Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 7. Η αθανασία της ψυχής κατά τον «Φαίδρο»

[245c-246a]

Το επιχείρημα του Φαίδωνα, με το οποίο ξεκινά η απόδειξη στον Φαίδρο, απέδειξε ότι η ψυχή είναι φορέας του είδους «ζωή». Ως φορέας του είδους «ζωή» η ψυχή δεν μπορεί ποτέ να δεχτεί το αντίθετο της ζωής. Όταν την πλησιάζει το αντίθετο, τότε εκείνη υποχωρεί. Ως φορέας της ζωής η ψυχή φέρνει τη ζωή σε καθετί όπου εισέρχεται. Είναι εκείνο που δίνει τη ζωή σε όλα τα’ άλλα, ενώ η ίδια είναι ζωντανή αφ’ εαυτής ως φορέας του είδους «ζωή». Σε σύγκριση λοιπόν με εκείνο που καθίσταται ζωντανό μέσω αυτής η ψυχή είναι ένα πρώτον, πρώτη και ανώτατη. Εκείνο από το οποίο ως πρώτο και ανώτατο αποκτά κάτι είναι η αρχή, κάτω από την οποία βρίσκονται όλα τ’ άλλα. Η αρχαία ελληνική λέξη αρχή αποδίδει την έννοια αυτή. Η ψυχή ως φορέας της ζωής, που δίνει ζωή σε όλα τ’ άλλα, είναι επομένως αρχή. Τι σημαίνει «ζωή»; Ζωή είναι εμμενής ενέργεια (= εμμενής δράση), σ’ αντίθεση προς την ενέργεια που κατευθύνεται προς τα έξω και η οποία στρέφεται μόνο στη δημιουργία ή στην αναμόρφωση άλλων πραγμάτων. Στην εμμενή ενέργεια ή δράση εκείνο που ενεργεί εκδιπλώνει τον ίδιο του τον εαυτό. Η δράση, η ανάπτυξη, η ενέργεια δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος κίνησης. Αφού η «ζωή» είναι εμμενής δράση, είναι και ένα είδος κίνησης. Η ψυχή δίνει ζωή σε όλα τ’ άλλα, η ίδια όμως ως φορέας του είδους «ζωή» είναι αφ’ εαυτής ζωντανή. Αφού η «ζωή» είναι ένα είδος κίνησης, μπορούμε τώρα να ορίσουμε την ψυχή ως εκείνο που κινεί όλα τα’ άλλα, η ίδια όμως κινείται αφ’ εαυτού δεν λαμβάνει την κίνηση από έξω, δηλαδή η κίνηση δεν του μεταδίδεται μέσω κάτι διαφορετικού από το ίδιο, αλλά ό,τι κινείται αφ’ εαυτού έχει εντός του την αιτία της κίνησής του. Το να έχει κάτι εντός του την αιτία της κίνησής και να κινεί όλα τ’ άλλα, αν το εφαρμόσουμε στην ψυχή, σημαίνει τα ακόλουθα: η ψυχή είναι φορέας του είδους «ζωή» και επειδή κατά την ουσία της μετέχει στο είδος αυτό, είναι πάντοτε ζωντανή, και μάλιστα από την ίδια της την ουσία ή αφ’ εαυτής. Όντας αφ’ εαυτής ζωντανή, είναι και αφ’ εαυτής, δηλαδή από την ίδια της την ουσία, κινούμενη. Συνεπώς, το να έχει κάτι εντός του την αιτία της κίνησης σημαίνει ότι η αιτία της κίνησης βρίσκεται στην ίδια του την ουσία. Εφόσον η ψυχή δίνει ζωή σε όλα τα’ άλλα στα οποία εισέρχεται, είναι, όπως διαπιστώσαμε, αρχή. Τώρα πλέον μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή είναι πηγή και αρχή κινήσεως (Φαίδρ. 245c9), εκείνο από το οποίο ξεκινά η κίνηση· συνεπώς, η ψυχή είναι η πηγή της κίνησης. Με βάση αυτούς τους προκαταρκτικούς συλλογισμούς μπορεί τώρα να αναπτυχθεί η απόδειξη της αθανασίας της ψυχής (Φαίδρ. 245c-246a).

Ό,τι κινείται από κάτι άλλο και το ίδιο κινεί άλλα εξαρτάται ως προς την κίνησή του από εκείνο μέσω του οποίου κινείται. Όταν δεν του μεταδίδεται πλέον κίνηση, παύει και το ίδιο να κινείται και ούτε μπορεί πλέον να κινεί άλλα. Ας δούμε ένα παράδειγμα: Το μπαστούνι, που κινείται από το χέρι, κινεί τη μπάλα· αν το χέρι παύσει να μεταδίδει την κίνηση στο μπαστούνι, τότε παύει και η κίνηση του μπαστουνιού και το μπαστούνι δεν μπορεί πλέον να μεταδώσει την κίνηση στη μπάλα. Ή ένα άλλο παράδειγμα: Το ανθρώπινο σώμα κινείται από την ψυχή και μπορεί ως κινούμενο να κινήσει άλλα (όπως, λ.χ., το μπαστούνι). Εάν παύσει να λαμβάνει κίνηση από την ψυχή, τότε σταματά η κίνησή του, πεθαίνει και φυσικά δεν μπορεί να μεταδώσει πια κίνηση σε άλλα. 

Τι συμβαίνει όμως με αυτό που κινείται αφ’ εαυτού, όσον αφορά την παύση της κίνησης; Καθώς αυτό ως προς την κίνηση του δεν εξαρτάται από κάποιο άλλο, δεν μπορεί να παύσει η κίνησή του, αν έπαυε να του μεταδίδεται κίνηση από κάποιο άλλο, γιατί δεν λαμβάνει την κίνησή του από άλλο, αλλά από τον ίδιο του τον εαυτό, και επιπλέον μεταδίδει την κίνηση σε άλλα· αυτό που κινείται αφ’ εαυτού είναι, όπως αποδείχθηκε με τους προκαταρκτικούς συλλογισμούς, αρχή. Η ψυχή ως αρχή δεν μπορεί να ανήκει στην περιοχή του γιγνομένου, γιατί τότε ως προς το γίγνεσθαί της θα εξαρτιόνταν από κάτι άλλο. Εκείνο που ανήκει στο γιγνόμενο και ως προς το γίγνεσθαί του εξαρτάται από άλλο δεν μπορεί να είναι πρώτο και ανώτατο, κάτω από το οποίο βρίσκονται όλα τα άλλα, δεν μπορεί να είναι αρχή. Γιατί καθετί που γίνεται γίνεται αυτό που γίνεται δια της παρουσίας των ειδών. Τα είδη, που από την πλευρά τους προϋποθέτουν στο είναι και στην ουσία τους το αγαθόν, είναι σε σύγκριση με το γιγνόμενο αρχή, αγέννητη αρχή. Γιατί παρόλο που προϋποθέτουν το αγαθόν δεν γίνονται, αλλά είναι. Αν γίνονταν, δηλαδή αν δημιουργούνταν από το αγαθόν, τότε δεν θα ήταν όντως όντα και αρχαί. Στην περιοχή των όντως όντων ανήκει η ψυχή, όπως γνωρίζουμε από τον Φαίδωνα. Η ίδια η ψυχή δεν είναι μεν είδος, αλλά φορέας του είδους «ζωή», και ισχύει επίσης ότι είναι αρχή. Η ψυχή ως αρχή είναι αγέννητη (αγένητον: Φαίδρ. 245d3).

Ό,τι είναι αγέννητο είναι κατ’ ανάγκην άφθαρτο. Το συμπέρασμα αυτό δεν το κατανοούμε εξαρχής. Για ποιο λόγο το αδημιούργητο δεν μπορεί να φθαρεί; Γένεση είναι η συναρμογή (πρβ. Τίμ. 41a-b). Ό,τι όμως είναι, χωρίς να έχει δημιουργηθεί, δεν μπορεί να έχει συναρμοστεί και γι’ αυτό το λόγο δεν έχει μέρη, στα οποία να μπορεί να διαλυθεί. Παραμένει εν τούτοις το ερώτημα μήπως το μη αποτελούμενο από μέρη και αδημιούργητο ον δεν μπορεί να φθαρεί με άλλο τρόπο, ακόμη κι αν δεν μπορεί να διαλυθεί σε μέρη. Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι το αδημιούργητο σβήνει σαν τη φωτιά που παύει να τροφοδοτείται.

Εδώ πρέπει να σκεφτούμε τι σημαίνει «φθορά» (φθορά, κατά την αριστοτελική ορολογία). Ο Αριστοτέλης, Περί γενέσεως και φθοράς 335b4, αναφέρει τα εξής: Να φθαρεί μπορεί μόνο εκείνο που μπορεί να είναι ή να μην είναι. Να είναι ή να μην είναι μπορεί εκείνο που δεν συμπεριφέρεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εκείνο που είναι μεταβλητό. Εκείνο όμως που κατά την ουσία του είναι αμετάβλητο δεν μπορεί να είναι ή να μην είναι, αλλά είναι κάτ’ ανάγκην.  Ό,τι όμως είναι κάτ’ ανάγκην δεν μπορεί να έχει γίνει· γιατί αν είχε γίνει, τότε κάποτε ήταν μη ον και από την κατάσταση του μη όντος θα είχε καταβληθεί σε ον. Αυτό όμως που δεν έχει δημιουργηθεί αλλά είναι αμετάβλητο δεν μπορεί να περιέλθει στην κατάσταση του μη όντος, γιατί τότε θα έπρεπε να είναι κάτι μεταβλητό. Παραπέρα: Η γένεση και η φθορά λαμβάνουν χώρα, όπως κάθε μεταβολή, μέσα στο χρόνο. Καθετί που έχει δημιουργηθεί είναι κάτι πέρα για πέρα χρονικό (πρβ. Τίμ. 36c κ.ε.) και γι’ αυτό υπόκειται στη μεταβολή. Μια αδημιούργητη αρχή, αντίθετα, δεν υπόκειται στο χρόνο· για ένα τέτοιο αδημιούργητο δεν ισχύει το «ήταν, είναι, θα είναι», αλλά μόνο το «είναι»· είναι αίδιον, που το μεταφράζουμε ως «αιώνιο»: άχρονη παραμονή στο «τώρα». Ό,τι είναι άχρονο δεν μπορεί να φθαρεί σε κάποια χρονική στιγμή. Τρόπος ύπαρξης του είναι η αμετάβλητη αιωνιότητα, και όπου δεν υπάρχει μεταβολή δεν υπάρχει ούτε γένεση ούτε φθορά. Αν κάτι είναι αδημιούργητο, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: ως αδημιούργητο είναι αιώνιο, ως αιώνιο είναι άφθαρτο. Το αδημιούργητο είναι άφθαρτο.

Η ιδέα αυτή, ότι δηλαδή ό,τι δεν δημιουργήθηκε δεν μπορεί και να φθαρεί και ότι, συνεπώς, από τη μη γένεση συνάγεται η αφθαρσία και από τη γένεση η φθορά προϋποτυπώθηκε από τους προσωκρατικούς·  η διάκριση όμως χρόνου και αιωνιότητας (αιωνιότητα = αμετάβλητο «τώρα»· ο χρόνος είναι απείκασμα της αιωνιότητας· το «τρίτον της ομοιώσεως» είναι η ατελείωτη διάρκεια του χρόνου) δεν είναι ανιχνεύσιμη πουθενά πριν από τον Πλάτωνα. Ο πρώτος που δίδαξε ότι μαζί με τη γένεση πάει η φθορά, με τη μη γένεση η αφθαρσία είναι, κατά τον Διογένη Λαέρτιο IX 19, ο Ξενοφάνης: «Πρώτος απέδειξε ότι καθετί που γίνεται είναι φθαρτό.» Ο Παρμενίδης (απ. 8.3: ως αγένητον εόν και ανώλεθρον εστιν) μοιάζει επίσης να λέει ότι η πραγματικότητα, επειδή είναι αγέννητη, είναι άφθαρτη. Αργότερα, η θέση πως ό,τι έχει γεννηθεί είναι φθαρτό και πως ό,τι δεν έχει γεννηθεί είναι άφθαρτο έγινε σχεδόν κοινός τόπος· πρβ., λ.χ., Μέλισσος, απ. 2: «Αφού λοιπόν αυτό (το ον) δεν έγινε, είναι και πάντα ήταν και πάντα θα είναι, και δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος […]. Γιατί αν είχε γεννηθεί, θα είχε μια αρχή (γιατί, αν γεννήθηκε, θα έπρεπε κάποια στιγμή να έχει αρχίσει να γεννιέται) […]»· Πλατ. Τίμ. 41a8-β3: «Καθετί που συναρμόστηκε μπορεί να διαλυθεί […]· γι’ αυτό εσείς, επειδή έχετε γεννηθεί, δεν είστε ούτε τελείως αθάνατοι ούτε τελείως απρόσβλητοι στη διάλυση» (ο Δημιουργός απευθύνεται στους κατώτερους θεούς). Ο Αριστοτέλης (Περί ουρανού 282b8 κ.ε.) εξισώνει τις έννοιες «γενητόν» και «φθαρτόν» και αποδεικνύει στη συνέχεια ότι το αγένητον είναι άφθαρτον και το άφθαρτον είναι είναι αγένητον.    

Ένα πρόσθετο επιχείρημα για το ότι η αγέννητη αρχή δεν μπορεί να φθαρεί –και επανερχόμαστε έτσι στον Φαίδρο- υπάρχει στον ακόλουθο συλλογισμό (Φαίδρ. 245d4-6): Αν υποθέσουμε ότι η αγέννητη αρχή μπορεί να φθαρεί, τότε ούτε η ίδια η αρχή ούτε και κάτι άλλο θα μπορούσε να γίνει από την αρχήν. Η αρχή δεν μπορεί να γίνει από την αρχήν, (1) γιατί δεν θα υπήρχε καμιά αρχή, από την οποία θα μπορούσε να γίνει η αρχή, και (2) γιατί αυτό που έχει γίνει δεν μπορεί να αποτελεί την ανώτατη και αμετάβλητη αρχήν. Ούτε κάτι άλλο θα μπορούσε να γίνει από την αρχήν, αφού αρχή δεν θα υπήρχε. Γιατί όλα πρέπει να γίνονται από την αρχήν. Αν δεν υπάρχει κάτι πρώτο και ανώτατο, αν δεν υπάρχει αρχή της κίνησης, τότε δεν υπάρχει και κίνηση.

Την ιδέα αυτή μπορούμε να την διασαφηνίσουμε με το παράδειγμα της αιτιώδους σειράς. Κάθε κίνηση μέσα στον κόσμο της εμπειρίας μας έχει μια αιτία που την προκαλεί. Το να μπορεί η αιτία αυτή να θέτει σε κίνηση κάτι άλλο είναι δυνατόν μόνο εάν η ίδια η αιτία έχει κίνηση, την οποία μπορεί να μεταδώσει σε άλλα. Από πού αντλεί η αιτία την κίνηση; Από κάτι άλλο. Και από πού αντλεί αυτό την κίνησή του; Πάλι από κάτι άλλο κ.ο.κ. Αν παρακολουθήσουμε τη σειρά των κινούντων αιτίων και όσων κινούνται από αυτά, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι όλα κινούνται από κάτι άλλο. Και αυτή η σειρά κινούντος και κινουμένου θα μπορούσε να είναι ατέρμονη μέσα στον κόσμο του γίγνεσθαι, εφόσον δεν δεχόμαστε ότι ο κόσμος του γίγνεσθαι έχει μια αρχή στο χρόνο. Το ερώτημα όμως αν ο κόσμος έχει ή δεν έχει μια χρονική αρχή δεν έχει σημασία για το συλλογισμό μας. Όλες οι αιτίες μέσα στον κόσμο της εμπειρίας απαιτούν μια προηγούμενη αιτία κι αυτή πάλι μια άλλη αιτία. Γι’ αυτό όλες αυτές οι αιτίες οφείλονται σε μια άλλη αιτία και επομένως δεν είναι τίποτε άλλο παρά δευτερεύουσες αιτίες· λ.χ., το μπαστούνι, που κινούμενο από το χέρι κινεί μια μπάλα, είναι δευτερεύουσα αιτία. Αν όμως δεχτούμε ότι υπάρχουν μόνο δευτερεύουσες αιτίες και ούτε μια πρώτη αιτία, τότε θα προέκυπτε ένα άτοπο συμπέρασμα: Θα υπήρχαν δευτερεύουσες αιτίες, δεν θα υπήρχε όμως η πρώτη εκείνη αιτία που μεταδίδει την κίνηση σ’ όλη τη σειρά κινούντος και κινουμένου. Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές αν, θεωρητικά, συνοψίσουμε όλη τη σειρά των δευτερευουσών αιτιών σε μια ενότητα. Από πού αντλεί το σύνολο αυτό των δευτερευουσών αιτιών την κίνησή του; Προφανώς από μια αιτία που δεν ανήκει η ίδια στη σειρά των δευτερευουσών αιτιών, αλλά πρέπει να τοποθετηθεί έξω από αυτή. Η αιτία που δεν ανήκει στη σειρά των δευτερευουσών αιτιών πρέπει να κινείται αφ’ εαυτής· η κίνηση της μπορεί μόνο από αυτή την ίδια να προέρχεται και όχι από κάτι άλλο, γιατί τότε θα ήταν και αυτή δεύτερη και όχι πρώτη αιτία. Εάν λοιπόν εξαφανιζόνταν η πρώτη αιτία, τότε δεν θα υπήρχαν και δεύτερες αιτίες.

Ας εφαρμόσουμε τα παραπάνω στην ψυχή. Η ψυχή ως αρχή της κινήσεως μεταδίδει την κίνηση σ’ ολόκληρη τη σειρά των δευτερευουσών αιτιών. Ως αρχή της κινήσεως, ως πρώτη αιτία της κίνησης, η ψυχή δεν μπορεί να ανήκει στη σειρά των δευτερευουσών αιτιών. Αφού όλες οι αιτίες μέσα στον κόσμο της εμπειρίας είναι δευτερεύουσες αιτίες, η ψυχή όμως δεν ανήκει στον κόσμο της εμπειρίας αλλά στο νοητό, η πρώτη αιτία της κίνησης βρίσκεται στο νοητό. Εάν εξαφανιζόταν η πρώτη αιτία, αν αφανιζόταν δηλαδή η ψυχή, τότε η σειρά των δευτέρων αιτιών δεν θα ελάμβανε πλέον κίνηση. Το αποτέλεσμα θα ήταν το τέλος κάθε κίνησης. Η ψυχή ως αρχή της κινήσεως είναι επομένως άφθαρτη. Αλλά ούτε και μπορεί να έχει δημιουργηθεί, γιατί η γένεση είναι μια κίνησις. Από πού θα έπαιρνε η ψυχή μια τέτοια κίνησιν, αν η ίδια είναι η αρχή της κινήσεως; Γι’ αυτό η αρχή της κινήσεως, η ψυχή, είναι αγέννητη και άφθαρτη. Ο Πλάτων θέλει να θεωρεί ότι ο συλλογισμός αυτός έχει ισχύ για κάθε ψυχή (Φαίδρ. 245c5: ψυχή πάσα αθάνατος), τόσο για την ψυχή που δίνει ζωή στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων όσο και για την κοσμική ψυχή. Η πηγή του επιχειρήματος αυτού είναι ο Αλκμαίων ο Κροτονιάτης (περ. 570-500 π. Χ.), ο οποίος δίδαξε (πρβ. Αριστ. Περί ψυχής 405a29) ότι η ψυχή είναι πάντοτε σε κίνηση και γι’ αυτό είναι αθάνατη (πρβ. επίσης H. Diels, Doxographi Graeci, σελ. 386).

Στους Νόμ. 894b κ.ε. η απόδειξη του Φαίδρου επαναλαμβάνεται, πρβ. επίσης 896a-b: Η ψυχή είναι αρχή κινήσεως· η ψυχή είναι πρώτον κινούν, που κινεί το σώμα. Πρέπει επίσης να παραβάλλουμε το χωρίο 988e της μάλλον νόθας Επινομίδος: Η ψυχή είναι η αιτία κάθε κίνησης. Μια άλλη θεμελίωση της αθανασίας της ψυχής προτείνεται στο μύθο της δημιουργίας του κόσμου στον Τίμαιο (πρβ. 41a κ.α.): Η ψυχή είναι αθάνατη, γιατί πλάστηκε από τον ίδιο τον Δημιουργό. Καθετί φθαρτό οφείλει τη γένεσή του στις κατώτερες θεότητες.

Karl Bormann, Πλάτων 

(Εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 175-182)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου