Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η θέση του Πλάτωνα απέναντι στη ζωή και στο θάνατο

α. Η αντίληψη του «θανάτου»

[…] Η γήινη ύπαρξη, με την αστάθεια της, την οδύνη, τις αντιφάσεις της, όπου βρίσκεται πάντα ένα απλό γίγνεσθαι και πουθενά ένα αληθινό είναι, του φαινόταν μηδαμινή, δίχως κανένα νόημα· πρόγραμμά της ζωής ένα μόνο μπορούσε να είναι: να φύγομε απ’ αυτή τη ζωή.

Τούτον το στοχασμό διατυπώνει ο Πλάτων με εντυπωσιακή αποφασιστικότητα πρώτα μέσα στον «Φαίδωνα», γιατί στη διαμόρφωσή του πριν απ’ όλα βοήθησε ο ειρηνικός, ο εκπληκτικά γαλήνιος θάνατος του Σωκράτη, που αποτελεί το τραγικό φόντο εκείνου του διαλόγου. Ήδη ο «Γοργίας» αποδοκιμάζει έντονα τα γήινα αγαθά, ο «Κρατύλος» και ο «Μένων» μιλούν για το σώμα-τάφο της ψυχής και για την αθανασία της· όμως η διάθεση της φυγής από τον κόσμο στην αποκορύφωσή της φτάνει πρώτα μέσα στον «Φαίδωνα».

[…] Μόνο με το θάνατο του σώματος –διδάσκει και ο «Φαίδων»- η ψυχή κατορθώνει να ζήσει τη δική της ζωή· και αντίστροφα, η ψυχή πεθαίνει όσο περισσότερο αναπτύσσεται και δυναμώνει η σωματικότητα. Αυτά τα δυο όντα «ζουν αμοιβαία το θάνατο και πεθαίνουν τη ζωή τους». Εάν λοιπόν ο άνθρωπος θέλει να μεθέξει στην αιώνια ζωή, που μόνο αυτή ταιριάζει στην ψυχή, πρέπει να πεθάνει, ως προς το σώμα, για τη γήινη ύπαρξη. Τούτο ακριβώς πράττουν οι αληθινοί φιλόσοφοι· περνούν τις μέρες τους σα «νεκροί», προσηλωμένοι πάντοτε στο θάνατο (64 a). Γιατί, τι είναι κυρίως ο θάνατος; Ολοφάνερα το λύσιμο της ψυχής από το σώμα, η απελευθέρωση της από τα δεσμά του, η περισυλλογή στον εαυτό της (64 c, 67 d). Μια τέτοιαν αποδέσμευση της ψυχής από το σώμα επιδιώκει ακριβώς και ο φιλόσοφος απαρνούμενος τις αισθησιακές ηδονές, νεκρώνοντας τις επιθυμίες, αποφεύγοντας την απάτη των οργάνων του σώματος, των αισθήσεων, και παραδιδόμενος αποκλειστικά στο Λόγο (64 d, 65 b, 83 a κλπ.). Γι’ αυτόν λοιπόν ο θάνατος όχι μόνο κακό δεν είναι, όπως νομίζει ο μωρός όχλος (68d), αλλά ίσα-ίσα ο επιθυμητός στόχος. Οι προσπάθειες του σε ένα και μόνο πάντα κατατείνουν, και αυτό είναι: «λύσις και χωρισμός της ψυχής από σώματος» (67 d), έτσι ώστε ολόκληρη η φιλοσοφία μπορεί να οριστεί: «μελέτη θανάτου» (=άσκηση πεθαμού) (80 c – 81 a, 67 e).

Την ίδια θέση απέναντι στο θάνατο κρατεί ο Πλάτων μέσα σε όλα τα μεταγενέστερα έργα του. Εντυπωσιακότερα από κάθε άλλο βιβλίο εκφράζεται στο κείμενο των «Νόμων»: Ο Πλούτων – λέγει - ο θεός του Άδη πρέπει να τιμάται ιδιαίτερα, επειδή απ’ όλους τους θεούς έχει τις καλύτερες διαθέσεις απέναντι στο ανθρώπινο γένος, αφού χαρίζει στους ανθρώπους το πιο ευκταίο πράγμα· το θάνατο. Και τονίζει ρητά ότι αυτό το λέγει με πλήρη σοβαρότητα: «ως εγώ φαίην αν σπουδή λέγων» (VIII 828 d). Και η «Πολιτεία» (VI 488 b) υπογραμμίζει ότι δειλός και ανελεύθερος είναι όποιος φοβάται το θάνατο· ο «καθαρμένος» φιλόσοφος δεν επιτρέπεται να τον θεωρεί «δεινόν». Αντίθετα: «δεινός ο βίος», διαβάζουμε σε μια σελίδα του «Γοργία» (492 e). […]

Οφείλουμε όμως, στην περιοχή της πεσιμιστικής βιοθεωρίας, να ξεχωρίσουμε την υπόθεση που βλέπει στο θάνατο την τέλεια νέκρωση της βούλησης του ζην, από την αντίληψη σύμφωνα με την οποία η γήινη ζωή πρέπει να θυσιαστεί για χάρη μιας άλλης καλύτερης. Στην πρώτη περίπτωση ο θάνατος νοείται ως τέρμα, στη δεύτερη ως αρχή· εκείνης οι οπαδοί αρνούνται στην ύπαρξη οποιαδήποτε αξία, αυτής εδώ οι πιστοί κατευθύνουν τη ζωή προς ένα στόχο που ξεπερνά τη γήινη ύπαρξη και είναι ικανός να δώσει στο χάος των υποχρεώσεων της ζωής τάξη και σχήμα.

Η πρώτη σημασιολόγηση του θανάτου έρχεται από την παραίτηση, την πλήρη απάρνηση ως συνέπεια αδιάκοπης πικρίας, αλλεπάλληλων απογοητεύσεων ή κόρου που φέρνει την αηδία. Ο θάνατος είναι τότε ευπρόσδεκτος, επειδή ο άνθρωπος έχει βαρεθεί τη ζωή, ή επειδή έχει από τη ζωή αξιώσεις που εκείνη δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει. Υποδειγματικά περιγράφει αυτή την κατάσταση ο Σοπενχάουερ που αντιπροσωπεύει μια τέτοιαν ακριβώς βιοθεωρία: «Αισθανόμαστε τότε ότι κάθε εκπλήρωση επιθυμιών, που μας προσφέρει ο κόσμος, μοιάζει με την ελεημοσύνη που επιτρέπει στο ζητιάνο να ζήσει σήμερα, για να ξαναπεινάσει αύριο· αντίθετα η παραίτηση από την κληρονομιά αφαιρεί για πάντα από τον κάτοχο κάθε έγνοια». […]

Με μια τέτοια ολική απαξίωση της ύπαρξης γενικά, και ειδικά του ανθρώπου, δεν συμφωνούν άλλοι χαρακτήρες […] που τους ονομάσαμε μισοαπαισιόδοξους. Κατά την αντίληψη τους, αυτή η αξιοθρήνητη μοίρα έχει δοθεί μόνο στη γήινη ζωή, και μάλιστα ως συνέπεια μιας «πτώσης». Ο θάνατος […] ανοίγει το δρόμο σε μιαν άλλη, στην ουράνια ύπαρξη, όπου τα δεινά της γήινης ζωής είναι άγνωστα και όπου αιώνια ακτινοβολεί η αληθινή, η παντοτεινή ευτυχία. Ένας συμπονετικός θεός, γεμάτος καλοσύνη και αγάπη, έχει προορίσει και καλέσει τον άνθρωπο σ’ αυτήν την ευτυχία. Για να μπορέσει όμως αυτός να τη φτάσει, πρέπει με αδιάκοπο αγώνα να προσπαθήσει να λυθεί από τα δεσμά της σωματικότητας. Μόνο εάν κάνει τούτο κύριο έργο της ζωής του, δικαιώνει τον εαυτό του, τη θεϊκή του φύση και γίνεται ικανός να ενεργεί σύμφωνα με τον επίγειο προορισμό του.

Αυτές οι ιδέες συνδέονται συνήθως με την απαισιόδοξα χρωματισμένη χριστιανική θρησκευτικότητα. […]

Το Πλάτωνα πρέπει να τον κατατάξουμε στην κατηγορία των μισο - απαισιόδοξων χαρακτήρων. Βέβαια απέναντι στα γήινα αγαθά, γενικά στον κόσμο του γίγνεσθαι και της ροής, λέγει πάντοτε ένα αποφασιστικό «όχι»! Και υποστηρίζει ότι τίποτα δεν υπάρχει καλύτερο, και γι’ αυτό ακόμη το σώμα, από τη νέκρωσή του: «σώματι διαλύσεως ουκ έστιν ή κρείττον» (Νόμ. VIII 828 d). Ένα βίωμα όμως εσωτερικό, του είχε δώσει την πεποίθηση ότι, εάν λυθεί από τα βαριά δεσμά της σωματικότητας, η ψυχή μπορεί να ανυψωθεί «προς την εν ουρανώ ξυγγένειαν» (Τιμ. 90 a, Πολιτ. VI 490 b, X 611 e, Νομ. X 899 d) και τότε γίνεται άξια μιας υψηλής αιώνιας και ευτυχισμένης ζωής. Η πίστη αυτή, καθώς και η καλοσύνη της θεότητας, δεν τον άφησαν να πέσει στην απόλυτη άρνηση και παραίτηση.

β. Το επέκεινα στον προσανατολισμό της ζωής  

[…] Δίνει στη ζωή έναν τόσο υπερβατικό στόχο, ώστε μπροστά του όλες οι ηδονές και τα αγαθά της μετατρέπονται σε σκιές, όλες οι γήινες αξίες φαίνονται μηδαμινές, δίχως νόημα. Το ιδανικό του δεν έχει σχέση με καμία επίγεια ευτυχία, υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη παράσταση μέτρου· είναι η απόλυτη τελειότητα, η «ομοίωσις τω θεώ» (Φαίδ. 82 b c, Πολιτ. II 383 c, VI 498 e, 500 d, X 613 b, Θεαίτ. 176 b, Τιμ. 41 c, 43, 69 a, c, 71 d e, 90 c). Όχι ένας από ανθρώπους βαλμένος κανόνας, αλλά ο ίδιος ο θεός πρέπει να είναι το μέτρο για κάθε φρόνημα και για κάθε πράξη: «θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον» (Νόμ. IV 716 c). Ο αληθινός φιλόσοφος που στέκεται πλησιέστερα προς τον θεό (Πολ. VI 500 b c, Θεαίτ. 175 d, Σοφιστ. 216 c), ζει όπως μέσα σ’ ένα σύννεφο που πορεύεται πάνω από τη γη, […] (Θεαίτ. 173 e). Από εκεί ψηλά κοιτάζει κάτω τα ανθρώπινα πράγματα που του φαίνονται «σμικρά και ουδέν», ασήμαντα και ανάξια του παραμικρότερου κόπου. Γι’ αυτόν είναι μόνο «διακονήματα δουλικά» (Θεαίτ. 17 e) που δεν αξίζουν να τα παίρνει κανείς στα σοβαρά (Πολιτ. X 604 b c). Τους ανθρώπους τους θεωρεί «θεού τι παίγνια και μεμηχανημένα» (Νομ. VII 803 c), «θαύματα [= αλλόκοτα πράγματα] όντας το πολύ, σμικρά δε αληθείας μετέχοντας» (VII 804 b). Εξού η αμηχανία του αληθινού φιλοσόφου (που γελά εις βάρος του το μωρό πλήθος) στις δημόσιες υποθέσεις της πολιτείας (Θεαίτ. 173 d, 175 b κ.π.). Γιατί σ’ αυτό τον κόσμο είναι σαν ξένος που δεν ξέρει πώς να βολευτεί· το σώμα του διαμένει βέβαια στη γη, το πνεύμα του όμως πετάει στον ουρανό, επειδή δεν μπορεί να βρει κανένα νόημα στα γήινα πράγματα και τις ενασχολήσεις της «μάζας» τις θεωρεί ανάξιές του (173 e). Όχι μόνο δεν δίνει καμίαν αξία στην ομορφιά και στα πλούτη, στη σωματική ρώμη και στην πολιτική δύναμη, στη δόξα και στα εγκώμια, που θαμπώνουν τους κοινούς ανθρώπους, αλλά αποστρέφεται όλες αυτές τις απολαύσεις και τα αγαθά επειδή παρασύρουν και διαφθείρουν την ψυχή (Πολ. VI 941 c, IX 591 d). Φεύγει μακριά από το σκοτάδι και την απάτη του κόσμου των αισθήσεων, του κόσμου του απλού γίγνεσθαι και φαίνεσθαι, και διαμένει με το Λόγο διαρκώς στο φωτεινό βασίλειο του αιώνια και αληθινού όντος. Το πλήθος δεν είναι σε θέση ν’ αντικρύσει τη λαμπρότητα αυτού του ουράνιου τόπου από την αδυναμία των πνευματικών οφθαλμών του (Σοφ. 254 a b), και επειδή δεν μπορεί να καταλάβει τον ενθουσιασμό του ευνοημένου από τους θεούς φιλοσόφου, τον κοιτάζει με απορία και τον παίρνει για τρελό (Φαίδρ. 249 d). Αυτός όμως δεν προσέχει καθόλου την «δόξαν των πολλών» που ζουν στη σκιά και δεν έχουν τη δύναμη να ατενίσουν το φως της αλήθειας· στην υπεραισθητηριακή «θεωρία» του γεύεται την πιο καθαρή και αδιάκοπη ηδονή (Πολιτ. IX 582 c)· έχει  φτάσει στο υψηλότερο σκαλί της τελειότητας (Φαίδρ. 249 c) έχει «γεμίσει από θεό» (ένθεος).

Όποιος αφήσει να κρούσουν την ψυχή του αυτά τα σοβαρά και βαθυστόχαστα λόγια τούτου του μεταρσιωμένου ασκητή που, στην ασίγητη ορμή του προς το αιώνιο, το τέλειο και θείο, κοιτάζει κάτω τη γη με περιφρόνηση και αηδία σαν ένα μίγμα από μωρίες και μηδαμινότητες· που θεωρεί τον εαυτό του «φυτόν ουκ έγγειον αλλά ουράνιον» (Τιμ. 90 a) και αγωνίζεται ν’ αναρριχηθεί στον ουρανό· που απαρνιέται με όλη του τη δύναμη τις ηδονές και τις χαρές της γήινης ζωής, επειδή «κάτω στρέφουσι την της ψυχής όψιν» (Πολιτ. VII 519 b· βλ. και VI 485 d e) και μόνον εκείνες τις πνευματικές απασχολήσεις επιδοκιμάζει, όσες αναγκάζουν την ψυχή να ατενίζει προς τα «άνω»· που κυρύττει το ευαγγέλιο της «φυγής» από τον κόσμο και τη «φυγή» την αντιλαμβάνεται σαν ομοίωση προς το θεό, όσο γίνεται περισσότερο (Θεαίτ. 176 a b) – θαρρεί πως ακούει μουσικούς τόνους που έρχονται στην ακοή του από τα βάθη ενός άλλου κόσμου, ενός γεμάτου από τιμή και αγιότητα.

Ο κόσμος αυτός είναι στο πνεύμα του αιώνα μας σχεδόν τελείως ξένος· […] Όχι λιγότερο ακατανόητη ήταν η αποκλειστική προς το «επέκεινα» προσανατολισμένη βιοθεωρία για τους Έλληνες εκείνου του καιρού. Στον «Γοργία» του Πλάτων βάζει τον Καλλικλή, καθώς συζητεί με τον Σωκράτη του διαλόγου να εκφράζει την κατάπληξη του για τις ηθικές αντιλήψεις που εκείνος υποστηρίζει, με αυτά εδώ τα λόγια: «Ειπέ μοι, ώ Σώκρατες, πότερον σε θώμεν νυνί σπουδάζοντα ή παίζοντα; Ει μεν γαρ σπουδάζεις τε και τυγάνει ταύτα αληθή όντα ά λέγεις, άλλο τι ή ημών ο βίος ανατετραμμένος αν είη των ανθρώπων και πάντα τα εναντία πράττομεν, ως έοικεν, ή α δει;» (481 c). Ασφαλώς, μια τέτοιον εντύπωση θα είχε κάνει η υπερβατικότητα του βιοτικού προσανατολισμού του Πλάτωνα στους συμπολίτες του, ακόμη και στους Έλληνες της εποχής του γενικά· εσήμαινε ακριβώς μιαν αντιστροφή της δεσπόζουσας προοπτικής, μια μετατόπιση, στο άλλο άκρο του κέντρου βάρους της ζωής. Απέναντι στη χαρούμενη κατάφαση της ζωής των εύθυμων Ελλήνων ο Πλάτων κήρυττε την […] την άρνηση της ζωής· αντί για την αισιόδοξη ορμή της δράσης, που αποτελούσε την ιδιορρυθμία του ελληνικού χαρακτήρα, αυτός εγκωμίαζε ένα θεωρητικό ησυχασμό· κατά την αντίληψή του, όχι ο θεός έπρεπε να ανθρωποποιηθεί, αλλά ο άνθρωπος να θεοποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο. Η ελληνική βιοθεωρία, με μια τόσο μεγάλη μετακίνηση του εποπτικού σημείου, δεν άλλαζε απλώς, αντιστρεφόταν.

Η υπερβατικότητα της θέσης του απέναντι στη ζωή δίνει στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα ένα εντελώς θρησκευτικό τόνο. […] Η αρετή για τον Πλάτωνα δεν έγκειται ούτε στην άψογη συμπεριφορά του πολίτη κατά τις ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις ούτε στην έλλογη αποφυγή των άκρων, με το νόημα της αριστοτελικής ηθικής· η ουσία της βρισκόταν πολύ βαθύτερα. Ομοίως, ούτε η υλική ευημερία ή η αύξηση της πολιτικής δύναμης, του κράτους, ούτε η δόξα του έθνους ή οι νικηφόρες κατακτήσεις αποτελούν το ιδανικό της δικής του πολιτείας. Όλα αυτά τα αγαθά είναι εξωτερικά και μπορούν να ενθουσιάζουν μόνο τον όχλο, τον «δήμον»· αξία έχουν μόνο για τους πολλούς και αμαθείς (Πολιτ, X 602 b). Για τον Πλάτωνα είναι αποκρουστικό ό,τι κολακεύει το πλήθος και θαμπώνει τους «πολλούς» (πρβλ. το χωρίο του «Γοργία» 513 c: […]. Εκείνος τοποθετεί στην πρώτη γραμμή την αριστοκρατία του πνεύματος και του ηθικού φρονήματος. Κατά τη δική του προτίμηση όχι εξωτερικά αγαθά, αλλά η εσωτερική δύναμη και ομορφιά της ψυχής (βλ. Πολιτ. IV 444 d e) η «ομοίωσις τω θεώ» πρέπει να είναι οι μόνοι στόχοι των προσπαθειών του αγαθού ανθρώπου και του πολιτικού που βρίσκεται στα ύψος της αποστολής του. Οι άλλες αξίες της ζωής μπορούν το πολύ - πολύ να λογαριαστούν εφόσον δεν καταστρέφουν του «κόσμον της ψυχής», παρά συμβάλλουν στην εσωτερική διάπλαση και στον ευγενισμό του ανθρώπου. Αυτό επισημαίνεται από τη λιτή αλλά τόσο εντυπωσιακή δέηση του «Φαίδρου» (279 b c):

ΣΩ. Αγαπημένε μου Πάνα και εσείς οι άλλοι θεοί τούτου εδώ του τόπου, κάνετε να γίνω μέσα μου όμορφος, και τα εξωτερικά μου αποκτήματα να είναι αγαπημένα, μέσα σε μια αρμονία, με τα εσωτερικά. Να θεωρώ ότι πλούσιος είναι ο σοφός. Κι η ποσότητα του πλούτου που θα έχω, να είναι τόση που να μην μπορεί να τη φέρει μαζί του και να πορεύεται με αυτήν άλλος, παρά μόνο ο συνετός άνθρωπος.
Επομένως της ψυχής η σωτηρία, η προνοητική συντήρηση του θησαυρού που βρίσκεται κρυμμένος στα «ένδον» του ανθρώπου, πρέπει να είναι ο στόχος της ζωής· σ’ αυτήν έγκειται επίσης η γνήσια ευτυχία, που λίγοι μόνο ξέρουν να την εκτιμούν, καθώς και η μοναδική αληθινή και άξια ηδονή που μόνον οι εκλεκτικοί είναι σε θέση να γεύονται (Φιλ. 52 b).

Ε. Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα 

Εκδόσεις «Δωδώνη», 1992 (σελ. 78-87)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου