλ, «το πρώτο μάθημα του πολιτισμού [είναι] το μάθημα της υπακοής»· ο ίδιος μιλάει για «τις δύο καταστάσεις των διαθέσεων ... η μία είναι η επιθυμία των ανθρώπων να εξουσιάζουν άλλους· η άλλη ... η απροθυμία τους να εξουσιάζονται οι ίδιοι». 

Αν εμπιστευθούμε τις δικές μας εμπειρίες σ' αυτά τα θέματα, θα δούμε ότι το ένστικτο της υποταγής, μια φλογερή επιθυμία να υπακούει και να εξουσιάζεται κανείς από έναν κραταιό άνθρωπο, είναι τουλάχιστον εξίσου ευδιάκριτο στην ανθρώπινη ψυχολογία με τη θέληση για δύναμη, ίσως δε, από πολιτική άποψη, να έχει μεγαλύτερη σημασία. Το παλιό ρητό «Πόσο κατάλληλος είναι να εξουσιάζει / αυτός που μπορεί τόσο καλά να υπακούει» (How fit he is to sway / That can so well obey), του οποίου κάποια παραλλαγή φαίνεται να ήταν γνωστή σε όλους τους αιώνες και σε όλα τα έθνη, μπορεί να δείχνει μια ψυχολογική αλήθεια: ότι η θέληση για δύναμη και η θέληση για υποταγή είναι αλληλένδετες. «Η πρόθυμη υποταγή στην τυραννία», για να χρησιμοποιήσω για μια ακόμη φορά τα λόγια του Μιλ, οπωσδήποτε δεν προκαλείται πάντα από «ακραία παθητικότητα». Αντίστροφα, μια έντονη απροθυμία να υπακούει κανείς συνοδεύεται συχνά από μια εξίσου έντονη απροθυμία να κυριαρχεί και να διατάζει

Από ιστορική άποψη, ο αρχαίος θεσμός της θεμελιωμένης στη δουλεία οικονομίας θα ήταν ανεξήγητος με βάση την ψυχολογία του Μιλ. Ρητός σκοπός του ήταν να απαλλάξει τους πολίτες από το βάρος των υποθέσεων του οίκου τους και να τους επιτρέψει να εισέλθουν στο δημόσιο βίο της κοινότητας, όπου όλοι ήσαν ίσοι· αν ήταν αλήθεια ότι τίποτε δεν είναι γλυκύτερο από το να δίνει κανείς διαταγές και να εξουσιάζει άλλους, ο δεσπότης ποτέ δεν θα είχε αφήσει το σπίτι του.

Hannah Arendt, Περί βίας

(Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 99-100)