Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Η «αμφισεξουαλικότητα» των αρχαίων Ελλήνων

[…] Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιθέτουν τον έρωτα για το ίδιο φύλο και τον έρωτα για το άλλο, σαν δυο αποκλειστικές επιλογές, σαν δυο τύπους συμπεριφοράς ριζικά διαφορετικούς. […]

Αυτό που αντέτασσε έναν άνθρωπο εγκρατή και κύριο του εαυτού του σ’ εκείνον που παραδίνεται στις απολαύσεις ήταν, από ηθική άποψη, πολύ πιο σημαντικό από εκείνο που διέκρινε μεταξύ τους τις κατηγορίες απολαύσεων, στις οποίες προτιμά ο καθένας να αφοσιωθεί. Το να έχει κανείς έκλυτα ήθη, ήταν το να μην ξέρει ν’ αντισταθεί ούτε στις γυναίκες ούτε στα αγόρια, χωρίς το ένα να είναι σοβαρότερο από το άλλο.

Όταν ο Πλάτων περιγράφει τον τυραννικό άνθρωπο, δηλαδή αυτόν που αφήνει «τον τύραννο Έρωτα να θρονιάζεται μέσα στην ψυχή του και να την κυβερνά ολόκληρη» (Πολιτεία, ΙΧ, 573d), τον παρουσιάζει με δυο ισότιμες όψεις, όπου καυτηριάζονται εξίσου η περιφρόνηση για τις πιο ουσιαστικές υποχρεώσεις και η ολοκληρωτική κυριαρχία της ηδονής: «Αλλά για χάρη μιας φίλης χτεσινής, μιας εταίρας που μαζί της δεν έχει κανέναν αναγκαίο δεσμό, ή για χάρη ενός νεαρού φίλου, που ως χτες ακόμα του ήταν αδιάφορος, πιστεύεις, Αδείμαντε, ότι θα τολμούσε να σηκώσει χέρι εναντίον της παλιάς του φίλης, της μητέρας του, με την οποία την ενώνει ο ιερός δεσμός του αίματος, ή εναντίον του αρχαιότερου φίλων του, του γέροντα πια πατέρα του; (Πολιτεία, ΙΧ, 574 b-c). Όταν όλοι μέμφονταν τον Αλκιβιάδη για την ακολασία του, δεν ήταν εξαιτίας της τάδε μορφής της αντί της δείνα, αλλά γιατί, όπως έλεγε ο Βίων ο Βορυσθενίτης, «όταν ήταν έφηβος, έπαιρνε τους άντρες από τις γυναίκες τους, κι όταν έγινε νεαρός, έπαιρνε τις γυναίκες από τους άντρες τους» (Διογένη Λαέρτιου, IV, 7, 49).   

Και αντίστροφα, για να δείξουν την εγκράτεια ενός ανθρώπου, έλεγαν –όπως κάνει ο Πλάτων αναφερόμενος στον Ίκκο από τον Τάραντα (Νόμοι, VIII, 840a) –πως ήταν ικανός να απέχει τόσο από τα αγόρια όσο κι από τις γυναίκες· και σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Κύρος θεωρούσε προτιμότερο να χρησιμοποιεί ευνούχους στην υπηρεσία της Αυλής, επειδή ήταν ανίκανοι να βλάψουν τις γυναίκες ή τα αγόρια (Κύρου παιδεία, VII,5). Τόσο φανερό ήταν γι’ αυτούς ότι κι οι δυο ερωτικές τάσεις ήταν εξίσου πιθανές και ότι μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο.

Αμφισεξουαλικότητα των Ελλήνων; Αν εννοούμε μ’ αυτό πως ένας Έλληνας μπορούσε να αγαπά, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, πως ένα παντρεμένος μπορούσε να έχει τα παιδικά του (τους νεαρούς ερωμένους του), πως ήταν κάτι το συνηθισμένο, ύστερα από τις νεανικές τάσεις ευχαρίστως «κοριτσίστικες», να στρέφει κανείς την προτίμησή του μάλλον προς τις γυναίκες, τότε μπορούμε ωραιότατα να πούμε ότι ήταν «αμφοτεροφιλόφιλοι». Αν, όμως, θέλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στον τρόπο με τον οποίο στοχάζονταν τη διπλή αυτή πρακτική, τότε παρατηρούμε ότι δεν την αντιλαμβάνονταν σαν δυο είδη «επιθυμίας», «δυο ορμές» διαφορετικές ή ανταγωνιστικές που μοιράζονται την καρδιά ή τις ορέξεις των αντρών. Μπορούμε να μιλάμε για τη «αμφισεξουαλικότητά» τους αναλογιζόμενοι την ελεύθερη επιλογή τους μεταξύ των δυο φύλων· όμως η δυνατότητα αυτή δεν αναγόταν σε μια διττή δομή, αμφιρρεπή και «αμφισεξουαλική» του πόθου. Η άποψη τους ήταν πως αυτό που μας κάνει να ποθούμε έναν άντρα ή μια γυναίκα είναι απλούστατα η σφοδρή επιθυμία που έχει η φύση εμφυσήσει στην καρδιά του ανθρώπου για εκείνους που είναι «ωραίοι» όποιο και αν να ’ναι το φύλο τους.[1] 

Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας: 2. Η χρήση των απολαύσεων

[ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΠΑ, 2003, σ. 219-221]





[1] Πάνω στο θέμα αυτό, βλ., K. J. Dover, «Η ομοφυλοφιλία στους αρχαίους Έλληνες», σ. 88.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου