Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Σικελική εκστρατεία: η ύβρις των Αθηναίων

Η πρώτη επέμβαση των Αθηναίων στο νησί έγινε την περίοδο 427-424. Οι παρατηρήσεις του Θουκυδίδη σχετικά με αυτή την πρώτη εκστρατεία αποδεικνύουν για ακόμα μια φορά το βάθος της σκέψης του: οι Αθηναίοι έστειλαν πλοία για να εμποδίσουν το σικελικό σιτάρι να φτάσει στην Πελοπόννησο και ταυτόχρονα για να κάνουν μια πρώτη δοκιμή, ένα τεστ (πρό πειρα) προκειμένου να δουν αν θα ήταν δυνατό να καταλάβουν τη Σικελία (Ιστορία, Γ΄, 86.4). […] Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε εδώ το ότι ο Θουκυδίδης γνωρίζει καλά το στοιχείο που Freud θα το αποκαλέσει υπερκαθορισμό των ανθρώπινων πράξεων. Στη φυσική μια αιτία προκαλεί ένα αποτέλεσμα, και δεν χρειάζεται να ψάξουμε περισσότερο. Ο υπερκαθορισμός των ανθρώπινων πράξεων σημαίνει ότι κάποιο πράγμα συμβαίνει για περισσότερους από ένα λόγους, όχι αναγκαστικά ορθολογικούς, όπως στο όνειρο ένα στοιχείο αντιπροσωπεύει πολλά πράγματα ταυτοχρόνως. Η επιθυμία τους να εκστρατεύσουν στη Σικελία περιλαμβάνει εντελώς ορθολογικά στοιχεία, τα οποία μπορούν να αναχθούν σε ζητήματα στρατηγικής και είναι δικαιολογημένα – πολεμάμε τους Σπαρτιάτες, πρέπει λοιπόν να τους εμποδίσουμε να τροφοδοτηθούν με σιτάρι από τη Σικελία· σκέφτονται όμως ότι ίσως θα μπορούσαν επίσης να κατακτήσουν το νησί. Και εδώ, μπορεί μεν να μην βυθίζονται στον άκρατο ανορθολογισμό, αλλά ενταφιάζουν εν πάση περιπτώσει τη στρατηγική του Περικλή, κατά τον οποίο οι Αθηναίοι δεν έπρεπε να προσπαθήσουν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη διάρκεια του πολέμου.

Αυτοί, εντούτοις αποφασίζουν το 416 να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία, η οποία κατέληξε στη σχεδόν ολοσχερή καταστροφή του στόλου και του στρατού τους. […] Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι μόνο μια αλληλουχία απρόβλεπτων στοιχείων ανέτρεψε την όλη υπόθεση· μπορεί επίσης να σκεφτεί, όπως ο πολύ συνετός Νικίας, ότι η επιχείρηση ήταν πολύ παρακινδυνευμένη. Τα επιχειρήματά του δεν ήταν αβάσιμα: ακόμα και αν υποθέταμε ότι η εκστρατεία θα ήταν νικηφόρα, πως θα μπορούσαν να κρατηθούν σε ένα νησί τόσο εκτεταμένο και τόσο μακρινό, ποιο θα ήταν το προσδοκώμενο όφελος; (ΣΤ΄, 11.1) όμως δεν τον ακούν, και εκείνος δεν τολμά να αντικρούσει κατά μέτωπο τη γνώμη της πλειονότητας. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε σε μια καμπή. Κατά τον Finley, η αποτυχία της εκστρατείας δεν ήταν αναπόφευκτη. Πράγματι, υπεισέρχονται και εδώ τα τυχαία γεγονότα και το παρά λογον του πολέμου.

Όταν ο αθηναϊκός στόλος φτάνει στη Σικελία, βρίσκεται τουλάχιστον ένας στρατηγός, ο Λάμαχος, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρέπει να εφορμήσουν εναντίον των Συρακουσών και να επωφεληθούν από τον αιφνιδιασμό· καθώς όμως είναι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη (ΣΤ΄, 49), αυτή η στρατηγική, η οποία ήταν πιθανώς σωστή, δεν εφαρμόστηκε. Ας υποθέσουμε όμως ότι εφαρμόζονταν. Και μετά; Η κατάκτηση, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε καθόλου προοπτική, και αυτό από καθαρά στρατηγική άποψη και ανεξάρτητα από κάθε άλλη πολιτική ή ηθική θεώρηση. Εδώ ακριβώς ψηλαφούμε το κύριο τραγικό στοιχείο της υπόθεσης, την ύβριν των Αθηναίων. Πέφτουν στην παγίδα αυτού που στο σημερινό αγγλοσαξονικό στρατιωτικό ιδίωμα αποκαλείται overextension: […] Υπάρχουν όρια, και στην υπόθεση της Σικελίας δεν χωρά αμφιβολία ότι ξεπεράστηκαν.

Ας επανέλθουμε στον πρώτο λόγο του Νικία στην αρχή του βιβλίου ΣΤ΄ (9-14). Η Εγέστα, μια σικελική πόλη, ζητά τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον του γειτονικού της Σελινούντα. Η υπόθεση προκαλεί παθιασμένο ενδιαφέρον στην Αθήνα, όπου βασιλεύει κλίμα ευφορίας. Ό,τι  κάνουν στέφεται από επιτυχία· νίκησαν στον Δεκαετή πόλεμο, το πρώτο μέρος του πολέμου το οποίο λαμβάνει τέλος το 421· η πόλη ακμάζει και οι πολίτες πιστεύουν ότι τα πάντα είναι δυνατά. Η συνέλευση ψήφισε ήδη την αποστολή εξήντα πλοίων υπό την αρχηγία του Αλκιβιάδη, του Νικία και του Λαμάχου. Στη συνέχεια, θα γίνει δεύτερη συνάθροιση. […] Ο πρώτος λόγος του Νικία δεν είναι ασφαλώς ισάξιος του Επιτάφιου, αλλά είναι καλά δομημένος: πρόκειται για υπενθύμιση των θεμελιωδών στοιχείων της στρατηγικής του Περικλή. Αν αποτύχουμε ή συναντήσουμε δυσκολίες στη Σικελία, οι εχθροί μας θα ξαναρχίσουν τις εχθροπραξίες. Θα έπρεπε μάλλον να ασχοληθούμε με τους Χαλκιδείς ή άλλους οι οποίοι αποστάτησαν· μια νίκη μας δεν θα εξασφαλίσει την εξουσία μας σε μακρινούς και πολυπληθείς λαούς. Ακολουθεί μια παρατήρηση, όπου γίνεται λόγος για ψυχολογία: «Για εμάς, αντιθέτως, απέναντι στους εκεί  Έλληνες, το καλύτερο για να τους εντυπωσιάσουμε θα ήταν να μην εμφανιστούμε επιτόπου ή, το πολύ, να επιδείξουμε τις δυνάμεις μας και να επιστρέψουμε αμέσως (κανένας δεν αγνοεί ότι τίποτε δεν εντυπωσιάζει τόσο όσο αυτό που είναι μακριά και του οποίου η φήμη δεν έχει δοκιμαστεί πολύ)· αν όμως μας συμβεί η παραμικρή αποτυχία, αμέσως θα μας αψηφήσουν και θα μας ορμήσουν μαζί με τους εδώ Έλληνες – αυτή ακριβώς είναι η δική σας περίπτωση σήμερα, Αθηναίοι, απέναντι στους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους: έχοντας υπερισχύσει πέραν πάσης προσδοκίας απέναντί τους και παρά τους αρχικούς σας φόβους, ιδού που φτάσατε να τους περιφρονείται, ώστε να στρέφετε τις βλέψεις σας στη Σικελία» (ΣΤ΄, 11.4-5).

Και μια ιδιαίτερα επίκαιρη άποψη: για τη φήμη σας, η απουσία είναι ότι καλύτερο· προσπαθήστε να μην εμφανιστείτε, να αποχωρήσετε κ.λπ., κυρίως δεν είναι αναγκαίο να κάνετε εντυπωσιακές πράξεις. Εντούτοις, υπερισχύει ο λόγος του Αλκιβιάδη. Εξάλλου, οι Αθηναίοι ήταν ήδη πεπεισμένοι· ο καθένας είχε τους λόγους του και όλοι ήταν εξίσου ενθουσιώδεις. Η ειρωνεία και αυτήν ακόμα την ιστορία, είναι ότι ο Νικίας προσπαθεί με τον δεύτερο λόγο να κάνει τους Αθηναίους να υποχωρήσουν, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι θα χρειαστούν ακόμα πιο σημαντικά μέσα για να επιτύχει αυτή η επιχείρηση. Οι Αθηναίοι τα παραχωρούν – και το τίμημα θα είναι βαρύτερο (ΣΤ΄, 16-26).

Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Τόμος Γ΄: Θουκυδίδης, η ισχύς και το δίκαιο 

[Εκδόσεις Κριτική, 2011, σελ. 357-361]

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω»

[…] ο Ντεκάρτ (1596-1650), (είναι) ο πατέρας της υποκειμενικής και ιδεαλιστικής παράδοσης της σύγχρονης φιλοσοφίας

Για τους Γάλλους οπαδούς του αλλά και για τους Άγγλους αντιπάλους του, η κύρια ιδέα του Ντεκάρτ ήταν η υπεροχή της συνείδησης – η φαινομενικά προφανής θέση του ότι η νόηση γνωρίζει τον εαυτό της πιο άμεσα από όσο μπορεί να γνωρίσει οτιδήποτε άλλο· ότι γνωρίζει τον «εξωτερικό κόσμο» μόνο από το αποτύπωμα που αφήνει αυτός πάνω στη νόηση μέσα από τις αισθήσεις και την αντίληψη· ότι, κατά συνέπεια, κάθε φιλοσοφία (αν και οφείλει να αμφιβάλλει για όλα τα άλλα) πρέπει να έχει ως αφετηρία την ατομική νόηση και τον εαυτό, και να διατυπώνει το πρώτο της επιχείρημα με τρεις λέξεις: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» (Cogito, ergo sum). […] 

Nill Durant, Η περιπέτεια της Φιλοσοφίας 
[Μεταίχμιο, 2012, σελ. 197]

* * *
[…] σε όλο του το έργο, η αλήθεια επιβάλλεται ως κάτι το προφανές που δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, μόλις την ανταμώσουμε εν πλήρει διαυγεία. Το σφάλμα είναι συνέπεια σπουδής: είπαμε «ναι» πάρα πολύ γρήγορα σε μια απεικόνιση που δεν ήταν ακόμη σαφής και ξεκάθαρη. Απομένει να αναρωτηθούμε: ποια διαπίστωση, λοιπόν, είναι επαρκώς σαφής και ξεκάθαρη ώστε να μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα, να δηλώσουμε πως είναι αληθής; Κρίσιμο ερώτημα, διότι θα μπορούσε, στο κάτω κάτω, να μην υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε που να είναι απολύτως βέβαιο – περίπτωση στην οποία θα έπρεπε να παραιτηθούμε από τη γνώση, από την αλήθεια, από τη φιλοσοφία.

Σε τούτη την αναζήτηση για την ανεύρεση τουλάχιστον μιας αδιαμφισβήτητης αλήθειας, ο Καρτέσιος επιδίδεται στη μεγέθυνση ισχύος της αμφιβολίας. Καλή μέθοδος: όσο πιο ισχυρή είναι η αμφιβολία τόσο πιο στέρεο θα είναι αυτό που θα της αντισταθεί – αν κάτι μπορέσει να αντέξει. Είτε όλα βυθίζονται στην αβεβαιότητα είτε ένας βράχος παραμένει ένα σταθερό σημείο που θα μπορούμε να το λέμε ακλόνητο. […]

Έστω και αν η σκέψη μου κατευθύνεται, εξαπατώμενη ακόμη και στον ύπνο μου, έστω και αν ο εξωτερικός κόσμος δεν υπάρχει και το κορμί μου είναι μια αυταπάτη, απομένει ως απολύτως βέβαιο ότι το σκέπτομαι. Σκέπτομαι ίσως λανθασμένα και εν ονείρω, ωστόσο σκέπτομαι (cogito, στα λατινικά)· αυτό είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο, μιας απόλυτης βεβαιότητας.

Το θέμα, λοιπόν, είναι να αρχίσουμε με τη διάλυση του κόσμου –να θέσουμε τα πάντα εν αμφιβόλω μέχρι τη μυστικότητα της σκέψης- κινδυνεύοντας να δούμε τα πάντα να σκοτεινιάζουν και να καταρρέουν δια παντός. Και πάνω σε μια μόνο αλήθεια –«σκέπτομαι»- που εμφανίζεται ως άφθαρτη, αναλλοίωτη, η οποία όμως καταρχήν είναι μόνο σημειακή και σποραδική, θα χρειαστεί να ανοικοδομήσουμε τα πάντα. Θα χρειαστεί να αφαιρέσουμε τον Θεό, τη δυνατότητα να γνωρίζουμε την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, την πραγματικότητα του σώματος, τη διάκριση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Ο Καρτέσιος κρατά το βράχο που αναζητούσε. Απάνω σ’ αυτή την πέτρα χτίζει τη φιλοσοφία του.

Ροζέ – Πολ Ντρουά, Το βιβλίο της Φιλοσοφίας
[Εκδόσεις Ψυχογιός, 2009, σελ. 161-163]

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ο Ουμπέρτο Έκο για τον ανόητο και τον βλάκα

"... Ο ανόητος είναι περιζήτητος, ιδίως στις κοσμικές συγκεντρώσεις. Φέρνει τους πάντες σε αμηχανία, μα προσφέρει ευκαιρίες για σχόλια. Στη θετική μορφή του είναι διπλωματικός. Μιλάει εκτός θέματος ακόμη και για τις γκάφες των άλλων, στρέφοντας αλλού τη συζήτηση. Ωστόσο δεν μας ενδιαφέρει, δεν είναι ποτέ δημιουργικός, μηρυκάζει, επομένως ποτέ δεν έρχεται να φέρει χειρόγραφα σ’ έναν εκδοτικό οίκο. Ο ανόητος δεν λέει ότι η γάτα γαβγίζει, μιλάει για τη γάτα όταν οι άλλοι μιλούν για το σκύλο. Λαθεύει στους κανόνες της συζήτησης, κι όταν λαθεύει ωραία είναι υπέροχος. Νομίζω ότι πρόκειται για απειλούμενο είδος, είναι φορέας κυρίως αστικών αρετών. […]

"Και ο βλάκας;"

"Α! Ο βλάκας δεν κάνει λάθη συμπεριφοράς. Κάνει λάθος συλλογισμούς. Είναι αυτός που λέει ότι όλοι οι σκύλοι είναι κατοικίδια και όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν, όμως και οι γάτοι είναι κατοικίδια ζώα, επομένως γαβγίζουν. Ή ότι όλοι οι Αθηναίοι είναι θνητοί, όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά είναι θνητοί, επομένως όλοι οι κάτοικοι του Πειραιά είναι Αθηναίοι".

"Πράγμα που ισχύει".

"Ναι, αλλά συμπτωματικά. Ο βλάκας μπορεί να πει και κάτι σωστό, όμως για λανθασμένους λόγους".

Πηγή: CNN Greece

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Ο Φάουστ πριν τον Γκαίτε

Ο Φάουστ του Γκαίτε υποβαστάζεται από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και τη γενική αναταραχή των πνευμάτων που έφερε στη Γερμανία η θρησκευτική μεταρρύθμιση του Λουθήρου. Ο μύθος λοιπόν για τον Φάουστ γεννήθηκε δυο αιώνες πριν γεννηθεί ο Γκαίτε. Η παράδοση αυτή συγκεντρώθηκε από έναν Λουθηρανό του δέκατου έκτου αιώνα στη λεγόμενη λαϊκή φυλλάδα για τον δόκτορα Φάουστ η οποία δημοσιεύτηκε στη Φρανκφούρτη το 1587. Τον αιώνα ακριβώς αυτό έζησε και ο παράξενος άνθρωπος που λέγονταν δόκτωρ Φάουστ. Ο μύθος για τον Φάουστ, όπως και οι μύθοι για τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, τον αιώνιο Ιουδαίο και τον Δον Ζουάν, ανήκουν στην κατηγορία εκείνων των μύθων που ονομάζονται μύθοι της ψυχής. […] Είναι μυθολογήματα με κοσμοπλαστική σημασία. Για να γίνει όμως μια ανθρώπινη μορφή σύμβολο των μεγάλων προβλημάτων που συγκλονίζουν κάθε άνθρωπο, πρέπει να είναι προικισμένη με εξαίρετα χαρίσματα και με δυνάμεις δαιμόνιες, που διεγείρουν την φαντασία του λαού η οποία μεταπλάθει τη συγκεκριμένη μορφή σε σύμβολο. Έτσι και ο δόκτωρ Ιωάννης Φάουστ ήταν ένα ιστορικό, πραγματικό πρόσωπο, που έζησε τον δέκατον έκτον αιώνα. […]

Σ’ αυτόν τον αιώνα σπάζει και ο ισχυρότερος δεσμός που κρατάει τον Μεσαίωνα ως πνευματική ενότητα, σπάζει η ενιαία καθολική θρησκεία. […] Η μορφή όμως του αιώνα αυτού που έμελλε να συγκεντρώσει μέσα της σχεδόν όλα τα στοιχεία του ανθρώπινου τύπου, ο οποίος χαρακτηρίζει τον αιώνα αυτόν, είναι ο Φάουστ, ο αστρολόγος, ο μάντης, ο πλανόδιος, ο τολμηρός, το αχαλίνωτο τέλος πνεύμα, που κατέληξε να γίνει σύντροφος του διαβόλου και να του παραδώσει σώμα και ψυχή.

Εκτός από τη λαϊκή φυλλάδα, που περιέχει τα γεγονότα και τα τερατουργήματα του Φάουστ, υπάρχουν και ιστορικά πρόσωπα της εποχής εκείνης, τα οποία ομολογούν ότι είδαν τον μεγαλόστομο αυτόν άνθρωπο και ομιλούν με περιφρόνηση γι’ αυτόν. […] Ακόμη και στα πρακτικά του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης αναφέρεται το 1509 ένας Ιωάννης Φάουστ, ο οποίος γίνεται δεκτός σε διδακτορικές εξετάσεις. […] Δυνατός, αναιδής, φιλήδονος, μάγος, αλχημιστής, ερημοσπίτης, άστατος, ταραχοποιός, ιδού μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά του.

Η λαϊκή φυλλάδα για τον Φάουστ

Κατά τη λαϊκή φυλλάδα η οποία είναι γνήσιο γέννημα του προτεσταντικού πνεύματος ο Φάουστ ήταν γυιός ενός χωρικού και σπούδασε στην πόλη της Βιττεμβέργης. Έγινε πρώτα διδάκτωρ της θεολογίας. Αλλά, επειδή ήταν ανόητος και υπερήφανος, παράτησε την Αγία Γραφή και έκανε ζωή ανόσια και άθεη. Έπειτα πήγε στη Κρακοβία, που το πανεπιστήμιό της ήταν ξακουστό στη μαγεία, και εκεί ευρήκε πολλούς ομοίους του και εγνώρισε όλα τα χαλδαϊκά, περσικά και ελληνικά σύμβολα της μαγείας. […] «Γι’ αυτό ο άθεος αυτός άνθρωπος εξέπεσε από τον Θεό και δημιουργό του και έγινε σύντροφος του Σατανά και η πτώση του αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεγαλαυχία του, η απόγνωση του και το θράσος του να εξιχνιάσει τα πάντα και να τα βάλει με όλους, όπως οι τιτάνες για τους οποίους μας μιλάνε οι ποιηταί». Με τα ξόρκια της μαγικής του θέσης ο Φάουστ, έτσι αφηγείται η λαϊκή φυλλάδα, μια νύχτα μέσα σ’ ένα δάσος φέρνει μπροστά του τον ίδιο το Σατανά, ο οποίος του λέει: «έλα, όπου εγώ δεν θέλω να πάω, εκεί θα στέλνω εσένα». […] Όταν το πρωί εγύρισε ο Φάουστ στο σπίτι του, προσκάλεσε με τα μάγια του τον Σατανά μέσα στο δωμάτιό του και άρχισε την πρώτη συζήτηση μαζί του. Έπειτα από τρεις συζητήσεις που είχε ο Φάουστ με τον Σατανά, που το όνομά του είναι Μεφιστοφελής, ο Φάουστ παραδίδεται σ’ αυτόν και γράφει και υπογράφει το πρακτικό της παραδόσεώς του με το ίδιο του το αίμα. Το πρακτικό έχει ως εξής: «Εγώ ο Ιωάννης Φάουστ ομολογώ με το ίδιο μου το χέρι δημοσία το έγκυρο αυτής της επιστολής. Επειδή καταπιάστηκα να εξετάσω τα στοιχεία και επειδή από τα χαρίσματα που μου δόθηκαν άνωθεν δεν υπάρχει τέτοια δύναμη στο πνεύμα μου και επειδή αυτό που ζητώ δεν μπορώ να το μάθω από τους ανθρώπους, γι’ αυτό παραδόθηκα στο παρών πνεύμα, που λέγεται Μεφιστοφελής, και είναι υπηρέτης του διαβολικού ηγεμόνα, του Εωσφόρου. Και τον διάλεξα αυτόν για να με πληροφορήσει και να μου τα μάθει όλα αυτά. Αυτός εξάλλου μου υποσχέθηκε να μου είναι σε όλα υποτακτικός και υπάκουος. Απέναντι σ’ αυτό του υπόσχομαι εγώ πάλι να του παραδοθώ για είκοσι τέσσερα χρόνια και να έχει εξουσία πάνω μου για όλα, για ψυχή, σάρκα, αίμα και βιος. Προς τον σκοπόν αυτόν αρνούμαι όλους που ζουν, όλες τις στρατιές του ουρανού και όλους τους ανθρώπους. Για να έχει το πιστοποιητικό τούτο μεγαλύτερο κύρος το έγραψα και το υπέγραψα με το ίδιο μου το αίμα. Ιωάννης δρ. Φάουστους».    

Ο Φάουστ έχει μαζί του και έναν σπουδαστή ως βοηθό του, τον παράτολμο και γαστρονόμο Βάγκνερ, τον οποίον ο Γκαίτε έπειτα θα μεταπλάσει σε ένα στενοκέφαλο σπουδαστή, που θα αποτελεί την ειρωνική σκιά του τιτανικού ανθρώπου. […] Ημέρα και νύχτα ζει τώρα ο Φάουστ μια ζωή επικούρεια, γιατί πιστεύει ότι ψυχή και σώμα πεθαίνουν μαζί. […] Ο Φάουστ ενδιαφέρεται να μάθει τι είδους πνεύμα είναι ο Μεφιστοφελής και πως ο αρχηγός του, ο Εωσφόρος, εξέπεσε από τον ουρανό. Ο Μεφιστοφελής είναι ένα από τα πνεύματα που έχει ο Εωσφόρος στη διάθεσή του. Ο  Εωσφόρος πάλιν είδε όλα τα έργα και τα δημιουργήματα του Θεού στον ουρανό, ήταν κάποτε κι αυτός ένας όμορφος άγγελος, αλλά εξέπεσε, γιατί ήταν υπερόπτης και κατέληξε στην κόλαση. Εκεί και όλα τα υπηρετικά μικρότερα πνεύματα του Εωσφόρου. «Εμείς οι διάβολοι όμως δεν γνωρίζουμε πως είναι καμωμένη η κόλαση, γιατί αυτή δεν έχει τέλος ούτε πυθμένα. Η κόλαση, η κατοικία μας, περιέχει τόσα πολλά μέσα της, όσος είναι όλος ο κόσμος».

Το δεύτερο μέρος της λαϊκής φυλλάδας

Το δεύτερο μέρος της λαϊκής φυλλάδας περιέχει ομιλίες του Φάουστ για το σύμπαν, για τη γη και περιγράφει τις οπτασίες και τις πεποιθήσεις του Φάουστ. Αφηγείται πως ο αστρονόμος ή αστρολόγος Φάουστ, […] έκαμε ένα ημερολόγιο και ότι τα έργα του τα επαινούσαν όλοι οι μαθηματικοί της εποχής. Στο ημερολόγιό του προέλεγε τι ακριβώς θα συμβεί και πότε θα συμβεί […] Όταν τελείωσε το ημερολόγιο του, ερώτησε τον σύντροφό του, τον Μεφιστοφελή, ποια είναι η γνώμη του για την αστρολογία. Ο Μεφιστοφελής του απάντησε ότι όλοι οι άνθρωποι και όλοι οι ουρανοσκόποι δεν μπορούν να εξιχνιάσουν τίποτε, γιατί τα έργα του Θεού είναι κατά βάθος απόκρυφα. Όταν ο Φάουστ ζητά να του ειπεί πως ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο, ο Μεφιστοφελής του απαντά: «ο κόσμος, φίλε μου Φάουστ, είναι αγέννητος και άπειρος. Έτσι και το ανθρώπινο γένος είναι από καταβολής κόσμου και δεν έχει αρχή και τέλος. […]

Ύστερα από οχτώ χρόνια που ο Φάουστ τα πέρασε στη σπουδή, μάθηση και έρευνα, εκάλεσε τον Μεφιστοφελή να το φέρει μπροστά του Εωσφόρο τον ίδιο. Όμως ο Εωσφόρος δεν ήλθε, αλλά παρουσιάστηκε ο Βελζεβούλ, ο οποίος ερώτησε τον Φάουστ τι θέλει. Τότε ο Φάουστ του λέει ότι θέλει ένα από τα πνεύματα να τον οδηγήσει κατ’ ευθείαν στην κόλαση και, αφού ίδει την ποιότητα, τη βάση και την ουσία της, να τον ξαναφέρει στον κόσμο. Τα μεσάνυχτα ξαναπαρουσιάζεται ο Βελζεβούλ και προτείνει στον Φάουστ να τον οδηγήσει στην κόλαση. Έπειτα από τα φρικτά θεάματα που είδαν τα μάτια του στην κόλαση, γυρίζει ο Φάουστ στον κόσμο και καταγράφει τα όσα είδε. […]

Τον δέκατο πέμπτο χρόνο της συμφωνίας του με τον Μεφιστοφελή ο Φάουστ καλεί τον σύντροφό του να τον συνοδέψει σε ένα ταξίδι που θέλει να κάνει στις σπουδαιότερες χώρες και πόλεις […]   

Το τρίτο μέρος της λαϊκής φυλλάδας

Το τρίτο και τελευταίο μέρος της λαϊκής φυλλάδας περιγράφει διάφορα μαγικά γοητεύματα που έκαμε ο Φάουστ σε διάφορες βασιλικές αυλές της Ευρώπης και τέλος τον τραγικό και άθλιο θάνατο του Φάουστ. […] Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρωμε εδώ όλες αυτές τις μαγείες του Φάουστ. Μία όμως αξίζει να την μνημονεύσουμε, γιατί αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο Γκαίτε, για να συνθέση το δεύτερο μέρος του Φάουστ. Ήταν Κυριακή του Θωμά. Ο Φάουστ είχε καλέσει σπίτι του πολλούς σπουδαστάς σε συμπόσιο. Όταν άρχισαν να πίνουν, είπε κάποιος ότι ήθελε να ιδή «την ωραία Ελένη από την Ελλάδα που γι’ αυτήν καταστράφηκε η Τροία». Ο Φάουστ δέχθηκε να τους την παρουσιάση. Εβγήκε για λίγο έξω «και όταν ξαναγύρισε τον ακολουθούσε η Βασίλισσα Ελένη και ήταν τόσο όμορφη, ώστε οι σπουδασταί δεν ήξεραν, αν είναι πια στα σύγκαλά τους ή όχι. Τόσο ταραγμένοι και αναμμένοι ήταν». […] Το θέαμα άναψε τον έρωτα μέσα στις ψυχές των σπουδαστών, αλλά, επειδή εγνώριζαν ότι ήταν πνεύμα, συγκρατήθηκαν. Όμως παρακάλεσαν τον Φάουστ να τους ξαναπαρουσιάσει την Ελένη την αυριανή ημέρα, οπότε θα έφερναν ένα ζωγράφο να την ζωγραφίση. Ο Φάουστ αρνείται με τη δικαιολογία, ότι δεν μπορεί πάντοτε να ξυπνά το πνεύμα της, αλλά θα τους δώση, λέει, μια εικόνα της και απ’ αυτήν μπορούν να την ζωγραφίσουν.

Κατά τη λαϊκή φυλλάδα ο Φάουστ εδίδαξε ως καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Βιττεμβέργης και της Ερφούρτης, όπου έμεινε πολλά χρόνια και έκαμε πολλές μαγείες. […]

Τον εικοστό τρίτο χρόνο αφ’ είχε παραδοθή στο Μεφιστοφελή ο Φάουστ επόθησε ο ίδιος την Ελένη και παρακάλεσε τον σύντροφό του να του τη φέρη. Η καρδιά του αιχμαλωτίστηκε τόσο απ’ αυτήν, ώστε την κράτησε μαζί του. Από την Ελένη ο Φάουστ έκαμε έναν γυιό, τον Justus Faustus. […] Όταν πέρασαν τα είκοσι τέσσερα και έφθασε η τελευταία εβδομάδα, παρουσιάστηκε ο Μεφιστοφελής, του έδειξε το συμφωνητικό, που είχε ο ίδιος με το αίμα του γράψει και υπογράψει, και του είπε ότι θάρθη την τελευταία νύχτα αυτής της εβδομάδας να του πάρει το σώμα. Ο Φάουστ δειλιάζει, οπότε ο Μεφιστοφελής του λέει: «Θα χάσεις βέβαια το σώμα σου, αλλά θα περάσει καιρός πολύς ώσπου να κριθείς». Ο Φάουστ τότε εκάλεσε πολλούς συναδέλφους του και σπουδαστάς σε ένα χωριό έξω απ’ την Ερφούρτη, όπου έφαγαν όλοι μαζί και διασκέδασαν. Τότε ο Φάουστ τους παρακαλεί να μείνουν και να φάνε και τη νύχτα μαζί του, γιατί έχει να τους ειπή κάτι σπουδαίο. Οι φίλοι του αποφάσισαν να μείνουν και τότε ο Φάουστ τους είπε: «αγαπητοί μου, έμπιστοί μου κύριοι, ο λόγος που σας κάλεσα είναι ότι εσείς από χρόνια τώρα γνωρίζεται τι είδους άνθρωπος είμαι, ότι είμαι έμπειρος στη μαγεία και στις άλλες τέχνες. Όμως αυτές οι τέχνες έρχονται από τον διάβολο και σ’ αυτήν τη διαβολική χαρά δεν με έφερε κανείς άλλος παρά η κακή συντροφιά καθώς και η ανάξια σάρκα μου, η άθεη βούλησή μου και οι υψιπετείς διαβολικές σκέψεις μου. Τα είκοσι τέσσερα χρόνια πέρασαν και τώρα ήλθε η ώρα να παραδώσω σώμα και ψυχή. Σας παρακαλώ λοιπόν να χαιρετίσετε όλους τους δικούς μου και όλους όσους μου έδειξαν εύνοια και, αν σε τίποτα σας έβλαψα, να μη μου το κρατήσετε, αλλά να με συγχωρήστε. Όσο για τις περιπέτειες και τις μαγείες που έκαμα όλα αυτά τα εικοσιτέσσερα χρόνια, θα τις ευρήτε όλες γραμμένες από μένα. Και το φρικτό μου τέλος να το έχετε σαν παράδειγμα σε όλη σας τη ζωή. Και να μην αφήσετε από το νου σας ποτέ τον Θεό και να τον παρακαλέσετε να σας προστατεύη από την πανουργία και την απάτη του Σατανά.»

Όταν την άλλη μέρα οι σπουδασταί επήγαν στο δωμάτιο του Φάουστ, δεν τον ευρήκαν. Ευρήκαν όμως το δωμάτιό του γεμάτο αίματα […] Τέλος ευρήκαν το σώμα του έξω πεταμένο επάνω στην κόπρο […] Οι καθηγηταί και σπουδασταί τον έθαψαν στο χωριό εκείνο. Όταν γύρισαν στη Βιττεμβέργη στο σπίτι του Φάουστ ευρήκαν αυτήν τη φυλλάδα, την ιστορία του δόκτορος Φάουστ, που την έγραψε ο ίδιος, εκτός από το μέρος που περιγράφει το τέλος του. Το τέλος το περιέγραψαν οι μαθηταί του και το πρόσθεσαν στη φυλλάδα. Κατά βάθος ο δρ. Φάουστ είναι ο σκοτεινός αντίπαλος του δόκτορος Λουθήρου. Το καινούργιο χριστιανικό πνεύμα που επήγασε από τη Μεταρρύθμιση του Λουθήρου δεν είναι μόνο αντιπαπικό, αλλά χτυπάει την αμαρτία, την ακολασία και την ύβρη, οπωσδήποτε και οπουδήποτε εκδηλώνεται. Κάθε αμαρτία είναι αξιοκατάκριτη. Πιο πολύ όμως απ’ όλες είναι η μαγεία, η τέχνη του Φάουστ. […]

Η λαϊκή φυλλάδα και το έργον του Χριστόφορου Μάρλοου για τον Φάουστ

Η ιδιαίτερη όμως αξία της λαϊκής φυλλάδας για τον Φάουστ είναι ότι εκράτησε  ζωντανή μέσα στη μνήμη του γερμανικού λαού την παράδοση για τον παράδοξο και παράτολμο άνθρωπο της εποχής εκείνης, ο οποίος κατέχεται από την άπληστη τάση να εξιχνιάση τα μυστικά του κόσμου. Οι εκδόσεις της λαϊκής φυλλάδας διαδέχονται η μια την άλλη κατά τον δέκατον έκτο αιώνα και το σπουδαιότερο είναι τότε κιόλας μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες. Έτσι ένας νέος ποιητής της εποχής εκείνης στην Αγγλία, ο μεγάλος πρόδρομος του Σαίξπηρ, ο Χριστόφορος Μάρλοου (1563 – 1593) ενθουσιάζεται τόσο πολύ από τη μορφή του Φάουστ, ώστε πρώτος αυτός εδραματούργησε την παράδοση. Ο τίτλος του έργου του είναι «Η τραγική ιστορία του δόκτορος Φάουστ. […] Στο δράμα που έκαμε ο Μάρλοου για τον Φάουστ παρουσιάζεται ζωηρότατα ο άνθρωπος της Αναγέννησης, ο οποίος ζητεί να παραμερίσει τη σχολαστική παιδεία του Μεσαίωνος, και δεν διστάζει κινούμενος από τον άσβεστο πόθο για πραγματική γνώση της ζωής και του κόσμου να κλείση συμφωνία με τον διάβολο. […] Ο Φάουστ του Μάρλοου διψάει για δύναμη και για να αποκτήση αυτήν τη δύναμη παραδίδεται στον Μεφιστοφελή. Ό,τι είχε κηρύξει ο σύγχρονός του Άγγλος φιλόσοφος Βάκων (1561 – 1626), τούτο είναι και εδώ το όνειρο του φάουστ, η δύναμη. Και η γνώση αξίζει μόνον για τη δύναμή της. […]  

Ο Φάουστ και ο Λέσσινγκ (1729 – 1781)

[…] Ο Λέσσινγκ είναι ο πρώτος που καταπιάνεται στον αιώνα του με τη δραματοποίηση της ιδέας του Φάουστ. Παλεύει σχεδόν όλη του τη ζωή με την ύλη αυτήν, αλλά μόνον μερικές σκηνές εσχεδίασε. Όμως ο ήρως του δράματος, ο Φάουστ, αποκτά τώρα βαθύτερο περιεχόμενο. Ο όλος πολιτισμός της χώρας αυτής έχει πια ωριμάσει. Από το επικό του στάδιο το πνεύμα προχώρησε βαθύτερα στον εαυτό του, όπως τούτο φαίνεται ήδη από τη μουσική του δεκάτου εβδόμου και δεκάτου ογδόου αιώνα. Η Μεταρρύθμιση ήταν το πρώτο βήμα του γερμανικού πνεύματος. Η μουσική ήταν το δεύτερο και τώρα ακολουθεί η τέχνη του λόγου την οποία θα συνοδεύση η φιλοσοφία. Ο Λέσσινγκ όμως δεν ήταν καθόλου φαουστικός άνθρωπος. Η ποίησή του είναι περισσότερο λογική παρά μυθική. […] Ο Λέσσινγκ ήταν πρόδρομος του Γκαίτε, όπως ο Μάρλοου ήταν πρόδρομος του Σαίξπηρ […].

Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Ο Φάουστ του Γκαίτε 

[ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ της «ΕΣΤΙΑΣ», 2012, σελ. 16-29]

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Μαθηματικά και καζίνο

Οι μαθηματικοί διατηρούν από αιώνες στενές σχέσεις με τα τυχερά παιχνίδια. Ας θυμηθούμε μόνο τον Pascal! Ακόμη, δεν λείπουν και παίκτες, επαγγελματίες ή μη, που πιστεύουν ότι αυτή η επιστήμη μπορεί να δώσει την «καλή μέθοδο», αυτή που θα τους κάνει να κερδίσουν στο καζίνο, αφού πάντοτε έχουμε να κάνουμε με πιθανότητες. Για να δούμε λοιπόν τι συμβαίνει εδώ.

Θα ξεκινήσουμε από το πιο γνωστό πρόβλημα, εκείνο του διπλασιασμού του ποσού. Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: από μαθηματική άποψη, η μέθοδος διπλασιασμού του ποσού δεν ευσταθεί. Επιπρόσθετα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη στην πράξη. Ας δούμε λοιπόν μια κλασική περίπτωση στη ρουλέτα, που έχει 36 αριθμούς συν το μηδέν: ένας παίκτης ποντάρει σε κάποια από τις «απλές τύχες» (μαύρα/κόκκινα, ζυγά/μονά, μικρά/μεγάλα), που έχουν ίσες πιθανότητες, δηλαδή 18 αριθμούς, και κάθε φορά ανεβάζει το ποσό που παίζει: από x σε 2χ, 4χ, 8χ... Ας υποθέσουμε ότι την πρώτη φορά τοποθετεί χ και χάνει, αλλά κερδίζει την επόμενη φορά· τότε θα έχει κερδίσει συνολικά: 2χ - 1χ = χ. Αν τώρα χάσει χ, ύστερα 2χ και κερδίσει 4χ, θα έχει κερδίσει για άλλη μια φορά χ. Διατυπώνεται λοιπόν ο ισχυρισμός ότι υπάρχει εδώ μια αλάνθαστη μέθοδος για να κερδίζει κανείς. Ας υποθέσουμε ότι το χ ισούται με 1.000 φράγκα. Λέγεται λοιπόν ότι αν ο παίκτης ρισκάρει αυτό το ποσό στο ξεκίνημα, τότε θα το διπλασιάσει οπωσδήποτε, όταν έπειτα από κάποια παιχνίδια η τύχη θα γυρίσει με το μέρος του.

Θα πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η τύχη μπορεί να αργήσει να γυρίσει, και ότι, με αυτήν τη μέθοδο παιχνιδιού, θα πρέπει να διαθέτει κανείς υπέρογκο κεφάλαιο για να μπορεί να «περιμένει». Ας ξανακάνουμε τους υπολογισμούς με τα 1.000 φράγκα. Στην περίπτωση που ο παίκτης χάσει τέσσερις συνεχόμενες φορές, και κερδίσει μόλις την πέμπτη, πράγμα που στο κάτω κάτω δεν αποτελεί σπάνια περίπτωση, θα χρειαζόταν να έχει τουλάχιστον κεφάλαιο 31.000 φράγκων για να κερδίσει τελικά 1.000 φράγκα. Αφήνω στη διάθεση του αναγνώστη τον υπολογισμό του ποσού που απαιτείται αν η ατυχία του διαρκούσε είκοσι γύρους!

Τελειώνοντας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αν δεν κερδίσει με την πέμπτη φορά, θα χρειαστεί να παίξει 32.000 φράγκα την επόμενη φορά, και το διπλάσιο σε κάθε συμπληρωματικό γύρο, πράγμα αδύνατο, διότι το ποσό που επιτρέπεται να παιχθεί έχει κάποιο ανώτατο όριο. Επειδή όλα τα καζίνα του κόσμου έχουν ορίσει ανώτατο ποσό, είναι μάλλον εξωραϊσμένο αυτό που είπα, ότι δηλαδή η μέθοδος είναι επικίνδυνη. Για παρόμοιους λόγους, κανένα σύστημα διπλασιασμού του ποσού, όσο προσεγμένο και λεπτομερές και αν είναι, δεν μπορεί να θριαμβεύσει στο καζίνο.

Η μόνη «μέθοδος» που αξίζει είναι εντελώς διαφορετική. Στηρίζεται στο γεγονός ότι καμία ρουλέτα δεν είναι τέλεια, όπως άλλωστε και κανένας γκρουπιέρης (προφανώς δεν αναφέρομαι στην περίπτωση που ο γκρουπιέρης είναι ανέντιμος!). Εδώ η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του λόττο. Μπορεί λοιπόν να μελετήσει κανείς με το μάτι, εφόσον έχει την κατάλληλη εκγύμναση, τις συσχετίσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι ο γκρουπιέρης κουράζεται και αρχίζει αναπόφευκτα, κάποια στιγμή, να ρίχνει τη μπίλια με κάποια κανονικότητα. Θα πρέπει τότε να συνυπολογίσει και την ίδια τη ρουλέτα, που δεν μεταβάλλεται όταν αλλάζει ο γκρουπιέρης, δηλαδή ότι εξαιτίας των ατελειών της ενισχύει ορισμένες πιθανότητες έναντι κάποιων άλλων.

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ανακαλύψει κανείς συσχετίσεις ανάμεσα σε διάφορους αριθμούς: μπορεί να γνωρίζει, για παράδειγμα, ποια γειτονική περιοχή ευνοείται στην επόμενη κίνηση, αν τώρα έχει βγει το 6. Αν ανακαλύψω ότι μία φορά στις τρεις ευνοείται κάποιο έκτο της ρουλέτας, τότε από τους τριάντα έξι αριθμούς -με γρήγορο υπολογισμό, διότι οι αριθμοί δεν διατάσσονται στην τσόχα με τη σειρά που καταλαμβάνουν στη ρουλέτα- αρκεί να παίξω έξι ή επτά αριθμούς για να κερδίσω μία στις τρεις φορές, πράγμα που σε τελική ανάλυση κάνει το παιχνίδι κερδοφόρο.

Δεν πρόκειται βέβαια εδώ για μέθοδο διπλασιασμού του ποσού ούτε για καθαρά μαθηματικά, αλλά για μελέτη των ατελειών της ρουλέτας και του γκρουπιέρη, καθώς και για υπολογισμό των συσχετίσεων.

Πώς γίνεται λοιπόν να μη θεωρούμε τις επιτυχίες ορισμένων παικτών που τινάζουν την «μπάνκα» στον αέρα (συχνά και με χρήση υπολογιστών) ως περίτρανη εκδήλωση της «εξουσίας» των μαθηματικών; Εδώ θα αφήσω τον αναγνώστη να ονειρευτεί. Διότι τα μαθηματικά, όταν τα αντιληφθεί κανείς κατ' αυτόν τον τρόπο, δίνουν επίσης τη δυνατότητα να ονειρεύεσαι.

Moshe Flato, Η ισχύς των μαθηματικών 

[Εκδόσεις ΚΑΤΟΠΤΡΟ, 1993, σελ. 98-101]

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Πλάτων: η επιθυμία του αγαθού

Κάθε άνθρωπος επιθυμεί να είναι ευτυχής. Όταν πρόκειται να γνωρίσουμε την αλήθεια, κανένας δεν είναι τόσο εύστροφος, ώστε να φοβάται το σφάλμα σαν ένα κακό. Λίγο σχεδόν είμαστε «λυπημένοι» (Πολιτεία, V, 476 D) από τη φιλαυτία μας, όταν ο φιλόσοφος απαιτεί μόνος να περιορίζει μιαν αλήθεια για την οποίαν στο βάθος δεν έχουμε τι να κάνουμε. «Αλλά όταν πρόκειται για πράγματα αγαθά, κανείς δεν περιορίζεται να κατέχει μόνον φαινόμενα· αντίθετα, τα πραγματικά αγαθά όλος ο κόσμος αναζητά, χωρίς να αποδώσει καμιά αξία, μέσα σ’ αυτή την περιοχή, στο φαινόμενο» (Πολιτεία, VI, 505, D).

Είναι σαφές για όλους ότι η ευτυχία συνίσταται στο να κατέχουμε πολλά καλά (Ευθύδημος, 278, Ε) πράγματα: πλούτο, τιμή, εξουσία (αγαθά εξωτερικά)· υγεία, ομορφιά, δύναμη, επιδεξιοσύνη (αγαθά του σώματος)· θάρρος, χαρακτήρα, ευφυΐα (αγαθά της ψυχής) (Ευθύδημος, 279 A-B· Νόμοι, I, 631 B-C· V, 727α – 729α). Ας προσθέσουμε, ότι δεν πρόκειται να τα καθέξουμε. Τα πράγματα δεν είναι ωφέλιμα παρά για κείνον που τα χρησιμοποιεί και, ακριβέστερα για κείνον που τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει. Έτσι, όλα αυτά «τα αγαθά» δεν είναι, ακριβώς, ούτε καλά ούτε κακά· αυτά δεν γίνονται τέτοια παρά με τη χρήση, καλή ή κακή, που κάνουμε σ’ αυτά. Έτσι, κάθε φρόνιμη χρήση κατακτά μια γνώση. Ας πούμε, λοιπόν, στο τέλος του λογαριασμού, ότι δεν είναι καλό παρά η επιστήμη, δεν είναι κακό παρά η άγνοια (Ευθύδημος, 280 Β – 281 E). Η επιστήμη της ευτυχίας θα έπρεπε να μας διδάξει ταυτόχρονα και να αποκτούμε τ’ αγαθά και να τα χρησιμοποιούμε.

Που να βρούμε αυτή την επιστήμη; - Όλα τα επαγγέλματα, όλες οι μέθοδοι που γνωρίζουν, ν’ αποκτούν ή να παράγουν αγαθά, αγνοούν πώς να τα χρησιμοποιούν. Κυνηγοί και ψαράδες είναι υποχρεωμένοι να παραδώσουν τη λεία τους στο μάγειρο που μόνος γνωρίζει ν’ αντλήσει μέρος απ’ αυτή. Οι στρατηγοί είναι ικανοί να κατακτήσουν μια πόλη, αλλά μόνον ο πολιτικός γνωρίζει να εκμεταλλευτεί τις νίκες τους (Ευθύδημος, 288 D – 290 D). Για κάθε αντικείμενο, είναι μια μέθοδος παραγωγής (ή απόκτησης) και μια μέθοδος χρήσης και, κάθε φορά η μια υποτάσσεται στην άλλη· έτσι, ο ιππέας διδάσκει στο σιδηρουργό ή στο σαμαροποιό, τι πρέπει να είναι ένα καλό φίμωτρο, ή ένα καλό χαλινάρι, ο υφαντουργός καθοδηγεί την εργασία του κατασκευαστεί στις σαΐτες (Πολιτεία, Χ, 601· Κρατύλος, 390 Β). Τέχνες, επιστήμες, μέθοδοι ιεραρχούνται ανάλογα μ’ αυτό που η μια παράγει και που χρησιμοποιεί η άλλη, έως ότου να καταλήξουν σε κάποια υψίστη επιστήμη που θα δεσπόσει στο σύνολο των μεθόδων. 

Ποια είναι αυτή η «βασιλική επιστήμη»; (Ευθύδημος, 291 β 5· CΠολιτικός, 305 D2). Είναι βέβαιον ότι αυτή η επιστήμη, η πιο υψηλή, θα εφαρμοσθεί, όχι σ’ οποιοδήποτε αντικείμενο, όχι σ’ ένα οποιοδήποτε «αγαθό», αλλά στο ύψιστο αντικείμενο (αν υπάρχει). Γιατί όπως οι επιστήμες, τα πράγματα επίσης ιεραρχούνται τα μεν σε σχέση με τα δε. Όλα τα πράγματα δεν μας είναι πολύτιμα στον ίδιο βαθμό· υπάρχουν αυτά που τα επιθυμούμε σαν φάρμακα ή ακόμη σαν μέσα για άλλα αγαθά. Μπορούμε να διακρίνουμε επίσης τα αγαθά που αγαπούμε δι’ εαυτά και για τα πλεονεκτήματα που απ’ αυτά απορρέουν. Αλλά παρατηρώντας τα από κοντά, καταλαβαίνουμε ότι κάθε αγαθό τείνει περ’ από τον ίδιο τον εαυτό του, ότι καλεί μια επαύριον που για την προπαρασκευή της μπορεί να χρησιμεύσει, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να την αντικαταστήσει στη θέση της. Όλα αυτά τα αγαθά – «φαντάσματα» «απατούν» (Λύσις, 219 C) την επιθυμία μας· αναζητημένα «με την προοπτική» άλλων αγαθών, καλούν ένα τελευταίο αγαθό, αγαπητό δι’ εαυτό και σταθερό «τέρμα» (Λύσις, 219 C 6-7· βλέπε Ευθύδημος, 291 B 7-8) για τις περιπλανήσεις μας. Είναι σαφές ότι μόνον αυτό το υπέρτατον αγαθό θα μπορούσε να προσφέρει στη «βασιλική επιστήμη» ένα αντικείμενο αντάξιό της (Πολιτεία, II, 357 B· Γοργίας, 467 E· Λύσις, 218 D).

Δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για ευτυχία χωρίς να λογαριαστούμε με το χρόνο μέσα στον οποίο αυτή κατασκευάζεται. Μέσα στο χρόνο βάζουμε στη σειρά, τα μεν ύστερ’ από τα δε, τα εφήμερα αγαθά και εργαζόμεθα για την έλευση του τελικού αγαθού. Κι όσο λίγο και αν γνωρίζουμε ακόμη γι’ αυτό το ικανοποιητικό αγαθό, ευχόμαστε να είναι πάντα κοντά μας (Συμπόσιον, 206 A). Η επιθυμία της ευτυχίας θέλει την αιωνιότητα του αντικειμένου και την αθανασία του υποκειμένου. Ιδού ποιος, μια φορά επί πλέον, θέτει εκτός αγώνος τα ασταθή αγαθά, αγαθά εξωτερικά και αγαθά του σώματος. Φθαρτά, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν παρά μια ευτυχία περαστική σε θνητά όντα. Όταν μάλιστα θα είμαστε αθάνατοι, το βάθος της επιθυμίας μας δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με αυτά (Ευθύδημος, 289 B· Νόμοι, II, 661, B). Η ψυχή, αυτή, είναι αθάνατη. Καμιά αμφιβολία, ότι οι άλλοτε προορισμένες ψυχές να θεωρούν τον «υπερουράνιον χώρον», όπου ορθώνονται οι νοητές Ιδέες, δεν βρήκαν μια τέλεια ευτυχία σ’ αυτό «το ευτυχισμένο όραμα» (Φαίδρος, 247 C, 250 B 7). Αλλ’ έπειτα, αυτές έπεσαν μέσα σε θνητά σώματα, και δύσκολα θα πείσουμε το γεωμέτρη να αντλήσει μια επαρκή τέρψη στη σπουδή της Ιδέας του Κύκλου αν, αγνοώντας τον διαβήτη και το γνώμονα (εργαλεία ανακριβή, ως τόσο, και φθαρτά), δεν εγνώριζε ούτε να κατασκευάζει το σπίτι του, ούτε, σαν έλθει το βράδυ, να βρει το δρόμο για να επιστρέψει σ’ αυτό (Φίληβος, 62 A-C). Οι ανάγκες του ενσαρκωμένου όρου μας υποχρεώνουν να επιδιώξουμε χωρίς διακοπή τα «καλά πράγματα», φευγαλέα και φορείς ενός μόνον μέρους της ασταθούς ευτυχίας, μιας ευτυχίας στο μέτρο του θνητού όρου μας. Αν είναι πιθανόν ότι η αθάνατη ψυχή οδηγείται αυθόρμητα προς τις αιώνιες Ιδέες, δεν είναι λιγότερο αληθινό, ότι η ενσαρκωμένη ψυχή δεν δοκιμάζει καμιά επιθυμία γι’ αυτό και ότι το «επέκεινα» (Φίληβος, 79 D I· Φαίδρος, 250 Α 6) με τις μακαριστές Πραγματικότητες της εμπνέει δυσπιστία και της φαίνεται μια μεγάλη απάτη (Φαίδων, 69 Ε).

Victor Goldschmidt, Ο πλατωνισμός και η σύγχρονη σκέψη
 (Εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ. 14-17)