Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Το παράδοξο του έρωτα

Η ταινία ''Απιστίες και αμαρτίες'' (Crimes and Misdemeanors) του Γούντι Άλεν μας εισάγει στο σύμπαν δυο αντρών. Ο ένας είναι πλούσιος οφθαλμίατρος που διατηρεί εξωσυζυγική σχέση. […] Ο δεύτερος άντρας-με τη μορφή του Γούντι Άλεν-είναι ένας σκηνοθέτης που δεν μπορεί να στεριώσει σε καμία δουλειά εξαιτίας της άρνησής του να συμβιβαστεί με τις επιταγές του συστήματος. Σε ένα πλατώ γνωρίζεται με μια βοηθό σκηνοθέτη (Μία Φάροου) την οποία αρχίζει και ερωτεύεται-παρότι παντρεμένος. Στην προσπάθειά του να την εντυπωσιάσει της μιλά για το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει και που αφορά ένα φιλόσοφο, τον Λούης Λίβι. Στο ντοκιμαντέρ αυτό στο ρόλο του φανταστικού φιλοσόφου Λίβι εμφανίζεται ο πραγματικός ψυχαναλυτής Μάρτιν Μπέργκμαν.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο  Λίβι αναφέρεται στο παράδοξο που εμφανίζεται όταν ερωτευόμαστε:

Το παράδοξο συνίσταται απ’ το γεγονός ότι όταν ερωτευόμαστε ψάχνουμε να ξαναβρούμε… όλους ή μερικούς από τους ανθρώπους στους οποίους ήμασταν προσκολλημένοι σαν παιδιά. Από την άλλη μεριά, ζητούμε από τον αγαπημένο μας… να διορθώσει όλα αυτά τα σφάλματα… τα οποία οι γονείς μας ή τα αδέλφια μας επέβαλαν
Έτσι η αγάπη εμπεριέχει την αντίφαση… την απόπειρα επιστροφής στο παρελθόν… και την απόπειρα να διορθώσουμε το μέλλον.


Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Η θυσία που απαιτεί η εξουσιαστική πολιτική

[…] Η εξουσιαστική πολιτική μπορεί να νοηθεί μόνον όταν είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, όσο κι αν είναι καταδικαστέο από την ατομική συνείδηση, εφ’ όσον αυτό το μέσο υπόσχεται να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τη λογική του κράτους και εξυπηρετεί τους σκοπούς του.

Ο Μακιαβέλι, που είχε το θάρρος να συγκεντρώσει συστηματικά τις μεθόδους με τις οποίες συμπεριφέρεται η Κρατική εξουσία και να τις δικαιώσει στο όνομα της λογικής του Κράτους, το έχει ήδη διατυπώσει με σαφήνεια στους «Λόγους» του:

«Εάν έχουμε να κάνουμε με την ευημερία της Πατρίδας, δεν πρέπει να επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να επηρεάζονται από το δίκαιο ή το άδικο ή το λάθος, από τη συμπόνια ή τη σκληρότητα, από τον έπαινο ή τον ψόγο. Δεν πρέπει να γκρινιάζουμε δίχως λόγο, αλλά πρέπει πάντοτε να αδράχνουμε κάθε μέσο που θα σώσει τη ζωή της χώρας και θα διατηρήσει την ελευθερία της».
Για την τέλεια κρατική εξουσία κάθε έγκλημα που διαπράττεται στην υπηρεσία του Κράτους είναι μια αξιέπαινη πράξη, εάν είναι επιτυχής. Το Κράτος βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού· είναι η επίγεια Θεία Πρόνοια που οι αποφάσεις της είναι, εν τω βάθει τους, τόσο ανεξιχνίαστες για τον κοινό υπήκοο όσο είναι και για τον πιστό τα όσα επιτάσσονται μοιραία από την εξουσία του Θεού. Όπως ακριβώς, σύμφωνα με τα δόγματα των θεολόγων και των σοφών, ο Θεός, με την ανεξιχνίαστη σοφία του, χρησιμοποιεί συχνά τα πιο σκληρά και τρομερά μέσα για να εκπληρώσει τα σχέδιά του, έτσι και το κράτος σύμφωνα με τα δόγματα της πολιτικής θεολογίας, δεν περιορίζεται από τους κανόνες της κοινής ανθρώπινης ηθικότητας, κάθε φορά που αποφασίζει να πραγματώσει κάποιους συγκεκριμένους στόχους, παίζοντας επικίνδυνα και ψύχραιμα, με τις ζωές και τις τύχες εκατομμυρίων.

Όταν ένα διπλωμάτης πέφτει στην παγίδα που έχει στήσει ένας άλλος διπλωμάτης, είναι δύσκολο να παραπονεθεί για τα τεχνάσματά και την έλλειψη συνείδησης του αντιπάλου του, διότι και αυτός ο ίδιος επιδιώκει, φυσικά προς όφελός του, τον ίδιο στόχο και υφίσταται την ήττα μόνον επειδή ο αντίπαλος του μπορεί να παίξει καλύτερα το ρόλο της Θείας Πρόνοιας. Κάποιος που πιστεύει ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οργανωμένη δύναμη που προσωποποιείται στο κράτος, πρέπει να είναι, έτοιμος να αποδεχθεί όλες τις συνέπειες αυτής της δεισιδαίμονος πίστης και να θυσιάσει στον Μολώχ του Κράτους ό,τι πολυτιμότερο έχει, την ίδια του την προσωπικότητα
  
Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός

[Εκδόσεις Άρδην, 1998, τόμος Α’, σελ. 61-63]


Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Η φιλοξενία με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου

[…] Σε αυτή την προχριστιανική εποχή, η φιλοξενία αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε ανθρώπους, δεν νοείται ως φιλανθρωπία και δε ρυθμίζεται από τον πλούτο την ισχύ, τη θεία εύνοια και την κοινωνική διάκριση […] Είναι ένα ιερό έθιμο με ισχύ νόμου το οποίο όχι μόνο αφορούσε όλους αλλά οποιαδήποτε παράλειψη ή παραβίασή του συνεπαγόταν την ύβρι.

Με αυτή την έννοια η φιλοξενία στην αρχαία Ελλάδα ήταν μια υποχρέωση και ένα δικαίωμα χωρίς όρους. Ήταν μια ιερή υποχρέωση κάθε αρχαίου Έλληνα οικοδεσπότη να φιλοξενήσει όποιον ξένο άγγιζε την εστία του σπιτιού του και ζητούσε φιλοξενία. Αυτό το δικαίωμα των ξένων αφορούσε ακόμα και τους δούλους. Υπάρχουν επίσης ιστορίες που διηγούνται πως μερικοί ταξιδιώτες χρησιμοποιούσαν τεχνάσματα για να μπουν σε μια πλούσια κατοικία και να αγγίξουν την εστία έτσι ώστε να γίνουν σίγουρα δεκτοί από τους οικοδεσπότες. 

Υπάρχουν επίσης διάφοροι αρχαιοελληνικοί μύθοι οι οποίοι δείχνουν τη σημασία της φιλοξενίας άνευ όρων. Για παράδειγμα, ο βασιλιάς Οιδίπους φιλοξενήθηκε από φτωχούς βοσκούς που τον βρήκαν ως μωρό που είχε εγκαταλειφθεί στο βουνό. Παρέμεινε μαζί τους μέχρι που δόθηκε στον βασιλιά της Κορίνθου, τον Πόλυβο, ο οποίος μαζί με τη γυναίκα του, την Περίβοια, τον ανέθρεψαν ως γιο τους. Στην ιστορία του Οιδίποδα, ο σύγχρονος αναγνώστης ή ο αρχαίος ακροατής βλέπει πως ο νόμος της φιλοξενίας υπερβαίνει ακραίες κοινωνικές και ταξικές διαφορές: ενώ ο Οιδίποδας ήταν ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας φιλοξενήθηκε από φτωχούς βοσκούς και κατόπιν ως παιδί φτωχών βοσκών φιλοξενήθηκε και υιοθετήθηκε από τον βασιλιά της Κορίνθου.[1]

Ένα άλλο παράδειγμα από τη μυθολογία είναι η ιδιότητα του αρχηγού του δωδεκάθεου, του Δία, ως προστάτη των ξένων. Το δικαίωμα στη φιλοξενία εγγυόταν η δύναμη του μύθου που έλεγε ότι ο Ξένιος Δίας και άλλοι θεοί, κατά καιρούς, μεταμφιεζόταν σε ξένους και ζητούσαν φιλοξενία έτσι ώστε να ελέγξουν τα ήθη των Ελλήνων. Ο Τάνταλος, ο βασιλιάς και καλός φίλος του Δία, και ο Λάιος ο βασιλιάς των Θηβών και πατέρας του Οιδίποδα τιμωρήθηκαν από τους θεούς επειδή ακριβώς παρέβησαν τον νόμο της φιλοξενίας.[2]

Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φιλοσοφική λογοτεχνία και τον σημαντικό ρόλο που έχουν οι ξένοι στους διαλόγους του Πλάτωνα. Στον Σοφιστή, όπως και στον Πολιτικό και σε άλλους διαλόγους, ο Πλάτωνας εμπιστευόταν το προβάδισμα της φιλοσοφικής συζήτησης στον Ξένο.

Η αρχιτεκτονική κατοικιών της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας επίσης καταδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που είχε η φιλοξενία. Το πιο σημαντικό και ιερό μέρος του σπιτιού ήταν η εστία. Εδώ η οικογένεια συναντιόταν και μαζευόταν, αφιέρωνε θυσίες στους θεούς και εδώ ένας ξένος μπορούσε να ζητήσει προστασία και φιλοξενία. Έχοντας πολλαπλούς κοινωνικούς και θρησκευτικούς ρόλους η εστία ως το κατεξοχήν μέρος για την υποδοχή των ξένων, αίρει τους βασικούς αρχιτεκτονικούς διαχωρισμούς μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού δημόσιου και ιδιωτικού. Οι ξένοι, φιγούρες ήδη του εξωτερικού δημόσιου χώρου, είχαν ήδη τη θέση τους στα πιο σημαντικά, από την άποψη της ιδιωτικής ζωής, μέρη του εσωτερικού σπιτιού όσο και της πόλης κράτους. […] 

Εξαιτίας της θεμελιώδους πολυδιαστότητας της εστίας, η ιδιωτική κατοικία κατά την κλασική ελληνική αρχαιότητα ήταν ουσιαστικά ένας χώρος κλειστός και ανοιχτός. Το όριό του, η εστία, ήταν ταυτόχρονα το σύνορο και το κέντρο του, αναιρώντας έτσι τη σαφή διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού. Ενώ δηλαδή η κατοικία ήταν δομικά κλειστή, όπως κάθε κατοικία, για να προστατεύσει την ιδιωτικότητα και προσωπική ζωή των κατοίκων της, ήταν επίσης ανοιχτή στο βαθμό που η θεμελίωσή της ως χώρος περιελάμβανε τον ρόλο των ξένων και προφανώς όλοι όσοι δεν ανήκαν στον στενό οικογενειακό κύκλο.

Σε αντίθεση με τη φιλοξενία στην αρχαιοελληνική της σημασία, η χριστιανικά καθορισμένη hospitalitas δεν είναι δεσμευτικός νόμος αλλά ως φιλανθρωπία είναι μια δευτερεύουσα αξία. Ο χριστιανός οικοδεσπότης πρέπει πρώτα να εξασφαλίσει την ταξική θέση και οικονομική του κατάσταση ώστε να έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ξένους. Το γεγονός ότι η hospitalitas είναι δευτερεύουσα αξία αντικατοπτρίζεται και στην κατοικία του, στον τρόπο με τον οποίο αυτή σχεδιάζεται και δομείται: οι ξένοι γίνονται δεκτοί σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους υποδοχής, στα σαλόνια, οι οποίοι διαχωρίζονται από τους χώρους που εξυπηρετούν τη διαμονή και τις συγκεντρώσεις της οικογένειας.

Πρώιμος Κωνσταντίνος, Στα όρια της αισθητικής

[Εκδότης: ΚΡΙΤΙΚΗ, 2003, (σελ. 92-94, 97)]





[1] Φυσικά κανείς από πρωταγωνιστές της ιστορίας, ούτε οι βοσκοί, ούτε ο βασιλιάς της Κορίνθου γνώριζαν ποιον φιλοξενούσαν στο πρόσωπο του Οιδίποδα. Αυτό το στοιχείο όμως εντείνει το τραγικό της ιστορίας. Ο σύγχρονος αναγνώστης, ή θεατής του έργου αλλά και ο αρχαίος θεατής γνώριζαν από την αρχή την ταυτότητα του Οιδίποδα και αυτό το νόημα έχει η παρατήρηση ότι στην ιστορία αυτή ο νόμος της φιλοξενίας διαπερνά ακραίες ταξικές διαφορές. Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή του μύθου η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ανάλογα με την πρώτη. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, το μωρό Οιδίπους πετάχτηκε από τον πατέρα του στον ποταμό και αργότερα βρέθηκε από τη βασίλισσα της Κορίνθου, Περίβοια. Καθώς η βασίλισσα και ο σύζυγός της δεν είχαν παιδιά τον υιοθέτησαν.
[2] Ο Τάνταλος σέρβιρε τον σφαγμένο γιο του στους θεούς στο δείπνο που τους παρέθετε και γι’ αυτό καταδικάστηκε με θάνατο και αιώνιο άλγος. Η ιστορία του Λάιου είναι ότι ερωτεύτηκε τον γιο του οικοδεσπότη του, τον Χρύσιππο, τον απήγαγε και τον έφερε στη Θήβα. Η Ήρα θέλησε να εκδικηθεί την πράξη του Λάιου και γι’ αυτό έστειλε τη Σφίγγα στη Θήβα.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Η διακυβέρνηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας

Μέχρι τον 11ο αιώνα οι επιτυχίες που είχαν σημειώσει οι Βυζαντινοί ηγεμόνες στις πολυμέτωπες συγκρούσεις τους με εχθρικά στρατεύματα οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, στο αποτελεσματικό τους σύστημα διακυβέρνησης […]

Σύμφωνα με την παράδοση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρούνταν παντοδύναμος, ένας ιεράρχης που η εξουσία του εκπορευόταν απευθείας από τον Θεό, μολονότι τον έστεφε ο πατριάρχης. Η απόδοση τιμών στον αυτοκράτορα ακολουθούσε ένα ολοένα και πιο περίτεχνο αυλικό πρωτόκολλο, που περιγράφεται λεπτομερειακά στο σύγγραμμα Περί βασιλείου τάξεως, που το έγραψε ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος τον 10ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας έλεγχε πλήρως τη διπλωματία, την εξωτερική πολιτική και τις στρατιωτικές υποθέσεις. Στις εκστρατείες συχνά οδηγούσε ο ίδιος τον στρατό και αρκετοί αυτοκράτορες που ενδύθηκαν την πορφύρα ύστερα από πραξικοπήματα είχαν αρχίσει τη σταδιοδρομία τους ως στρατιωτικοί.

Κατά παράδοξο τρόπο, δεν υπήρχε κάποιος καθιερωμένος κανόνας για τη διαδοχή. Ο αυτοκρατορικός τίτλος δεν ήταν κληρονομικός. Ορισμένοι αυτοκράτορες έστεφαν τους γιους τους, ώστε να εξασφαλίσουν τη διαδοχή των απογόνων τους, αλλά αυτό σήμαινε ότι συχνά υπήρχαν συμβασιλείς. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, ο κυρίως αυτοκράτορας έφερε τον αρχαίο ελληνικό τίτλο του βασιλέως. Ο αυτοκράτορας μπορούσε επίσης να ορίσει τον διάδοχό του, αλλά συνήθως η διαδοχή των ηγεμόνων πυροδοτούσε αιματηρές παλατιανές εξεγέρσεις, στη διάρκεια των οποίων οι φατρίες του στρατού και της αυλής προωθούσαν αντίπαλους υποψηφίους. Ο νέος αυτοκράτορας έπρεπε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του λαού, της συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης και του στρατού, και ύστερα ακολουθούσε η τελετή της στέψης. Στη θεωρία, οποιοδήποτε από τα τρία σώματα των εκλεκτόρων —λαός, σύγκλητος, στρατός— μπορούσε να ανατρέψει έναν αυτοκράτορα και να προτείνει τον δικό του υποψήφιο, ο οποίος μπορούσε στη συνέχεια να νομιμοποιηθεί, αρκεί να αποσπούσε τη συγκατάθεση των άλλων δύο. Στην πράξη ωστόσο, από τη στιγμή της ενθρόνισής του ο αυτοκράτορας ήταν απόλυτος μονάρχης και το μοναδικό μέσο για την ανατροπή του ήταν η δολοφονία του.

Αν και θεωρητικά οι αυτοκράτορες ηγεμόνευαν επί της Εκκλησίας, διακρίνονται ορισμένες αλλαγές αφότου έχασαν τη μάχη της αποκαθήλωσης των εικόνων. Από τον 10ο αιώνα η βυζαντινή εικονογραφία υπογραμμίζει τη συνεργασία του αυτοκράτορα με τον πατριάρχη, όχι την υπεροχή του πρώτου εις βάρος του δευτέρου. Μετά τον 12ο αιώνα, καθώς κλονιζόταν η ουσιαστική ισχύς των αυτοκρατόρων, ορισμένοι πατριάρχες κατάφεραν να στρέψουν τις μάζες της Κωνσταντινούπολης και της σλαβικής Ευρώπης κατά του βυζαντινού θρόνου, εκμεταλλευόμενοι κυρίως την αντιλαϊκή πρόταση των αυτοκρατόρων για ένωση της ανατολικής και της δυτικής Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου, και στην αυλή του παραπέμπονταν οι προσφυγές από τα τοπικά δικαστήρια. Ιδίως όμως μετά το 1261, συχνά χρησιμοποιούνταν κληρικοί μαζί με λαϊκούς ως περιοδεύοντες δικαστές στα βυζαντινά κοσμικά δικαστήρια, αν και υπήρχαν και ειδικά δικαστήρια, όπως στη Δύση, για τους κληρικούς και τις θρησκευτικές υποθέσεις. Εκείνη την εποχή το εκκλησιαστικό στοιχείο είχε αρχίσει να υποχωρεί από τις αυλές των δυτικών μοναρχιών.

Συνεχίζοντας την πρακτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων του 4ου και του 5ου αιώνα οι Βυζαντινοί ηγεμόνες εξακολουθούσαν να παραχωρούν ειδικούς τίτλους και αξιώματα που δήλωναν την ιεραρχία. Οι διαβαθμίσεις των τίτλων επιλέγονταν με αυστηρά κριτήρια και η μετακίνηση σε ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα ισοδυναμούσε με κοινωνικό άλμα. Κάθε βαθμίδα είχε τα δικά της ξεχωριστά εμβλήματα. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, ο τίτλος του πατρικίου ήταν ο ανώτερος που μπορούσε να αποκτήσει ένα πρόσωπο το οποίο δεν ανήκε στην αυτοκρατορική οικογένεια, αν και τον 10ο αιώνα είχαν ήδη δημιουργηθεί έντεκα διαβαθμίσεις πατρικίων· έκτοτε, όπως ήταν φυσικό, η αίγλη του τίτλου ξεθώριασε. Οι αυτοκρατορικοί ευνούχοι είχαν υψηλή θέση, αλλά και πάλι υπήρχαν διαβαθμίσεις. Το ακριβές περιεχόμενο ενός τίτλου μπορούσε να αλλάξει με τον καιρό. Ο τίτλος του καίσαρα, για παράδειγμα, που αρχικά σήμαινε συμβασιλέας, έπαψε να σημαίνει πολλά μετά τον 7ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα είχε πια λιγότερο κύρος από τον δεσπότη, έναν τίτλο που συνήθως λάβαινε ο ηγεμόνας μιας κτήσης. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα ορισμένοι δεσπότες ανεξαρτητοποιήθηκαν ουσιαστικά από την Κωνσταντινούπολη.

Η βυζαντινή δημόσια διοίκηση ήταν πολύ ευέλικτη και αποτελεσματική. Πολλές υψηλές θέσεις στον αυτοκρατορικό οίκο, συγκαταλεγομένου του πριμικηρίου, απονέμονταν κατά παράδοση στους ευνούχους, που δεν μπορούσαν να ιδρύσουν δυναστείες. Ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης [praefectus urbi] ασκούσε σημαντική εξουσία. Αυτός ρύθμιζε τα ζητήματα των συντεχνιών και της οικονομίας, επόπτευε τα δικαστήρια και τις φυλακές και, όταν απουσίαζε ο αυτοκράτορας, τελούσε συνήθως χρέη αναπληρωτή του στην πόλη. Τον 10ο αιώνα, ο κεντρικός έλεγχος είχε πια γίνει πιο συστηματικός και ο αριθμός των υπουργείων (οφφίκια) είχε αυξηθεί σημαντικά.

Οι δικαστικές και οι οικονομικές υπηρεσίες είχαν αρκετά τμήματα. Γενικά, υπεύθυνος για τα οικονομικά της αυτοκρατορίας ήταν ο σακελλάριος ή αρχιγραμματέας, στον οποίο αναφέρονταν οι προϊστάμενοι των επιμέρους υπηρεσιών. Στις αρμοδιότητές του συγκαταλέγονταν η επίβλεψη των κρατικών εργαστηρίων, των υδάτινων αρτηριών, των τελωνείων και των ταχυδρομείων. Τον 12ο αιώνα ο αρχιγραμματέας αντικαταστάθηκε από τον μέγα λογοθέτη, που αρχικά ήταν ο πρώτος αναπληρωτής του σακελλαρίου στην υπηρεσία ταχυδρομείων.

Το εισόδημα των αυτοκρατόρων ήταν υψηλό. Τα κύρια φορολογικά έσοδα προέρχονταν από τους έγγειους φόρους, η εκτίμηση των οποίων αναθεωρούνταν ανά δεκαπενταετία. Όταν κάποιος αγρότης αδυνατούσε να πληρώσει το φόρο που του αναλογούσε, η ευθύνη βάραινε ολόκληρη την κοινότητα [θεσμός του «αλληλεγγύου»] και όχι τόσο τους δημοσιώνες, όπως συνέβαινε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Υπήρχαν επίσης κεφαλικοί φόροι και φόροι κατοικίας, αλλά ελάχιστα γνωρίζουμε για τον τρόπο υπολογισμού ή συλλογής τους. Επίσης, οι αυτοκράτορες εξέδιδαν υποχρεωτικά δάνεια και συγκέντρωναν σημαντικούς πόρους από τα κρατικά μονοπώλια και την παραχώρηση εμπορικών προνομίων. Το αποτέλεσμα ήταν μια εξαιρετικά υψηλή φορολογία που ενίσχυε τη δυσαρέσκεια των υπηκόων τους. Έτσι, στην περίοδο των σταυροφοριών η οικονομία της αυτοκρατορίας κατέρρευσε.

Η κεντρική διοίκηση ήταν υπερβολικά συγκεντρωτική και άκαμπτη, αλλά ως τα τέλη περίπου του 10ου αιώνα λειτουργούσε με εκπληκτική επάρκεια, ιδίως στην Ανατολία. Το βυζαντινό κράτος είχε και μια επαρχιακή οργάνωση. Τα «θέματα», που διαδέχτηκαν το σύστημα των υπαρχιών [praefecturae] ήταν ο πυρήνας της τοπικής διοίκησης. Συναντάμε θέματα στις μεθοριακές περιοχές από τον 7ο αιώνα και οι Ίσαυροι επεξέτειναν βαθμιαία το σύστημα των θεμάτων και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία. Κάθε θέμα έπαιρνε την ονομασία του σώματος που ήταν στρατωνισμένο στην περιοχή του και, τελικά, τα ίδια τα στρατιωτικά σώματα κατέληξαν να ονομάζονται θέματα. Γαίες παραχωρήθηκαν σε εποίκους που είχαν την υποχρέωση να υπηρετήσουν στον στρατό ή στο ναυτικό υπό τις διαταγές στρατηγών που είχαν και πολιτικές αρμοδιότητες.

Ωστόσο, στη διάρκεια του 10ου αιώνα οι «πολιτοφυλακές» των θεμάτων χρησιμοποιούνταν κυρίως για αμυντικούς σκοπούς. Ο ρόλος τους αποδυναμώθηκε καθώς τις αντικατέστησαν επαγγελματίες στρατιώτες που κατακτούσαν εδάφη. Η κυβέρνηση άρχισε να ενθαρρύνει το σχηματισμό μεγάλων γαιοκτησιών που ήταν υποχρεωμένες να παρέχουν ομάδες ιππικού, με αντάλλαγμα εκχωρήσεις γης και δικαστικών αρμοδιοτήτων (πρόνοια). Στη συνέχεια, οι άρχοντες αυτών των ιδιοκτησιών απορρόφησαν τις ελεύθερες κτήσεις που βρίσκονταν κοντά στα σύνορα. Έτσι, η θεματική οργάνωση περιερχόταν ολοένα και περισσότερο στα χέρια μιας αριστοκρατίας γαιοκτημόνων πολεμιστών. Οι νίκες που σημείωσε ο Βασίλειος Β' επί των γαιοκτημόνων [δυνατών] ήταν μόνο μια ανάπαυλα, καθώς ολόκληρα χωριά τέθηκαν τελικά υπό την προστασία τους. Η αυξανόμενη ισχύς των γαιοκτημόνων πολλαπλασίασε τις πιέσεις που αντιμετώπιζαν οι αυτοκράτορες τον 11ο αιώνα από τους σταυροφόρους και τους Τούρκους.


Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1999.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ανταίος: Η ήττα τον έκανε δυνατότερο

Η ταινία The Great Debaters είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω στα 1935, όταν οι φυλετικές διακρίσεις ήταν ακόμα έντονες στις ΗΠΑ.

Ο Melvin Tolson (Denzel Washington), καθηγητής του μικρού κολλεγίου των μαύρων “Wiley College” στο Marshall του Τέξας, προπονεί μια ομάδα επίλεκτων φοιτητών για λογομάχους (debaters). Η ιδέα της λογομαχίας είναι η εξής: παίρνουμε ένα θέμα, χωριζόμαστε σε δύο ομάδες και στη συνέχεια το αναλύουμε. Η μια ομάδα επιχειρηματολογεί υπέρ του, η άλλη κατά.

Επί ένα χρόνο η φανταστική αυτή ομάδα υπό την καθοδήγηση του καθηγητή της κερδίζει σχεδόν σε όλα τα debates και γίνεται η πρωταθλήτρια ομάδα της Πολιτείας. Έφτασε πια η ώρα να ανοίξει τα φτερά της σε ολόκληρη την επικράτεια και να τα αντιμετωπίσει και να νικήσει τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ! Τα “Πανεπιστήμια των λευκών”. Το ίδιο το Χάρβαρντ!

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο καθηγητής, στην προσπάθειά του να εμψυχώσει τους μαθητές του μετά από μια ήττα, επικαλείται τον ελληνικό μύθο για τον Ανταίο:

Καθηγητής: Ξέρεις κανείς ποιος ήταν ο Ανταίος;
Φοιτητής: Βέβαια, ήταν ένας γιγάντιος παλαιστής στην ελληνική μυθολογία. Η μητέρα του ήταν η Γαία, η θεά της Γης. Ήταν ανίκητος, γιατί όποτε κάποιος τον έριχνε κάτω στη γη, γινόταν δυνατότερος.
Καθηγητής: Σωστά, γινόταν δυνατότερος. Η ήττα τον έκανε δυνατότερο.





Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Ο Κάτω Κόσμος των αρχαίων Ελλήνων

Όταν τα πνεύματα κατεβαίνουν στον Τάρταρο, που η κύρια είσοδός του βρίσκεται σ’ ένα σύδεντρο από μαύρες λεύκες δίπλα στο ρέμα του Ωκεανού, οι ευσεβείς συγγενείς εφοδιάζουν το καθένα απ’ αυτά μ’ ένα νόμισμα τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του πτώματός του. Έτσι τα πνεύματα είναι σε θέση να πληρώσουν τον Χάρωνα, αυτόν τον δυστυχή, που τα μεταφέρει με μια μισοσαπισμένη βάρκα και διασχίζουν τη Στύγα. Το μισητό αυτό ποτάμι ορίζει τον Τάρταρο από τη δυτική πλευρά[1], και έχει για παραποτάμους του τον Αχέρωντα, τον Φλεγέθοντα, τον Κωκυτό, την Αορνίδα και τη Λήθη. Τα πνεύματα που δεν έχουν νόμισμα, είναι υποχρεωμένα να περιμένουν για πάντα στην αποδώ όχθη, εκτός κι αν έχουν ξεφύγει από τον Ερμή, τον οδηγό τους, και κατηφορίζουν μπαίνοντας κρυφά από κάποιο παραπόρτι, όπως αυτά στο Ταίναρο[2] της Λακωνίας ή στο Άορνο της Θεσπρωτίας. Ένας σκύλος με τρία κεφάλια ή λένε μερικοί, με πενήντα κεφάλια, ονόματι Κέρβερος, φρουρεί την απέναντι όχθη της Στυγός, έτοιμος να κατασπαράξει τους ζωντανούς παρείσακτους ή τα πνεύματα που θα δοκίμαζαν να δραπετεύσουν.[3]

Β. Το πρώτο τμήμα του Τάρταρου περιλαμβάνει τον άχαρο Ασφοδελό Λειμώνα, όπου οι ψυχές των ηρώων στέκουν χωρίς σκοπό ανάμεσα στη σύναξη των λιγότερο διακεκριμένων νεκρών που τερετίζουν σαν τις νυχτερίδες και όπου μόνο ο Ωρίων έχει ακόμη το κουράγιο να κυνηγάει τα φασματικά ελάφια.[4] Δεν υπάρχει ούτε ένας ανάμεσά τους που δεν θα προτιμούσε να είναι δούλος ακτήμονα χωριάτη παρά βασιλιάς στον Τάρταρο. Η μόνη τους ευχαρίστηση είναι οι σπονδές με αίμα που κάνουν γι’ αυτούς οι ζωντανοί: όταν το πίνουν, αισθάνονται και πάλι σχεδόν σαν άνθρωποι.  Πέρα απ’ αυτό το λιβάδι βρίσκεται το Έρεβος και το παλάτι του Άδη και της Περσεφόνης. Στα αριστερά του παλατιού καθώς το πλησιάζει κανείς, ένα άσπρο κυπαρίσσι σκιάζει την πηγή της Λήθης, όπου τα κοινά πνεύματα συνάζονται και σκύβουν για να πιουν. Οι μυημένες ψυχές αποφεύγουν αυτό το νερό και προτιμούν να πίνουν από την πηγή της Μνημοσύνης, που τη σκιάζει μια άσπρη λεύκα [;], πράγμα που τους πορίζει κάποιο πλεονέκτημα απέναντι στους όμοιούς τους.[5]

Λίγο πιο κει, τα νεοφερμένα πνεύματα κρίνονται καθημερινά από τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό σ’ ένα σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι. Ο Ραδάμανθυς δικάζει τους Ασιάτες και ο Αιακός δικάζει τους Ευρωπαίους· αλλά και οι δυο παραπέμπουν τις δύσκολες υποθέσεις στον Μίνωα. Καθώς αναγγέλλεται η κάθε ετυμηγορία, τα πνεύματα κατευθύνονται προς έναν από τους τρεις δρόμους: αν δεν είναι ούτοι ενάρετοι ούτε κακοί, παίρνουν το δρόμο που οδηγεί πίσω στον Ασφοδελό Λειμώνα· αν είναι κακοί, αυτόν που οδηγεί στο χώρο της τιμωρίας, τον Τάρταρο· αν είναι ενάρετοι, αυτόν που οδηγεί στα περιβόλια του Ηλυσίου.  

Γ. Το Ηλύσιο, όπου διαφεντεύει ο Κρόνος, βρίσκεται κοντά στην επικράτεια του Άδη, και η είσοδός του κοντά στην πηγή της Μνημοσύνης, αλλά δεν αποτελεί μέρος τους· είναι ένας ευτυχισμένος τόπος όπου είναι συνεχώς ημέρα, χωρίς κρύο ή χιόνι, όπου οι αγώνες, η μουσική και τα γλέντια δεν παύουν ποτέ, και οι κάτοικοι του μπορούν, όταν το θελήσουν ή το αποφασίσουν, να ξαναγεννηθούν επί της γης.

Εκεί κοντά βρίσκονται τα Νησιά των Μακάρων που προορίζονται για όσους έχουν γεννηθεί τρεις φορές και έχουν τρεις φορές φτάσει στο Ηλύσιο.[6] Μερικοί ωστόσο λένε ότι υπάρχει και άλλο νησί Μακάρων ονομαζόμενο Λευκή, στη Μαύρη Θάλασσα, απέναντι από τις εκβολές του Δούναβη, δασωμένο και γεμάτο ζώα, άγρια και ήμερα, όπου τα πνεύματα της Ελένης και του Αχιλλέα ξεφαντώνουν για τα καλά και απαγγέλουν στίχους του Ομήρου στους ήρωες που έχουν πάρει μέρος στα γεγονότα που ύμνησε εκείνος.[7]

Δ. Ο Άδης, που είναι παράφορος και ζηλότυπος για τα δικαιώματά του, σπάνια επισκέπτεται τον επάνω κόσμο, παρεκτός για δουλειές ή όταν τον κυριεύει αιφνίδια λαγνεία. Κάποτε έκανε τη Νύμφη Μίνθη να σαστίσει με την αίγλη του χρυσού άρματός του και των τεσσάρων μαύρων αλόγων του, και θα την είχε αποπλανήσει χωρίς καμιά δυσκολία, αν η βασίλισσα Περσεφόνη δεν εμφανιζόταν έγκαιρα και δεν μεταμόρφωνε τη Νύμφη σε ευωδιαστή μέντα.  Σε άλλη περίπτωση ο Άδης επιχείρησε να βιάσει τη Νύμφη Λευκή, που κι αυτή μεταμορφώθηκε κι έγινε η άσπρη λεύκα που στέκει δίπλα στην πηγή της Μνημοσύνης.[8] Με τη θέλησή του ο Άδης δεν επιτρέπει σε κανέναν από τους υπηκόους του να δραπετεύσει, και ελάχιστοι απ’ όσους επισκέπτονται τον Τάρταρο, επιστρέφουν ζωντανοί για να τον περιγράψουν, πράγμα που κάνει τον Άδη το μισητότερο από τους θεούς.

Ε. Ο Άδης ουδέποτε γνωρίζει τι συμβαίνει στον επάνω κόσμο ή στον Όλυμπο[9], παρεκτός από τίποτε αποσπασματικές πληροφορίες που φτάνουν σ’ αυτόν όταν οι θνητοί χτυπούν με τα χέρια τους το χώμα και τον επικαλούνται με όρκους και κατάρες. Το πολυτιμότερο αγαθό του είναι η περικεφαλαία που τον κάνει αόρατο και που του τη χάρισαν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Κύκλωπες, όταν ο Άδης συγκατατέθηκε να τους απελευθερώσει κατά διαταγή του Δία. Όλα τα πλούτη σε πετράδια και πολύτιμα μέταλλα που βρίσκονται κρυμμένα κάτω από τη Γη είναι δικά του, αλλά στον επάνω κόσμο ο Άδης δεν έχει περιουσία, εκτός από ορισμένους πένθιμους ναούς στην Ελλάδα, και πιθανώς ένα κοπάδι βόδια στη νήσο Ερύθεια, που ωστόσο μερικοί λένε ότι ανήκει στον Ήλιο.[10]

Ζ. Η βασίλισσα Περσεφόνη ωστόσο μπορεί να είναι και συμπονετική και ελεήμων. Είναι πιστή στον Άδη, αλλά δεν έχει κάνει παιδιά μαζί του, και από τη συντροφιά του προτιμά της Εκάτης, θεάς των μαγισσών.[11] Ο ίδιος ο Ζευς τιμά τόσο πολύ την Εκάτη ώστε ουδέποτε της αρνιέται την αρχαία εξουσία που πάντοτε εκείνη διέθετε: να χαρίζει στους θνητούς ή να τους στερεί οποιοδήποτε επιθυμητό δώρο. Η Εκάτη έχει τρία κορμιά και τρία κεφάλια: λιονταριού, σκύλου και φοράδας.[12]

Η. Η Τισιφόνη, η Αληκτώ και η Μέγαιρα, οι Ερινύες, ζουν στο Έρεβος και είναι πρεσβύτερες από τον Δία καθώς και από άλλους τους άλλους Ολυμπίους. Καθήκον τους είναι να ακούν τα παράπονα που διατυπώνουν οι θνητοί για ιταμότητα των νέων προς τους ηλικιωμένους, των παιδιών προς τους γονείς, των φιλοξενούντων προς τους φιλοξενούμενους, καθώς και των νοικοκυραίων ή των αρχών των πόλεων προς τους ικέτες – και να τιμωρούν αυτά τα εγκλήματα καταδιώκοντας τους ενόχους αδιάκοπα, χωρίς σταματημό και ανάπαυση από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Αυτές οι Ερινύες είναι γριές, με φίδια για μαλλιά, κεφάλι σκύλου, σώμα μαύρο σαν το κάρβουνο, φτερά νυχτερίδας και μάτια κατακόκκινα από το αίμα. Στα χέρια τους κρατούν μαστίγια από σφυρηλατημένο χαλκό, και τα θύματά τους πεθαίνουν με βασανιστήρια.[13] Δεν είναι καθόλου φρόνιμο να τις αναφέρει κανείς με το όνομά τους στην κουβέντα· γι’ αυτό συνήθως τις αποκαλούν Ευμενίδες, που σημαίνει «καλοσυνάτες», όπως ο Άδης αποκαλείται Πλούτων ή Πλούτος.

* * * * * * * * *

1. Οι μυθογράφοι κατέβαλαν τολμηρή προσπάθεια για να συμφιλιώσουν τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις που πρέσβευαν για τον Κάτω Κόσμο οι πρωτόγονοι κάτοικοι της Ελλάδας. Μια άποψη ήταν ότι τα πνεύματα ζούσαν στους τάφους τους ή σε υπόγεια σπήλαια ή σε χάσματα, όπου μπορούσαν να παίρνουν τη μορφή φιδιών, ποντικιών ή νυχτερίδων, αλλά ουδέποτε να μετενσαρκώνονται σε ανθρώπινα πλάσματα. Άλλη άποψη ήταν ότι οι ψυχές των ιερών βασιλιάδων ορατές στα ταφικά νησιά όπου είχαν ενταφιαστεί τα σώματά τους. Τρίτη άποψη ήταν ότι τα πνεύματα μπορούσαν να ξαναγίνουν άνθρωποι εισχωρώντας μέσα σε όσπρια, ξηρούς καρπούς ή ψάρια, που θα τα έτρωγαν οι μελλοντικές μητέρες τους. Τέταρτη άποψη ήταν ότι οι ψυχές πήγαιναν στο Μακρινό Βορρά, όπου ο ήλιος δεν λάμπει ποτέ, και επέστρεφαν – αν επέστρεφαν - μόνο σαν γονιμοποιοί άνεμοι.  Πέμπτη άποψη ήταν ότι πήγαιναν στη Μακρινή Δύση όπου ο ήλιος δύει στον ωκεανό, και σ’ έναν κόσμο πνευμάτων που μοιάζει πολύ με τον κανονικό. Έκτη άποψη ήταν ότι η ψυχή λάβαινε τιμωρία ανάλογη με τη ζωή που είχε ζήσει. Σε όλα αυτά οι ορφικοί πρόσθεσαν τελικά τη θεωρία της μετεμψύχωσης, διαδικασίας που μπορούσε ωε ένα βαθμό να ελεγχθεί με τη χρήση μαγικών τύπων.

2. Η Περσεφόνη και η Εκάβη κατείχαν τη θέση της προελληνικής ελπίδας της παλιγγενεσίας· αλλά ο Άδης ήταν ελληνική έννοια για το αναπόδραστο του θανάτου. Ο Κρόνος, παρά το αιματηρό μητρώο του, εξακολούθησε να χαίρεται τις απολαύσεις του Ηλισίου, δεδομένου ότι αυτό υπήρξε πάντοτε το ιερό βασιλιάδων, και ο Μενέλαος (Οδύσσεια δ 561) είχε υπεσχημένη την ίδια απόλαυση, όχι επειδή υπήρξε ιδιαίτερα ενάρετος ή θαρραλέος, αλλά επειδή είχε παντρευτεί την Ελένη, την ιέρεια της σπαρτιατικής Σελήνης – θεάς. Το ομηρικό επίθετο ασφοδελός που συνοδεύει μόνο τους λειμώνες («λιβάδια»), σημαίνει πιθανώς «στην κοιλάδα αυτού που δεν έχει καταντήσει στάχτη» (από το α στερητικό, σπονδός, «στάχτη» και έλος, «κοιλάδα»), δηλαδή το πνεύμα του ήρωα αφού το σώμα του είχε καεί και με εξαίρεση τη βελανιδοφάγα Αρκαδία, οι ρίζες και οι σπόροι του ασφοδελού που προσφέρονταν σ’ αυτά τα πνεύματα, αποτελούσαν τη βασική διατροφή των Ελλήνων πριν από την εισαγωγή των σιτηρών. Ηλύσιο φαίνεται να σημαίνει «μηλότοπος» - alisier είναι προγαλατική λέξη για το αγριόμηλο […]

3. Ο Κέρβερος ήταν το ελληνικό αντίστοιχο του Άνουβη, του κυνοκέφαλου γιου της λιβυκής θεάς του θανάτου Νέφθυος, ο οποίος οδηγούσε τις ψυχές στον κάτω κόσμο. Στην ευρωπαϊκή λαογραφία, που έχει εν μέρει λιβυκή καταγωγή, τις ψυχές των κολασμένων τους κυνηγούσε ως τη βόρεια κόλαση ένα κοπάδι σκυλιά […] μύθος που προήλθε από θορυβώδη καλοκαιριάτικη μετανάστευση που πραγματοποιούν οι αγριόχηνες για τους τόπους όπου γεννούν, στον αρκτικό κύκλο. Ο Κέρβερος είχε αρχικά πενήντα κεφάλια […]· αλλά κατόπιν είχε τρία κεφάλια, όπως και η κυρά του η Εκάτη.

4. Η Στυξ («μισητή») μικρό ρέμα στην Αρκαδία, που τα νερά του υποτίθεται ότι ήταν θανατηφόρο δηλητήριο, τοποθετήθηκε στον Τάρταρο μόνο από τους μεταγενέστερους μυθογράφους. Αχέρων («ρέμα της θλίψης») και Κωκυτός («θρήνος») είναι φανταστικά ονόματα που περιγράφουν τη δυστυχία του θανάτου. […] Λήθη σημαίνει «λησμονιά»· και Έρεβος σημαίνει «σκεπασμένος». Ο Φλεγέθων («αυτός που καίει») αναφέρεται στη συνήθεια καύσης των νεκρών, αλλά ίσως και στη θεωρία ότι οι αμαρτωλοί καίγονται σε ρυάκια από λάβα. Ο Τάρταρος φαίνεται να είναι αναδιπλασιασμός της προελληνικής λέξης ταρ, που συναντιέται σε τοπωνύμια που βρίσκονται προς τη Δύση· […]

5. Οι μαύρες λεύκες ήταν αφιερωμένες στη θεά του θανάτου· και η λευκή λεύκα είτε στην Περσεφόνη ως θεά της παλιγγενεσίας είτε στον Ηρακλή επειδή λεηλάτησε την κόλαση […]

6. Ο Άδης είχε ναό στους πρόποδες του όρους Μίνθη στην Ήλιδα, και ο από μέρος του βιασμός της Νύμφης Μίνθης («μέντας») συνάγεται πιθανός από το γεγονός ότι στις νεκρικές τελετές χρησιμοποιούσαν μέντα, μαζί με δεντρολίβανο και μύρτο, για να καταπολεμήσουν τη μυρωδιά της αποσύνθεσης. […]

7. Η αφήγηση του Ησιόδου γι’ αυτόν δείχνει ότι η Εκάβη υπήρξε η αρχική Τριπλή Θεά, υπέρτατη στον ουρανό, στη γη και στον Τάρταρο· αλλά οι Έλληνες έδωσαν έμφαση στις καταστρεπτικές τους δυνάμεις σε βάρος των δημιουργικών, ώσπου τελικά επικλήσεις στην Εκάτη γινόταν μόνο κατά τις μυστικές τελετές μαύρης μαγείας, ιδίως σε σημεία όπου συναντιούνταν τρεις δρόμοι. Το ότι ο Δίας δεν της στέρησε την αρχαία εξουσία της  να χορηγεί στον κάθε θνητό την επιθυμία της καρδιάς του, αποτελεί παραχώρηση στις μάγισσες της Θεσσαλίας, που όλοι τις έτρεμαν. Τα κεφάλια της Εκάτης, λιονταριού, σκύλου και αλόγου, αναφέρονται προφανώς στο αρχαίο τριμερές έτος, και ο σκύλος  είναι ο Σκύλος – αστέρας Σείριος· το ίδιο ισχύει και για τα κεφάλια του Κέρβερου.

8. Οι συντρόφισσες της Εκάτης, οι Ερινύες, ήταν προσωποποιημένες τύψεις της συνείδησης για την καταπάτηση κάποιου ταμπού: αρχικά μόνο του ταμπού της προσβολής της ανυπακοής ή της βίας σε βάρος της μητέρας. Οι ικέτες και οι φιλοξενούμενοι υπάγονταν στην προστασία της Εστίας, και η κακομεταχείριση τους ισοδυναμούσε με ανυπακοή σ’ αυτήν και με προσβολή της.

9. Η Λευκή, το μεγαλύτερο νησί της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πολύ μικρό καθαυτό, είναι σήμερα άδεντρο ρουμανικό κάτεργο.

Ρόμπερτ ΓκρέιβςΟι ελληνικοί μύθοι 

Εκδόσεις Πλειάς – Ρούγκας, 1979 [τόμος 1, σελ. 125-131].






[1] Παυσανίας Ι 28, 1.
[2] Απολλόδωρος Β 5, 12· Στράβων Η 5, 1.
[3] Όμηρος Ιλιάς 1 368· Ησίοδος Θεογονία 311·
[4] Όμηρος Οδήσεια λ 539· λ 572-5· λ 487-91.
[5] Ορφική Πινακίδα της Πετηλίας.
[6] Πλάτων Γοργίας 168· Πίνδαρος Ολυμπιονίκαι Β 68-80· Ησίοδος Έργα και Ημέραι 167 κεξ.
[7] Παυσανίας Γ 19, 11· Φιλόστρατος Ηρωικός Ι 32-40.
[8] Στράβων Η 3, 14· Σέρβιος στις Εκλογές του Βιργιλίου VII 61.
[9] Όμηρος Ιλιάς Ι 158-9· Υ 61.
[10] Όμηρος Ιλιάς Ι 567 κεξ.· Απολλόδωρος Β 5, 10.
[11] Απολλώνιος Ρόδιος Ι 5, 29· Οβίδιος Μεταμορφώσεις XIV 405.
[12] Ησίοδος Θεογονία 411-52.
[13] Απολλόδωρος Α 1,4· Όμηρος Ιλιάς Ι 453-7· Ο 204· Τα 259· Οδύσσεια β 135· και π 475· Αισχύλος Ευμενίδες 835 και Χοηφόροι 290· Ευριπίδης Ορέστης 317 κεξ.· Ορφικός Ύμνος 68, 5.